Monday, June 18, 2007

269 edito

Αλήθεια, ποιος θυμάται έστω κι ένα τραγούδι από αυτά που διαγωνίστηκαν και βραβεύτηκαν στα δύο προηγούμενα Φεστιβάλ Τραγουδιού; Πολύ φοβάμαι, κανένας.
Φυσικά, δε φταίνε οι δημιουργοί γι' αυτό. Οι συμμετοχές τους - και όχι μόνο όσες βραβεύτηκαν από κοινό και επιτροπή - ήταν κάτι παραπάνω από ευπρόσωπες. Τα τραγούδια δεν είχαν να ζηλέψουν τίποτα από το «Αν ήμουν Πλούσιος» και το «Παλιό κανόνι», που σίγουρα πολλοί τα θυμούνται ακόμη, τριάντα χρόνια μετά, και σίγουρα δεν έχουν καμιά σχέση με τα σκουπίδια που μας «ταΐζει» καθημερινά η μικρή οθόνη μέσα από τα πανηγυρτζίδικα σόου και τα πρωινά γλεντοκόπια. Ομως, μιλάμε για δύο διαφορετικές εποχές.
Τότε, τη δεκαετία του ’60 ο κόσμος διψούσε να ακούσει καινούργια πράγματα, τα αναζητούσε, γέμιζε τις μπουάτ, τα γήπεδα, τα αναψυκτήρια, τα θέατρα, όπου δινόντουσαν συναυλίες, έτρεχε να βρει την πρώτη εκτέλεση του «Επιταφίου» του Μίκη Θεοδωράκη, το νέο «45άρι» του Καζαντζίδη ή του Τσιτσάνη, τους ελάχιστους ξένους δίσκους που κυκλοφορούσαν και, βέβαια, «αγκάλιαζε» το Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης -προσκύνημα κανονικό για τους μουσικόφιλους της εποχής, αλλά, κυρίως, για τον πολύ κόσμο. Βέβαια, τότε δεν υπήρχαν 5.500 ραδιοφωνικοί σταθμοί και 2.500 τηλεοπτικά κανάλια να τους βομβαρδίζουν καθημερινά με λαϊκο-ποπ αηδίες, μέσα από διατεταγμένες playing lists, ίδιες και σχεδόν απαράλλακτες από τη μία άκρη των ερτζιανών ως την άλλη, όπως γίνεται σήμερα.
Και το ερώτημα ξαναμπαίνει: πόσες φορές ακούσατε σε κάποιον ραδιοφωνικό σταθμό, έστω κι ένα τραγούδι από αυτά που διαγωνίστηκαν και βραβεύτηκαν στα δύο προηγούμενα Φεστιβάλ Τραγουδιού; Εκτός από τις ημέρες πέριξ της διοργάνωσης, καμία. Ούτε καν από τους σταθμούς της ΕΡΤ. Κι αυτό πια ανήκει στη σφαίρα του παραλόγου -όταν η ίδια ξοδεύει εκατομμύρια για το φεστιβάλ, να μη μεταδίδει μετά τα τραγούδια που συμμετέχουν. Τι να περιμένεις, δηλαδή, από τον κόσμο; Να τα γράψει την ημέρα της μετάδοσης σε Dvd, για να τα ακούει μετά;
Ομως, δεν είναι εκεί το θέμα. Το Φεστιβάλ Τραγουδιού καλώς κάνει και υπάρχει, παρά τις όποιες ενστάσεις. (Σίγουρα θα ήταν πολύ καλύτερα να γίνεται στην καρδιά της Θεσσαλονίκης, στο Παλέ ή στο Λιμάνι, να έχει περισσότερες παράλληλες συναυλίες από όλο το φάσμα της μουσικής σκηνής- από παραδοσιακά μέχρι χαρντ ροκ συγκροτήματα κι από τον Χατζηγιάννη μέχρι τους «Active Member», να συνεχίζει να υποστηρίζεται από την ΕΡΤ, όχι μόνο μια εβδομάδα, αλλά και πενήντα δύο εβδομάδες). Το θέμα είναι ΠΟΙΟΙ και με ΠΟΙΟ κριτήριο αποφασίζουν και διατάσσουν ΤΙ και ΠΟΙΟΥΣ θα ακούμε!
Διαβάζοντας τα στοιχεία της έρευνας που κάναμε σε συνεργασία με τα «Public» και που σήμερα δημοσιεύουμε, τρίβουμε τα μάτια μας. Ούτε λίγο ούτε πολύ διαπιστώνουμε ότι άλλα θέλει ο κόσμος και άλλα του προσφέρει η βιομηχανία του θεάματος. Διότι, πώς αλλιώς εξηγείται το ότι ο κόσμος προτιμάει το ελληνικό έντεχνο τραγούδι και τη ροκ μουσική (με ποσοστά 43% και 42% αντίστοιχα) και το ότι η πόλη είναι γεμάτη με αφίσες λαϊκο-ποπ «ινδαλμάτων» και νικητών σε ριάλιτι της κακιάς συμφοράς; Πώς εξηγείται το ότι ο κόσμος θέλει συναυλίες, το ότι δεν υπάρχει ούτε ένας μεγάλος συναυλιακός χώρος και το ότι πρέπει να «μπουζουριάζονται» μερικές χιλιάδες κόσμος σε ένα περίπτερο της ΔΕΘ, όπως συνέβη προχθές με τους Placebo, που είχαν την… ατυχία να γίνουν sold out και να χρειαστεί να μεταφερθούν σε άλλο χώρο κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή; Πώς γίνεται να μας έχουν κολλήσει τη «ρετσινιά» της «πόλης-σκυλάδικου», όταν «βουλιάζει» το Παλέ στη συναυλία για το Μάνο Λοΐζο, όταν στη συναυλία των Αρβανιτάκη - Ξυδάκη είμαστε «πατείς με πατώ σε», όταν κλείνουν δρόμοι, για να ακουστεί η ποιήτρια Κική Δημουλά; Μήπως είναι τυχαίο - μου το έχουν πει άνθρωποι που εργάζονται χρόνια στις δισκογραφικές - ότι εκείνοι που ακούν όσα παίζονται στα μαγαζιά της νύχτας είναι οι καλύτεροι πελάτες των πειρατικών Cd, ενώ, αντίθετα, αυτοί που ακούν έντεχνο ελληνικό και ξένο είναι σταθεροί πελάτες των δισκοπωλείων και των on-line καταστημάτων;
Οχι, δεν ισχυρίζεται κανείς ότι έχουμε κάνει μαζική «στροφή στην ποιότητα». Ούτε ότι όλο το εύπεπτο λαϊκό τραγούδι των ημερών είναι για τα σκουπίδια. Ούτε καν ότι όλα τα νυχτερινά κέντρα είναι για τα σκουπίδια, ότι οι πελάτες τους είναι λούμπεν και περιθωριακοί, ότι ακόμη και κάποιος που ακούει έντεχνο δε θα (πρέπει να…) πάει έστω και μία φορά το χρόνο σε αυτά. Ολα χρειάζονται και όλα είναι μέσα στο παιχνίδι κι ευτυχώς δεν υπάρχει ακόμη... Αστυνομία της αισθητικής. Αλλωστε, ένα από τα καλύτερα τραγούδια των τελευταίων χρόνων είναι το «Πόσο σ’ αγαπώ» του Σταμάτη Κραουνάκη. Κι ας έγινε γνωστό ως το τραγούδι των τίτλων της «Μαρίας της Ασχημης». Ισα ίσα αυτό αποδεικνύει ότι τα αληθινά διαμάντια όχι μόνο δε χάνουν τη λάμψη και την αξία τους, ακόμη και μέσα στις τηλεοπτικές λάσπες, αλλά και περνούν από χείλι σε χείλι και δεν ξεχνιούνται μόλις σβήσει η μικρή οθόνη. Εκείνο που λέμε είναι ότι ο κόσμος θέλει και αξίζει το καλύτερο και όχι εκείνο που του πουλάνε με το ζόρι και το στανιό.

Αντρέας Παναγόπουλος
apanagopoulos@ekdotiki.gr

No comments: