Της Σόνιας Ταλαντινού
Αγαπημένη μου κάρτα,
σου γράφω μετά από καιρό. Μπορεί να λες ότι σε παραμελώ τώρα τελευταία, αλλά δεν είναι έτσι. Νομίζω ότι σου έχω αφιερώσει πολύ χρόνο και ψυχή τόσα χρόνια, τόσα που ούτε σε ανθρώπους δεν έχω προσφέρει.
Η ιστορία ξεκινάει από τα 18 μου, όταν σε ανακάλυψα στο πορτοφόλι της μαμάς. Μου φάνηκε πολύ ενήλικο να σε περιφέρω και να σε χρησιμοποιώ παντού. Βέβαια, δεν ήταν ιδιαίτερα ενήλικο το να μη σε πληρώνω. Γι' αυτό κι ένα μεσημέρι τηλεφώνησαν σπίτι από την τράπεζα -βρήκαν κι αυτοί την ώρα, από τις ελάχιστες φορές που τρώγαμε οικογενειακώς- και μας αναστάτωσαν. Και να πεις ότι ψώνιζα τίποτα σπουδαίο. Μόνο παπουτσάκια αγόραζα, η φτωχή. Και κόντεψε ο πατερούλης να πάθει το διπλό εγκεφαλικό και να του βγει η σούπα απ' τα ρουθούνια. Η μαμά, που κάτι υποψιαζόταν έκανε την Κινέζα για λίγο, αλλά για πολύ λίγο. Μετά «την άκουσα» χορωδιακώς και από τους δύο, αλλά δεν μπορούσα να τους εξυπηρετήσω. Το ποσό ήταν πλέον δύσκολο να το κάνω ζάφτι. Αυτό κανονικά έπρεπε να μου γίνει μάθημα, αλλά...
Με το που ξεκίνησα να δουλεύω και να καταθέτω φορολογική δήλωση ανακάλυψα ότι μπορώ και μόνη και ότι δε μου χρειαζόταν πλέον να ξενοκοιτάω το πορτοφόλι της μητερούλας, όλο πόθο. Τα συμπτώματα ξεκίνησαν νωρίς. Μια βόλτα στην αγορά ήταν αρκετή για να εμφανιστούν ταχυπαλμίες, ιδρώτας στις παλάμες, σκοτοδίνες και ζαλάδες. Η λύση, απλή. Εμπαινα, έβλεπα, αγόραζα, σε έδινα στην ταμία κι έφευγα. Αυτό το μηχάνημα ήταν λύτρωση. Με το που περνούσες, χραπ - χρουπ (το παλιό σύστημα), τα συμπτώματα εξασθενούσαν.
Σταδιακά, ανακάλυψα ότι η χρήση σου κάνει καλό στην ψυχολογία. Χώριζα; Να, ένα ζευγάρι μπότες. Εκνευριζόμουν; Να, ένα δερμάτινο. Ψαχνόμουν εσωτερικά; Να, μια μπλούζα με παντελόνι -αυτά τα έκανα σετάκι. Ξέρετε τι γκαρνταρόμπα έχω φτιάξει εγώ με τα ψυχολογικά μου; Και κάθε φορά που έχανα κάτι, ανθρώπους, ψυχραιμία, αυτοπεποίθηση, το έχανα διπλάσια από τον τραπεζικό λογαριασμό.
Δεν ήσουν φίλη εσύ, φίδι ήσουν. Σαν ναρκωτικό που με ηρεμούσε για λίγο και μετά ήθελα κι άλλο. Κι άλλα παπούτσια, κι άλλα παπούτσια... Θαρρείς και ήμουν σαρανταποδαρούσα. Θαρρείς κι αν τα φορούσα όλα μαζί κι έτρεχα θα ξέφευγα. Ξεφεύγει, όμως, κανείς από τον εαυτό του; Γιατί αυτός μιλούσε, αλλά εγώ του είχα βουλώσει το στόμα με τσιρότο.
Αργότερα, βρήκα και συνεξαρτημένο. Ο Θ. έλεγε ότι κάποια φορά που θα πάμε στα ATM για ανάληψη, θα κατεβεί σύστημα με χειροπέδες να μας συλλάβει και θα μας κρατάει δεμένους στο μηχάνημα μέχρι να έρθει το περιπολικό. Γιατί οι τράπεζες δεν είναι φίλοι μας, οι Γερμανοί είναι. Αθάνατε Αρτέμη! Και για να διασκεδάσουμε την κατάντια μας, ονειρευόμασταν ότι κερδίζαμε το ΛΟΤΤΟ και πηγαίναμε στην τράπεζα να κάνουμε κατάθεση, αλλά με κέρματα των 5 σεντς. Να μετράνε, να μετράνε και να μην τελειώνουν. Αχ, να το ευχαριστηθούμε, που μας έχουν πιει το αίμα, τα βαμπίρ.
Μεγαλώνοντας, αποφάσισα να συμμαζευτώ. Γέλασε κανείς; Τότε ήταν που ανακάλυψα μια άλλη φίλη με το ίδιο σύνδρομο. Δε λένε ότι οι άνθρωποι τους οποίους συναντάμε στη ζωή είναι οι αδελφές ψυχές μας; Με αυτήν, που λες, όταν ταξιδεύουμε έξω και μας τελειώνουν τα χρήματα, γιατί τα έχουμε ψωνίσει, κάνουμε έφοδο στις μπουτίκ των μουσείων και ξεδίνουμε με σουβενίρ. Τέτοιο χάλι!
Τώρα που ανακάλυψα και το on line shopping ποιος με πιάνει. Η αστυνομία ίσως; Η πρώτη μου παραγγελία ήταν σκέτη αποτυχία. Δεν υπήρχε στοκ από -μη μου πεις, το βρήκες!- τα παπούτσια που ζήτησα. Μήπως ήταν σημάδι που μου έδειχνε ότι πρέπει να παραμείνω «καθαρή»;
Τώρα που ετοιμάζομαι για ταξίδι, λέω να πάρω μαζί μου μια ξαδέλφη σου που έχει 0 υπόλοιπο. Φοβάμαι πώς θα ξανακυλήσω. Αν νιώσω πάλι στερητικό δε θα είναι από στενοχώρια ή κενό. Τέλειωσαν τα ψέματα. Θα είναι από την καταραμένη εξάρτηση, που δε γιατρεύεται και που σε κάνει να τα θες όλα. Κι όταν τα αποκτήσεις, τότε αρχίζουν τα κενά.
Με αγάπη,
Η σαρανταποδαρούσα
Sunday, March 4, 2007
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment