Sunday, June 3, 2007
Κική Δημουλά
«Δεν ήρθε κι ένα απόγευμα που να μη γίνει βράδυ. Και όνειρο σημαίνει να έρθει κι ένα απόγευμα που να μη γίνει βράδυ, να έρθει κι ένα όνειρο που να μη γίνει άνθρωπος, να έρθει κι ένας άνθρωπος που να μη γίνει όνειρο..» (από το «Λίγο του κόσμου»).
της Παυλίνας Εξαδακτύλου, pavlina6ktilou@yahoo.gr
φωτ.: Γρηγόρης Σιαμίδης
Εκείνο το ανοιξιάτικο απόγευμα του Μαΐου, που η Κική Δημουλά διάβασε για πρώτη φορά ποιήματά της στη Θεσσαλονίκη, ούσα καλεσμένη του Γιώργου Κορδομενίδη για τα είκοσι χρόνια που κλείνει φέτος το λογοτεχνικό περιοδικό «Εντευκτήριο», το βράδυ σίγουρα δεν... ήρθε ποτέ για όλους εκείνους που κατέκλυσαν το χώρο του «Εντευκτηρίου» στη Δεσπεραί.
Ενός λεπτού μαζί
Μια μαύρη κουρτίνα, να θυμίζει θεατρική σκηνή, και στο κέντρο μια καρέκλα. Ενα ακουμπισμένο, σ' ένα μεταλλικό τραπέζι, μικρόφωνο κι ένα τασάκι. Η εκδήλωση ξεκινά στις 8 μ.μ. κι όμως, μισή ώρα νωρίτερα, ο χώρος του «Underground Εντευκτηρίου» είναι ήδη ασφυκτικά γεμάτος. Αλλοι περιμένουν όρθιοι κι άλλοι στέκονται ακόμη κι έξω, περιμένοντας να παρακολουθήσουν την εκδήλωση, έστω και μέσα από τον προτζέκτορα που έχει στηθεί στην είσοδο του «Εντευκτηρίου». «Θα της φτάσει άραγε το φως;», αναρωτιέται ο Γιώργος Κορδομενίδης και ψιθυρίζει πως δεν πρόλαβε να κάνει πρόβα, επειδή την έπιασαν στα λόγια οι φίλες της. Τι να την κάνει, άλλωστε, την πρόβα μια Κική Δημουλά;
Χωρίς να καθυστερήσει ούτε ένα λεπτό, φτάνει στο «Εντευκτήριο» συνοδευόμενη από την κόρη της και ο κόσμος ξεσπά σε χειροκροτήματα.
Συγκινημένη, σχεδόν δακρυσμένη από τη μεγάλη ανταπόκριση, κυρίως των νέων, ανεβαίνει στη σκηνή που έχει στηθεί. Θέλει να πει δυο λόγια, προτού αρχίσει την ανάγνωση. «Σας ευχαριστώ που βρίσκεστε εδώ, αλλά δεν μπορώ να σας υποσχεθώ ότι θα σας δώσω χαρά. Οι άνθρωποι γράφουμε από φόβο προς τα πτερόεντα λόγια. Γράφουμε για ν' απωθήσουμε το πόσο πτερόεντα όντα είμαστε. Αυτός που γράφει, στην πραγματικότητα δεν έχει ιδέα για το τι είναι ποίηση». Θέλει να μιλήσει και για την πόλη. «Η Θεσσαλονίκη είναι η πρωτεύουσα των αισθημάτων μου. Με μαγεύει και κάθε φορά είναι σαν να την ανακαλύπτω για πρώτη φορά. Η πόλη αυτή μου στερεί τους μακρόχρονους δεσμούς με πρόσωπα που ζουν εδώ, αλλά παράλληλα τους προφυλάσσει από τα “τρακαρίσματα” που προκαλούν οι συχνές συναντήσεις στις διαβάσεις της τριβής».
«Οχι, δεν είμαι λυπημένη»
Ξεκινά με το «Πέρασα». «Μίλησα πολύ. Στους ανθρώπους, στους φανοστάτες, στις φωτογραφίες. Και πολύ στις αλυσίδες. Εμαθα να διαβάζω χέρια και να χάνω χέρια. Οχι, δεν είμαι λυπημένη». Συνεχίζει με τη «Σκόνη», το «Γας Ομφαλός» και το τσιγάρο της έχει ήδη μισοσβηστεί στο τασάκι. «Κονιάκ μηδέν αστέρων», «Η λιποταξία της Χιονάτης», «Επώδυνη αποκάλυψη». Ο καπνός φαίνεται να την πνίγει. Αρνείται πεισματικά να βήξει, για να μην «αμαυρώσει» την ατμόσφαιρα της ανάγνωσης. «Διδακτική ύλη», «Σαν να διάλεξες» και «Σπάνιο δώρο».
«Τίποτα. Οταν σας ζητάνε αγκαλιά, μολών λαβέ μωρό μου, μολών λαβέ να απαντάτε». Ο κόσμος ζητά επίμονα τον «Πληθυντικό αριθμό». «Σωστά. Μεγάλο πράγμα ο έρωτας», σχολιάζει. Θέλει να κλείσει με τη «Μαύρη γραβάτα». Ενα κορίτσι της ζητά το «Αφησα να μην ξέρω». Το διαβάζει κι αυτό και η αυλαία πέφτει. Τα μάτια της είναι ακόμη υγρά. Χειροκρότημα. Ο κόσμος την έχει περικυκλώσει. Η αύρα της έχει περικυκλώσει τον κόσμο. Μιλά με όλους, υπογράφει, αγγίζει. Είναι τόσο απλή μέσα στη μεγαλοσύνη της. Το κορίτσι που της ζήτησε το «Αφησα να μην ξέρω», την πλησιάζει. Εκείνη προσφέρεται να της το διαβάσει ξανά. Είναι σαν να το 'χει ήδη κάνει. Την συμβουλεύει να «μην ξέρει». «Από τον κόσμο των γρίφων φεύγω ήσυχη. Δεν έχω βλάψει στη ζωή μου αίνιγμα: δεν έλυσα κανένα».
Τα φώτα σβήνουν κι όμως δε σκοτεινιάζει. Η Κική Δημουλά φεύγει κι όμως είναι ακόμη εκεί. Ξημερώνει Κυριακή.
«Αχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,
πώς μοιάζουν στους τυφλούς οργανοπαίχτες
στους δρόμους τους εμπορικούς, τις Κυριακές».
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment