Wednesday, March 28, 2007

«Αγαπάει η Θεσσαλονίκη το θέατρο;»


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΗΓΑΣ

Σπάνια καλλιτέχνες με τους οποίους κανονίζεις ραντεβού για συνέντευξη σού αφήνουν το περιθώριο να διαλέξεις εσύ τον τόπο και το χρόνο. Ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Γιάννης Ρήγας – ένας από τελευταίους μαθητές του Καρόλου Κουν– δεν είχε κανένα απολύτως πρόβλήμα. «Στο Stretto, που είναι και στη γειτονιά σας. Στις 11.30». Ηρθε στην ώρα του. Κι ας ασχολείται νυχθημερόν με τους «Πανδαιμόνιο 7» μία αστική, μη κερδοσκοπική εταιρία που έφτιαξε με μια παρέα φίλων ανεβάζοντας παραστάσεις και συνδιοργανώνοντας συναυλίες. Για το μόνο που δεν αφήνει περιθώριο είναι ο ενικός. Τον επιβάλλει. Παραγγείλαμε από έναν εσπρέσο και... on.

της Δήμητρας Κεχαγιά, dkexagia@ekdotiki.gr
Φωτ. Γρηγόρης Σιαμίδης

Γεννήθηκες στην Αφρική και μεγάλωσες στην Κύμη της Εύβοιας. Εζησες για χρόνια στην Αθήνα και γύρισες όλο τον κόσμο. Είσαι πια μόνιμος κάτοικος Θεσσαλονίκης;
Ετσι λέει πλέον η ταυτότητα. Είμαι εδώ γιατί αγαπώ και με αγαπούν. Αλλιώς δε θα έμενα. Η γιαγιά μου έλεγε «να πηγαίνεις εκεί που σ’ αγαπούν, παιδί μου».

Πότε άρχισε το φλερτ σου με το θέατρο;
Στο σχολείο, επί χούντας, έπεσα πάνω σε δασκάλους που δεν ακολουθούσαν κατά γράμμα την εγκύκλιο ύλη. Είχαν την ανάγκη να μεταλαμπαδεύσουν στα παιδιά κάτι ουσιώδες. Πόσο μάλλον σε μια εποχή που δεν επιτρεπόταν να διαβάσεις Ρίτσο. Με το ζόρι διάβαζες Καβάφη και Σεφέρη. Οταν ξεκίνησα να σπουδάζω θέατρο, είχαμε πάρτι στο σπίτι. Πάντοτε είχα στήριξη. Από εκεί και έπειτα ήταν νομοτέλεια. Κατέληξα στο θέατρο. Και ήμουν και τυχερός, γιατί κατέληξα στο Θέατρο Τέχνης, στον Κουν. Υπήρχε μια σειρά συμπτώσεων που με οδήγησαν εκεί.

Επειδή αναφέρθηκες σε «φωτισμένους» δασκάλους και στον Κουν, υπάρχουν σήμερα «μεγάλοι» ηθοποιοί, σκηνοθέτες, σεναριογράφοι;
Οι ρυθμοί της εποχής επιδιώκουν να τους αλέσουν μαζί με τους άλλους. Αλλά οι φωτισμένοι δεν αλέθονται. Θα παραμείνουν εκεί. Με προσωπικό κόστος. Οση πενία κι αν υπάρχει στον πνευματικό χώρο, δάσκαλοι υπάρχουν.

Αν ήσουν σήμερα 20 χρόνων ποιο επαγγελματικό δρόμο θα επέλεγες να ακολουθήσεις;
Θα έκανα τα ίδια. Θα είχα τα αφτιά και τα μάτια ανοιχτά για να δω τι είναι εκείνο που δε με χαϊδεύει, αλλά επιδιώκει να συνομιλήσει επί της ουσίας μαζί μου. Και εκεί θα πήγαινα. Θα απέφευγα εκείνους που μου τάζουν πολλά. Εκείνους που μιλούν πολύ για το παρελθόν. Θα συμπορευόμουν με εκείνους που το κόστος αυτών που λένε θα ήταν προσωπικό.

Πώς διαχειρίζεσαι τα απωθημένα σου;
Τα κάνω παράσταση. Πολλές υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι όταν δε μιλάς προσωπικά αλλά μιλάς για τους πολλούς, έτσι θα έχεις και επιτυχία. Είμαι πιο μπρεχτικός. Οσο πιο προσωπικό είναι αυτό το οποίο διατυπώνεις τόσο περισσότερο αφορά τους άλλους.
Δε μ’ αρέσει να πηγαίνω στα ιατρεία που είναι φτιαγμένα για όλους, αλλά σε εκείνα που είναι φτιαγμένα με την αισθητική του γιατρού. Εκεί αισθάνομαι ασφαλής. Εκεί μπορώ να συνομιλήσω.

Οι «Πανδαιμόνιο 7»

Στις 23 Μαρτίου κλείσατε δύο χρόνια καλλιτεχνικής παρουσίας στη Θεσσαλονίκη. Πώς τα πήγατε;
Σε επίπεδο καλλιτεχνικό, νομίζω, καλά. Στα τέσσερα θεατρικά κείμενα που ανεβάσαμε, παρουσιάσαμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα συγγραφείς, ανεβάσαμε ένα κλασικό κείμενο, ενώ ασχοληθήκαμε με το ευρωπαϊκό και το αμερικανικό θέατρο. Ακόμη παρουσιάσαμε ένα ολοκαίνουργιο έργο της Μαρίας Ευσταθιάδη, δηλαδή ασχοληθήκαμε και με το νεοελληνικό θέατρο. Αυτό το παρουσιάσαμε υπό μορφή αναλογίου μόνο στην Αθήνα. Ανοίξαμε εργαστήριο θεάτρου, το οποίο λειτουργεί όλο το χρόνο.

Ποιο είναι το βασικό κριτήριο στην επιλογή των θεατρικών κειμένων;
Η απλή απάντηση είναι «γιατί σου αρέσει». Δεν είναι, όμως, τόσο απλό. Είναι ένα συνονθύλευμα πραγμάτων που συμβαίνουν. Ο καλλιτέχνης είναι πολιτικό ζώο. Ζει στους καιρούς και στους καιρούς του. Δηλαδή πολιτεύεται· με την έννοια ότι καταθέτει την άποψή του στον κοινωνικό του χώρο. Η άποψη δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική. Εκφράζει γνώμη. Ερμηνεύει. Αρα ζώντας τον καιρό του, δεν μπορεί παρά αυτό που επιλέγει εντέλει να έχει σχέση με την άποψή του για τον κόσμο. Αλλοτε είναι σύγχρονος, άλλοτε προηγείται, άλλοτε έπεται. Ενα από τα μαρτύρια εκείνου που ασχολείται με το θέατρο, για να μπορέσει να ζήσει κιόλας από αυτό, είναι το πότε είναι σύγχρονος με τον καιρό. Οταν προηγείσαι, ξέχνα το. Συχνά η κοινωνία ακολουθεί ασθμαίνοντας και δύσκολα διακρίνει εκείνο που της προτείνεις. Μπορεί αν κάτι το παρουσίαζες έπειτα από δύο χρόνια, να ήταν ο σωστός χρόνος. Δεν ξέρεις ποτέ.

Τι θα θεωρούσες μεγάλη επιτυχία για την ομάδα;
Θα φορέσω το χαμόγελο όταν θα γίνουμε βιώσιμοι οικονομικά. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να κάνεις θέατρο στη Θεσσαλονίκη. Εξοντωτικό.

Θέατρο στη Θεσσαλονίκη

Λες ότι είναι εξοντωτικό να κάνει κάποιος θέατρο στη Θεσσαλονίκη, αλλά υπάρχουν πολλές ομάδες σήμερα στην πόλη.
Ναι, αλλά για ποια επαγγελματικά θέατρα μιλάμε; Η Αθήνα έχει 150 σκηνές, χώρια τους θιάσους, και διπλάσιο αριθμό ερασιτεχνικών ομάδων. Η Θεσσαλονίκη έχει ένα μεγάλο αριθμό ερασιτεχνικών ομάδων, αλλά επαγγελματικές στέγες δεν έχει.

Πώς γίνεται ο διαχωρισμός;
Πρώτον, με τα οικονομικά. Δεύτερον, με την ποιότητα και τον επαγγελματισμό της εργασίας. Ο επαγγελματίας επιδιώκει να ζήσει από αυτό και απευθύνεται στο κοινό, αλλιώς δεν υπάρχει.

Είναι, λοιπόν, εφικτό να κάνεις εδώ θέατρο;
Μένω γιατί πιστεύω ότι είναι. Από την άλλη, είναι τόσο δύσκολο να φτάσεις στο κοινό της πόλης. Ιδιαίτερα όταν δεν έχεις για «όπλα» σου γνωστούς ηθοποιούς ή συντελεστές, οι οποίοι ενώ είναι εξαιρετικοί στην εργασία ή στην τέχνη τους, δεν είναι γνωστοί μέσα από άλλα κανάλια. Για να είμαι συγκεκριμένος από τα τηλεοπτικά. Πες μου, σε παρακαλώ, ποιος θίασος θα έρθει από την Αθήνα, ο οποίος δε θα έχει τηλεοπτικό σταρ και θα περάσει καλά εδώ; Κανένας. Τρέχουμε πίσω από κούφια ονόματα και την ίδια στιγμή η πόλη παράγει ένα καλό καλλιτεχνικό προϊόν, το οποίο αγνοούμε, για πολλούς λόγους. Επειδή τα ίδια τα σχήματα δεν έχουν τον τρόπο να σπάσουν φράγματα. Να περάσουν απέναντι.

Αν μπορούσες να φτιάξεις τη δική σου θεατρική στέγη στη Θεσσαλονίκη, πού θα την άνοιγες;
Σίγουρα δυτικά. Κάπου στο Βαρδάρι. Εχω εντοπίσει ένα μαγικό χώρο, στο σημείο ακριβώς όπου πρέπει. Θα ήταν ένα θέατρο μεσαίας χωρητικότητας. Οχι υπόγειο· ισόγειο και πολύ ψηλοτάβανο. Να έχει τη δυνατότητα να μετατρέπεται. Ενας χώρος λαμπερός. Να μην έχει ίχνος μιζέριας. Καμία περιττή πολυτέλεια. Να είναι ανθρώπινο. Ολα να είναι στα ανθρώπινα μέτρα, εκτός από τη σκηνή. Η σκηνή θα τα υπερέβαινε. Η σκηνή πρέπει πάντα να μας δίνει το μέτρο του ανθρώπου, άρα να τον υπερβαίνει κατά πολύ.

Τι νιώθεις ότι λείπει περισσότερο σήμερα από την πόλη;
Η Θεσσαλονίκη από πάντα ήταν μεταπρατική πόλη. Εμπορική, λιμάνι. Δεν κάθονται τα πράγματα. Δεν είναι εντυπωσιακό που σπουδαίοι άνθρωποι ξεκίνησαν από δω κι ελάχιστοι παρέμειναν. Η πόλη κοιτάει τη θάλασσα. Τη διαφυγή της. Ενώ θα έπρεπε να οραματιστεί προς τα πάνω. Υποτίθεται ότι βλέπει τον ορίζοντα. Τον βλέπει ή απλά χαζεύει και αναπολεί περασμένα μεγαλεία ή το πού θα βρει τα μεγαλεία;
Αντί να αφήσει τον επαρχιωτισμό, την καχυποψία, το ποιος είναι στο βρακί του άλλου και να πάει στα ουσιώδη. Εχοντας αυτήν την ιδιομορφία η πόλη, αυτό που μου λείπει είναι περισσότερη συνομιλία για εκείνα που πραγματικά μας απασχολούν. Ναι, υπάρχουν θύλακες. Αλλά ποιους αφορούν;


Ποιος παίζει;
Εχω βαρεθεί αυτήν την ερώτηση. Οπως και την άλλη: «Είναι καλό το έργο;». Τι πάει να πει είναι καλό. Πήγαινε, να δεις θέατρο. Ξεχάσαμε ότι δεν πάω να συμμετάσχω στη διαδικασία της τέχνης, επειδή είναι καλό, αλλά επειδή αυτό με εξανθρωπίζει. Αυτό μου δίνει ερμηνεία του κόσμου. Επειδή ενδεχομένως θα μου αλλάξει τη ζωή. Το θέατρο το εκτιμούμε, αλλά δεν το σεβόμαστε.


Για την τηλεόραση
Η συνθήκη που επιβάλλει η τηλεόραση στον ηθοποιό είναι άγρια. Ξέρεις τι είναι να πηγαίνεις στις 7 το πρωί, να σου δίνουν ένα κείμενο και να σου λένε “πες το”; Αποστειρώνεται. Υπάρχει, βέβαια, κι ο αντίλογος. Αν στη Θεσσαλονίκη, για παράδειγμα, η ΕΤ3 έκανε παραγωγές οι ηθοποιοί θα έφευγαν πολύ πιο δύσκολα στην Αθήνα. Γιατί η Θεσσαλονίκη έχει καλούς ηθοποιούς, οι οποίοι σπαταλώνται. Αυτό το γνωρίζω και από τον καιρό που ήμουν στο ΚΘΒΕ. Υπήρχαν εξαιρετικοί ηθοποιοί που είχαν τη χαρά της δημιουργίας και το μαράζι ότι η δουλειά τους δε θα γινόταν ποτέ γνωστή. Είναι άγριο αυτό».


Επόμενη παράσταση
Τις επόμενες εβδομάδες θα ανεβάσουν το έργο «Ο Ιάκωβος και ο αφέντης του» του Μίλαν Κούντερα. Ενα κείμενο «εμπνευσμένο και βαθιά επηρεασμένο», σημειώνει ο Γιάννης Ρήγας, από το «Ζακ Μοιρολάτρη» του Ντενίς Ντιντερό.
Το έργο αυτό ο ίδιος το έχει ξανανεβάσει στη Θεσσαλονίκη με το ΚΘΒΕ. Με αυτό εγκαινιάστηκε το Μικρό Θέατρο στη Μονή Λαζαριστών. Γιατί ξανά; «Το κάθε έργο δεν είναι ο μύθος του. Είναι η ερμηνεία του. Τότε ήταν άλλη εποχή. Εχω ανάγκη να ξαναδιαβάσω το κείμενο και να μιλήσω στην εποχή μου με αφορμή αυτό το κείμενο. “Ο Ιάκωβος και ο Αφέντης” διασχίζουν τον κόσμο με τα πόδια –μια που στη σκηνή δεν μπορούν να υπάρχουν άλογα– και πλάθουν με τη φαντασία τους πλάσματα, τα οποία εμφανίζονται στη σκηνή για να δημιουργήσουν ιστορίες. Είναι μαγικό έργο».


Η Θεσσαλονίκη και το κοινό της
Η πόλη κοιμάται. Εχεις να παλέψεις με τον «πόλεμο» της αφίσας. Προσπαθείς μέσω της αφίσας να κάνεις γνωστό το προϊόν σου. Στις τοπικές εφημερίδες διεκδικείς το χώρο που σου αναλογεί μέσα στην πόλη. Τηλεοπτικός χρόνος δε σου δίνεται. Εχεις να κάνεις με ένα κοινό το οποίο κάθε φορά σπαζοκεφαλιάζεις πώς να το ιντριγκάρεις, πώς να του δημιουργήσεις το κίνητρο να πάει στο θέατρο.
Εχω μεγάλα ερωτηματικά. Αγαπάει το κοινό της Θεσσαλονίκης το θέατρο; Γιατί, όταν ήρθα εδώ, άλλα μου έλεγαν. Οτι το κοινό εδώ ξέρει από θέατρο, είναι δύσκολο και απαιτητικό. Δεν το βλέπω αυτό. Το στοίχημα είναι πολύ δύσκολο. Και αυτό συμβαίνει σε όσους καλλιτέχνες και σχήματα έχουν πάρει απόφαση να μείνουν και να δουλέψουν με τους όρους που πιστεύουν ότι τους αντιπροσωπεύουν.
Αυτήν τη στιγμή είμαστε ένας θίασος που παράγουμε πολύ καλή δουλειά. Πρέπει πλέον –και αυτό κάνουμε– να την παρουσιάσουμε στην Αθήνα, για να μπορέσει εκεί να επιβεβαιωθεί η ποιότητά της. Οχι. Η ποιότητα πρέπει πρώτα να επιβεβαιώνεται εδώ και γι' αυτόν το λόγο να πηγαίνει στην Αθήνα. Οχι να υπάρχουμε στη Θεσσαλονίκη, επειδή επιβεβαιωθήκαμε στην Αθήνα.

No comments: