Wednesday, March 7, 2007

συνάντηση με τον Θάνο Μικρούτσικο

Στον Αντρέα Παναγόπουλο (apanagopoulos@ekdotiki.gr)


Καλώς ήλθατε και πάλι στη Θεσσαλονίκη.

Καλώς σας βρήκα

Μέσα στα χρόνια αισθάνεστε ότι έχετε αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση με την πόλη;

Κατ' αρχήν θα ήθελα να αποφύγω πλήρως τα περί ερωτικής πόλης και όποιας άλλης ανοησίας ακούγεται. Υπάρχει πράγματι μια ειδική σχέση, που ξεκινάει από τα τέλη του ’70, η οποία ήταν κατά τη γνώμη μου και μια καλή περίοδος για την πόλη. Ηταν τότε που ανέβασα στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, υπό τη διεύθυνση του Μίνου Βολωνάκη, το «Φουέντε Οβεχούνα». Και λέω μια ειδική σχέση, διότι εκείνη περίπου την εποχή συνέβη κάτι που θα κουβαλάω για πάντα στη ζωή μου. Λίγα χρόνια αργότερα, από το '82 μέχρι και
το '86, κατά κάποιο τρόπο μετέφερα την καλλιτεχνική μου δράση στο εξωτερικό και κυρίως σε γαλλόφωνες πόλεις. Ηταν μια περίοδος που έκανα ελάχιστη δισκογραφία και μόνο κλασική. Συναυλίες σχεδόν καμία. Ημουν σχεδόν απών από τα ελληνικά πράγματα.

Μιλάμε για την περίοδο μετά το «Eμπάργκο».

Ακριβώς μετά. Τότε λοιπόν ο σύλλογος «Μουσηγέτης» έκανε μια πανελλαδική επιστημονική έρευνα -την πρώτη και μοναδική από τότε- για τη μουσική, η οποία βγήκε και σ' ένα βιβλίο 1.200 σελίδων. Η έρευνα αφορούσε τις μουσικές προτιμήσεις των Νεοελλήνων σε επίπεδο αστικό, περιφέρειας, αγροτικών περιοχών, ανά διαμέρισμα, νομό, περιφέρεια. Και επειδή λοιπόν έλειπα, δεν ήμουν στις πρώτες θέσεις των πιο δημοφιλών συνθετών. Εκτός από μια πόλη: στη Θεσσαλονίκη ήμουν πρώτος. Αυτό το πράγμα το χρωστάω σε αυτή την πόλη. Κι ας βάρυνε λίγο αργότερα αυτή η σχέση…

Πότε αισθανθήκατε ότι βάρυνε;

Νομίζω τότε που έγινα υπουργός και λίγο μετά την Πολιτιστική Πρωτεύουσα. Τότε έδειξε μια εσωστρέφεια η Θεσσαλονίκη. Πιστεύω, πάντως, ότι υπάρχει μια εξαιρετική σχέση, τουλάχιστον με τη γενιά στην οποία ανήκω, αλλά και με τους νεότερους. Και είναι κάτι που το εισέπραξα και πριν ενάμιση χρόνο στο Θέατρο Γης, παρουσιάζοντας ολοκληρωμένη τη δουλειά του Καββαδία. Ενα θέατρο που είχε ξεχειλίσει, όταν με 6.000 εισιτήρια είχαν έλθει 7.000 άνθρωποι. Θεωρώ ότι είναι μια ιδιαίτερη πόλη για μένα. Από την άλλη πλευρά όμως, θεωρώ ότι κι αυτή η πόλη, όπως και η Αθήνα και η Πάτρα, όπως και πολλές άλλες της Ευρώπης, με πάνω από 2-3 εκατομμύρια κατοίκους, έχει υποστεί τη φθορά του συνεκτικού, κοινωνικού της δεσμού. Η σχέση μου όμως με τη Θεσσαλονίκη κρατάει πάνω από 30 χρόνια.

Γιατί «Υπέροχα μονάχοι»;

Κατ’ αρχήν επέλεξα αυτό το στίχο από το πρώτο τραγούδι, το «Αργώ» του Αλκαίου, όχι επειδή ήθελα να παραξενίσει ή να είναι απλώς ένας έξυπνος τίτλος, αλλά γιατί αισθάνομαι αυτό το «Υπέροχα μονάχοι» τα τελευταία χρόνια με πολύ έντονο τρόπο.

Υπέροχα μονάχοι μέσα σε τι;

Θεωρώ ότι υπάρχει μια βαρβαρότητα στην καθημερινότητά μας, που -ειδικά τα τελευταία 10-12 χρόνια- έχει έναν εκφραστή, χωρίς να σημαίνει ότι μόνο αυτός την παράγει. Είναι η εικόνα. Είναι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, το σύνολο των τηλεοράσεων κι αυτό που εκπέμπουν. Αυτές δημιουργούν συνήθειες στον κόσμο, με αποτέλεσμα το γούστο να γίνεται όλο και ευτελέστερο. Και θα έλεγα ότι, αν δεν υπήρχε ακόμη ένα λαϊκό ήθος στον κόσμο, έστω και βαριά τραυματισμένο, θα είχαμε χαθεί. Εμείς λοιπόν, που ξεκινήσαμε σε μια άλλη εποχή και είχαμε σαν κύριο χαρακτηριστικό το «εμείς», βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή απέναντι στη βάρβαρη αντιμετώπιση του «εγώ». Οι τηλεοράσεις σπρώχνουν τα πράγματα, ενισχύοντας το «εγώ». Σου λένε «εσύ μπορείς», «εσύ θα κερδίσεις», «εσύ έλα στο Super Deal να πάρεις 500 χιλιάδες ευρώ». Εσύ, ο ένας ανάμεσα στις 600 χιλιάδες αιτήσεις αυτών που θέλουν να μπουν στο παιχνίδι. Εχει φύγει πια το «εμείς μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα» κι έχει έλθει αυτό το «τουλάχιστον εσύ μπορείς να σωθείς».

Αυτό τι συνέπειες έχει στο χώρο της τέχνης, της μουσικής;

Τεράστιες. Μια από αυτές είναι ο βομβαρδισμός μ' ένα συγκεκριμένο ευτελές είδος. Από το πρωί μέχρι το βράδυ. Και δεν είναι ότι χάσατε όλοι οι δημοσιογράφοι το γούστο σας. Ούτε φυσικά ότι όλος ο κόσμος το έχει χάσει. Διότι μετά θα πούμε ότι οι 7.000 άνθρωποι που μαζεύτηκαν στο Θέατρο Γης είναι μια αβαντ-γκαρντ ελίτ. Εγώ πιστεύω ότι είμαστε πολύ περισσότεροι όσοι αντιπολιτευόμαστε την ευτέλεια.

Αισιόδοξο ακούγεται αυτό…

Το εννοώ. Είμαστε «αντιπολίτευση» και μάλιστα «κοινοβουλευτικό κόμμα». Εντούτοις οι τηλεοράσεις επιμένουν να μας δείχνουν ως… «εξωκοινοβουλευτικούς». Εμείς λοιπόν εμφανιζόμαστε ως μονάχοι, απλώς έχουμε χάσει τις διευθύνσεις ο ένας του άλλου. Δεν είμαστε λίγοι, απλώς είμαστε μονάχοι.

Και το «υπέροχα» που κολλάει;

Στο οτι επειδή εγώ το ξέρω ότι υπάρχουν οι διευθύνσεις, ότι υπάρχει πολύς κόσμος που αντιστέκεται, αισθάνομαι υπέροχα. Εξού και ο τίτλος. Αλλωστε το «Αργώ» δεν είναι τίποτα άλλο από την πορεία της γενιάς μου που έχει απομακρυνθεί από το παλιό όραμα, όμως συνεχίζει να προχωρά. Να προχωρά υπέροχα. Δε γίναμε απαισιόδοξοι. Είμαστε εδώ και αισθανόμαστε πάρα πολύ ωραία που κάθε Παρασκευή και Σάββατο, μέχρι τις 31 Μαρτίου, θα υποδεχόμαστε κόσμο να ακούσει τα τραγούδια μας και να παίζουμε όλοι μαζί, αποδεικνύοντας ότι όλα αυτά δεν είναι θεωρία. Είναι πράξη. Από εμάς και από τον κόσμο.

Μήπως όμως ένα μέρος αυτού του κόσμου που θα έλθει εδώ να σας ακούσει την Παρασκευή το βράδυ, το Σάββατο θα πάει να ακούσει «σκυλάδικο» ή «λαϊκό-ποπ»;

Ακούστε. Επειδή έρχομαι στη Θεσσαλονίκη μετά από την εμπειρία στο «Σταυρό του Νότου», που κράτησε τρεις ολόκληρους μήνες και κάθε Δευτέρα και Τρίτη δεν έπεφτε καρφίτσα, είδα ότι δεν τέμνονται αυτά τα δύο πράγματα. Εκεί που μερικές φορές τέμνονται είναι όταν παρουσιάζω κάποια τραγούδια, που έσπασε ο διάολος το ποδάρι του κι έγιναν πανελλαδικά σουξέ. Δηλαδή από τον Καββαδία, που μέχρι σήμερα έχει πουλήσει ένα εκατομμύριο δίσκους κι έχει περάσει σε τρεις γενιές, οφείλω να πω ότι αυτό το ένα εκατομμύριο είναι μαζί μας.

Δηλαδή όσοι τραγουδούν τη «Ρόζα» ή την «Πιρόγα» θεωρείται ότι ανήκουν στην «αντιπολίτευση» που λέγαμε πριν;

Οχι. Αυτά είναι τα σουξέ που έλεγα ότι έχω κάνει και που καταφέρνουν να αποκαλύψουν αυτό το τραυματισμένο, αλλά όχι εξαφανισμένο λαϊκό ήθος, που εξακολουθεί να υπάρχει και στην «άλλη πλευρά».

Και πώς μπορεί να λειτουργήσει αυτό το λαϊκό ήθος, όταν μέσα σ' ένα μπουζουξίδικο πήχτρα στο γαρύφαλλο ακούγεται το «πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία, πώς η ιστορία γίνεται σιωπή»;

Το είδα να λειτουργεί με τα μάτια μου όταν κάποια στιγμή πήγα να δω το Δημήτρη Μητροπάνο και τον Πασχάλη Τερζή. Οταν ξεκίνησε αυτό το τραγούδι και λίγο πριν σηκωθούν όλοι να το χορέψουν πάνω στα τραπέζια, παρατήρησα τρία δευτερόλεπτα παγωμάρας. Ηταν αυτά τα δευτερόλεπτα του λαϊκού ήθους. Ηταν αυτά τα δευτερόλεπτα που δείχνουν ότι ναι μεν υπάρχει φθορά στο γούστο του κόσμου, κάτω από τη φθορά όμως εξακολουθεί και πάλλεται η ψυχή του. Το ίδιο συνέβη και με την «Πιρόγα».

Αυτή η βαρβαρότητα που μας τριγυρίζει είναι καινούργια ή σήμερα έχει μεγεθυνθεί από τις τηλεοράσεις; Γιατί νομίζω ότι πάντοτε υπήρχαν στον έναν ή τον άλλο βαθμό βαρβαρότητα και σκουπίδια.

Ετσι είναι. Πάντα δίπλα στον Τσιτσάνη, στο Χατζιδάκι, στο Θεοδωράκη, στη δική μου γενιά, που ήταν ο Ξαρχάκος, ο Σαββόπουλος, ο Μαρκόπουλος, ο Μάνος ο Λοΐζος, από εδώ ο Σταύρος ο Κουγιουμτζής, ο Δήμος Μούτσης, εγώ χρονολογικά νεότερος, αλλά σ’ αυτή τη γενιά, πάντοτε δεξιά μας υπήρχε μια γραμμή, στην αρχή ελαφρού τραγουδιού, από χειροτέχνες βέβαια, όπως ο Καπνίσης, αλλά ελαφρό τραγούδι και αργότερα τα «ινδικά»…

…με τις μεγάλες κεραίες στις ταράτσες που «έπιαναν» Νέο Δελχί…

…και αργότερα το τραγικό τότε Φεστιβάλ Τραγουδιού, που ήταν το επι δικτατορίας μικροαστικό τραγούδι. Αυτή η γραμμή υπήρχε πάντοτε. «Ο Γιώργος είναι πονηρός», «Ξανθιά αγαπημένη Παναγιά» του πρίγκιπα και όλες οι γλίτσες που ακολούθησαν μέχρι τις ημέρες μας. Ολα αυτά υπήρχαν κι είχαν ονοματεπώνυμο. Εκείνο που δεν υπήρχε ήταν το τηλεοπτικό μέσο για να εκπέμπει μόνο εκείνη την πλευρά, όπως σήμερα. Γι' αυτό και ήσαν πολύ πιο ισορροπημένα τα πράγματα.

Πότε χάθηκε η ισορροπία;

Από το '90 και μετά, αυτό που ενοποιεί τον ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους δεν είναι πια το σχολείο και η εκκλησία, αλλά η τηλεόραση, η οποία εκπέμπει ένα συγκεκριμένο μοτίβο. Θα σας πω ένα παράδειγμα: δε σας κάνει εντύπωση που ο Σάκης Ρουβάς είναι ίδιος με τον Περουβιανό «Ρουβά» που είναι ίδιος με τον Ρώσο «Ρουβά» που είναι ίδιος με τον Ισπανό «Ρουβά» και είναι ένα πολύ ωραίο παιδί;

Συμπαθέστατο κιόλας.

Οντως. Κι από πίσω έξι κοπέλες χορεύουν με τον ίδιο τρόπο, οι δέσμες φωτισμού με τον ίδιο τρόπο, το ντάπα-ντούπα να βαράει με τον ίδιο τρόπο κι έχει αλλάξει μόνο η γλώσσα. Που κι αυτή, στη Γιουροβίζιον, γίνεται ΜΙΑ: η αγγλική. Αυτή είναι η παγκοσμιοποιημένη τυποποίηση του ευτελούς. Δε συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα. Συμβαίνει σε όλο τον κόσμο. Ενας συνεχής, 24ωρος βομβαρδισμός ευτέλειας και κακού γούστου σε παγκόσμια κλίμακα.

Μιας και το έφερε η κουβέντα, αυτές τις ημέρες γίνεται (έχει γίνει) η επιλογή του τραγουδιού που θα μας εκπροσωπήσει στη Γιουροβίζιον. Το ίδιο γίνεται σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, εκεί όμως δε γίνεται ιδιαίτερο θέμα περί του επιπέδου της διοργάνωσης και των συμμετοχών. Εδώ γιατί το κάνουμε τόσο θέμα, μιλώντας για υποβάθμιση, ανοησία; Και η ανοησία δε δικαιούται ένα χώρο;

Συμφωνώ ότι δε χρειάζεται τόσος ντόρος είτε από τη μια είτε από την άλλη πλευρά. Κι αυτή είναι η κριτική που έκανα και στον πρόεδρο της ΕΡΤ, λέγοντάς ότι «έτσι υπονομεύετε το υπόλοιπο κομμάτι της δουλειάς που προσπαθείτε να βγάλετε«. Μου λέει «μα είμαστε υποχρεωμένοι να συμμετάσχουμε από τη συμφωνία των κρατικών τηλεοράσεων όλης της Ευρώπης». Καμία αντίρρηση. Δε χρειάζεται τόσος θόρυβος. Οι άλλοι δεν κάνουν τόσο νταβαντούρι. Επιλέγουν σιωπηρά ένα τραγούδι, το στέλνουν, διαγωνίζεται κι αυτό είναι όλο. Δε χρειάζεται να κυκλοφορούμε με το σήμα της νίκης σαν τον Ουίστον Τσόρτσιλ. Υπονομεύεται μια πολύ καλή προσπάθεια της ΕΡΤ από ένα ασήμαντο, έστω και υποχρεωτικό πανηγυράκι. Και είναι κρίμα!

Και πού τελειώνει ο κατήφορος της ευτέλειας, πώς μπορεί να πάψει να επικρατεί η βαρβαρότητα; Θα περιμένουμε να «καεί» από μόνη της;

Δύσκολο. Θα αντικατασταθεί από νέα ευτέλεια, η οποία προέρχεται από την ίδια πηγή. Θεωρώ ότι η λύση είναι η επιμονή μας και κυρίως της νεότερης από μένα γενιάς. Εγώ και να ήθελα να αλλάξω, να αλλοτριωθώ, δεν μπορώ. Ο Σαββόπουλος και να ήθελε να αλλάξει δεν μπορεί. Το έργο του είναι εκεί και μιλάει. Και σαχλαμάρες να έκανε, όπως αυτά με την Καλομοίρα και την τούρτα, που λέει ο λόγος, πάλι μεγάλος παραμένει. Τα ζήτημα είναι η επόμενη από εμάς γενιά να μπορέσει να αρθρώσει λόγο κι αυτός ο λόγος να βρει τους αποδέκτες. Βοηθήστε όσοι έχετε τις ίδιες αντιλήψεις να ξαναανταλλάξουμε διευθύνσεις και τηλέφωνα. Να ξαναγνωριστούμε καλλιτέχνες και κοινό.

Κύριε Μικρούτσικε, στην «άλλη πλευρά» της νύχτας, αυτήν του «ευτελούς», όπως την ονομάσατε, έχετε διακρίνει κάποιες καλές στιγμές, ένα καλό τραγούδι ή τη διαγράφετε από πάνω μέχρι κάτω;

Καταρχήν να ξεκαθαρίσω τη θέση μου. Υπάρχουν δύο χώροι πολύ διαφορετικοί. Ο χώρος ο δικός μας, που ακουμπάει στη νεοελληνική κουλτούρα και ο χώρος ο άλλος, που χαρακτηρίζεται από ένα ευτελές, τυποποιημένο, εμπορευματοποιημένο είδος τραγουδιού. Παρατήρηση πρώτη: στο δικό μας χώρο υπάρχουν και ατάλαντοι, υπάρχουν και κακά τραγούδια. Παρατήρηση δεύτερη: σπανίως μεν, μπορείς να βρεις κάποια καλά τραγούδια από εκεί. Λιγότερο σπανίως κάποιους λαμπερούς καλλιτέχνες. Οταν όμως τους βρίσκεις, λες «τι κρίμα να είναι μέσα στο ευτελές».

Ενα παράδειγμα;

Φοβάμαι ότι θα στεναχωρήσω κάποιους, αλλά ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν ο Στέλιος Καζαντζίδης. Είναι έτερον εκάτερον η φωνή του και άλλο πράγμα το ρεπερτόριό του. Αν μιλάμε για μεγάλο ρεπερτόριο λαϊκού τραγουδιστή, ψάχτε το στον Μπιθικώτση. Στον Καζαντζίδη θέλει πολύ πέταμα ένα μεγάλο κομμάτι του ρεπερτορίου, κι ας ήταν το «αχ και βαχ» της ξενιτιάς.

Το ότι ο «Σταυρός του Νότου», μια δουλειά του 1979, θεωρείται ακόμη σταθμός στο σύγχρονο τραγούδι -με συνέχεια τις «Γραμμές των Οριζόντων» το '91- και η επιτυχία της επανέκδοσή τους, πέρα από τη χαρά που δικαίως σας δίνει, δεν είναι κάτι που προκαλεί και κάποια θλίψη για τη γενικότερη κατάσταση της ελληνικής μουσικής τα τελευταία 25 χρόνια; Δε θα έπρεπε να έχουν υπάρξει περισσότερες σημαντικές στιγμές;

Καταρχήν να μη χαρώ για ένα σταθμό που έκανα κι εγώ; Οντως η δουλειά με τον Καββαδία πέρασε ήδη στην τρίτη γενιά. Και το ότι εξακολουθεί να περνάει στον κόσμο δε φαίνεται μόνο από τις πωλήσεις του δίσκου και τις συναυλίες. Το βλέπω στις αντιδράσεις του κόσμου με τον εξής τρόπο: υπάρχει τραγούδι μου στον Καββαδία που σιωπά το σύμπαν. Δεν ακούς κιχ. Υπάρχει τραγούδι που το ψιθυρίζουν όλοι. Υπάρχει τραγούδι που παθιάζονται όλοι. Είναι οι τρεις αντιδράσεις που μπορεί να ευχηθεί ένας συνθέτης.

Αυτό πώς το εξηγείτε, ποιος είναι ο μηχανισμός που το κάνει να συμβεί;

Για δύο λόγους. Ο ένας αφορά εμένα, ο άλλος τον Καββαδία. Θα ξεκινήσω από τον ποιητή. Ο Καββαδίας θεωρήθηκε ανοήτως από την κριτική, από το 1933 που πρωτοέβγαλε το «Μαραμπού» και το «Πούσι», μέχρι το 1975 που πέθανε ως ποιητής των ναυτικών, ελάσσων ποιητής, μέχρι και «στιχοπλόκο ημερολογίων» τον είπαν. Θεωρώ ότι ο Καββαδίας είναι από τους σημαντικότερους ποιητές, γιατί δεν είναι τίποτα απ' όλα αυτά. Με προσχηματικό τρόπο παίζει με τη θάλασσα, για να λειτουργήσει εξπρεσιονιστικά και να εκφράσει πράγματα που αφορούν απογείωση και ελευθερία. Και εξηγούμαι: ποιο ζώο στον πλανήτη είναι το πιο άγριο και το πιο ανθεκτικό; Ο καρχαρίας! Υπάρχει εδώ και 400 εκατομμύρια χρόνια και θα υπάρχει για άλλα τόσα. Και τι λέει ο Καββαδίας στο νέο, στο 16άρη της κάθε εποχής; «Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία». Και γι' αυτό ο πιτσιρικάς των 16 μόλις το ακούσει μου ανάβει τον αναπτήρα του στις συναυλίες. Που όταν εγώ έβγαλα το «Σταυρό του Νότου» ήταν αγέννητη ακόμη και η μάνα του.

Και ο συνθέτης;

Είναι η μοναδική δουλειά μου από τις 200-300 που έχω κάνει που είναι εν εξελίξει. Αν την ακούσετε το '79, αν την ακούσετε το '90, την ακούσετε και σήμερα δεν είναι μια άλλη ενορχήστρωση, είναι μια άλλη εξέλιξη αυτής της μουσικής, με κοινό ίσως μοτίβο, αλλά με άλλες μελωδίες, άλλες αρμονίες, άλλο ρυθμό. Κι αυτό πιστεύω είναι που έκανε αυτή τη δουλειά μοναδική και την καθιέρωσε ως μια από τις αιχμές του νεοελληνικού τραγουδιού.
Η πρώτη γενιά που άκουσε το τραγούδι, πιστεύετε ότι χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία; Και τι απέγινε; Αντιστάθηκε καθόλου, ταξίδεψε ή παραδόθηκε αμαχητί κι έπεσε αταξίδευτη;
Κοιτάχτε! Βρίζουμε άδικα την καημένη αυτή γενιά στην οποία κι εγώ ανήκω. Μπορεί να φαίνεται ότι παραδόθηκε, αλλά όχι αμαχητί. Δε θα απαντήσω για όλους. Κάποιοι παραδόθηκαν, κάποιοι δεν παραδόθηκαν, κάποιοι από αυτούς μας κυβέρνησαν καλά, κάποιοι όχι. Κάποιοι αλλοτριώθηκαν. Κάποιοι πήγαν σπίτι. Κάποιοι επιμένουν. Εκείνο που πρέπει να δεχτούμε είναι ότι τα οράματα αυτής της γενιάς δεν πραγματοποιήθηκαν. Κάποιοι όμως κατάφεραν και ταξίδεψαν.

Μήπως τελικά έχουμε αλλεπάλληλες γενιές της ήττας; Μήπως το καλύτερο σκορ το οποίο μπορεί κάποιος να προσδοκά είναι μια ισοπαλία ή μήπως ακόμη και μ' ένα γκολ της τιμής θα πρέπει να είμαστε χαρούμενοι;

Για μένα δεν υπάρχει ήττα όταν αγωνίζεσαι, ακόμη κι αν σε νικούν. Ηττα είναι όταν παραδίνεσαι χωρίς να παίξεις. Δεν αγωνίστηκε η γενιά της Κατοχής και του Εμφύλιου; Δεν αγωνίστηκε η γενιά του Πολυτεχνείου; Από ποιους έγινε το Πολυτεχνείο; Από σαράντα ανθρώπους; Από ολόκληρη αυτή τη γενιά έγινε. Και στο κάτω κάτω και τι έγινε αν δεν φτάσαμε στην Ιθάκη; Υπο μίαν έννοια δε φτάνεις ποτέ ή όταν φτάσεις μπορεί να μην είναι πια εκεί η Ιθάκη και να χρειαστεί να βάλεις άλλο προορισμό.

Και η σημερινή, η τρίτη γενιά μετά τη μεταπολίτευση;

Θα σας πω αυτό που λέει ο Σαββόπουλος στους «Αχαρνής»: «εδώ ο μουσικός σηκώνει τα χέρια ψηλά». Φαίνεται να διαμορφώνεται μια γενιά, η οποία η μισή μοιάζει να κυνηγάει την τύχη της μεμονωμένα και η άλλη μισή να αγωνίζεται στο δρόμο. Και να σας πω και κάτι; Δεν με ενδιαφέρει κι αν αγωνίζεται και σωστά.

Τι εννοείτε;

Δεν με ενδιαφέρει αν όλα τα αιτήματα των παιδιών σήμερα είναι σωστά ή όχι. Βλέπω, για παράδειγμα, στην τηλεόραση να ρωτούν νέους φοιτητές «κι εσείς τι θέσεις έχετε;». Γιατί θα έπρεπε, κύριε δημοσιογράφε, να έχει θέσεις το παιδί των 20 - 21 ετών για την Παιδεία; Του δώσαμε ένα πολύ καλό πανεπιστήμιο και το χάλασε; Ενα άθλιο πανεπιστήμιο του παραδώσαμε. Εχουμε την απαίτηση τώρα απ' αυτό το παιδί να μας πει πώς θα το φτιάξουμε;

Και ποιος θα το φτιάξει;

Τα ίδια τα παιδιά. Με τη δική μας βοήθεια όμως, και όχι κουνώντας τους το δάχτυλο ή το ρόπαλο. Σαν τις γεροντοκόρες που λένε «εμάς στην εποχή μας ήταν όλα καλά». Ε, δεν ήταν λοιπόν. Ούτε της νέας γενιάς είναι όλα σκάρτα. Μην το κάνουμε σαν ένα συνάδελφό μου που είπε ότι από την καινούργια γενιά καλλιτεχνών δεν αξίζει κανένας. Τι λες, βρε ανόητε; Δεν αξίζουν ο Χάρης και ο Πάνος Κατσιμίχας, δεν αξίζαν οι Τερμίτες με το Μαχαιρίτσα, οι Φατμέ με τον Πορτοκάλογλου, ο Σωκράτης Μάλαμας, ο Νίκος Ζούδιαρης, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, ο Θηβαίος, ο Περίδης, ο Δεληβοριάς, ο Ζερβουδάκης;

Ο Χρήστος Θηβαίος σας χαρακτήρισε προπονητή δεκαθλητών. Ποιες είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις που θα πρέπει να καλύπτει κάποιος για να τον δεχτείτε στο «προπονητικό σας team»;

Αν πρόκειται για νέους τραγουδιστές, χρειάζεται να λειτουργεί το ένστικτο και δύο ακόμη πράγματα: η πειθαρχία και η διάθεση να αυξήσουν τις γνώσεις τους. Η Πατουλίδου δε θα έφτανε ποτέ εκεί που έφτασε αν δεν είχε τρομερή πειθαρχία, ο Διαμαντίδης, ο καλαθοσφαιριστής το ίδιο. Και η γνώση όμως. Δεν αρκεί το ταλέντο αν δε διευρύνεις τις γνώσεις σου. Ενα ταλέντο πνίγεται μέσα σε περιορισμένη γνώση, όσο τη διευρύνεις μπορείς να δημιουργήσεις τριπλάσια, τετραπλάσια πράγματα.

Αρετές «Σαμουράι», δηλαδή…

«Σαμουράι» είναι ελάχιστοι. Είναι ο Μητσιάς. Στην Ελλάδα είμαστε τυχεροί γιατί τα τελευταία 30 χρόνια βρέθηκαν μεγάλες φωνές, πάνω από πενήντα τραγουδιστές και τραγουδίστριες τραγούδησαν εξαιρετικά. Λίγοι εξ’ αυτών, οι «Σαμουράι», διέγειραν τα συναισθήματά μας μια δεδομένη στιγμή. Λειτούργησαν ως η συνισταμένη της φωνής του Νεοέλληνα. Ο Μπιθικώτσης, ο Καζαντζίδης και στη νεότερη γενιά ο Μανώλης Μητσιάς. Σκεφθείτε ότι μέσα σε μία χρονιά είχε τραγουδήσει στην Αθανασία του Χατζιδάκι, στην Τετραλογία του Μούτση και στο Λόρκα του Λεοντή.

Τελικά, υπάρχει σήμερα πολιτικό τραγούδι ή επιμένετε σε εκείνο που είχατε πει πριν 1-2 χρόνια ότι το σημερινό πολιτικό τραγούδι είναι το «Ολα Καλά» του Σάκη;

Οχι, το είχα πει λίγο διαφορετικά. Κατ’ αρχήν πιστεύω ότι υπάρχει πολιτικό τραγούδι και στη δική μας πλευρά. Οι Κατσιμιχαίοι, για παράδειγμα, έχουν γράψει πολιτικά τραγούδια, ο Μάλαμας, ο Λαυρέντης γράφουν πολιτικό τραγούδι. Απλώς κάποιοι ψάχνουν να βρουν το πολιτικό τραγούδι έτσι όπως ήταν πριν και λίγο μετά τη μεταπολίτευση. Αυτό είναι λάθος. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει και αντιδραστικό πολιτικό τραγούδι και τέτοιο είναι το «Ολα καλά». Το οποίο τι λέει; Οτι σ’ αυτή την κοινωνία της κομπίνας, της διαπλοκής, του λάιφ στάιλ όλα είναι καλά. Αρκεί να έχεις ένα κάμπριο, να πηγαίνεις στη Μύκονο, μια ωραία μοντέλα και όλα καλά! Αυτό είναι μια βαθύτατα πολιτική θέση κι ένα βαθύτατα πολιτικό, αντιδραστικό τραγούδι.

Θα συνεργαζόσταν ποτέ με συγκροτήματα και τραγουδιστές όπως οι Active Member, o Ταραξίας, ο Βουρλιώτης; Είναι στις προθέσεις σας;

Θα έλεγα όχι. Κι αυτό γιατί, παρ’ όλο που είμαι ανοιχτός στα πιο καινούργια πράγματα, δεν τα ξέρω καλά. Φτάνω μέχρι το 2000. Μέχρι εκεί. Τα όριά μου τα ξέρω. Ισως να φταίει λίγο και η κλασική μου κουλτούρα. Οχι όμως ότι δεν τους παρακολουθώ ή ότι δε μου αρέσουν. Κάθε άλλο.

Εχετε ασχοληθεί καθόλου με τα Blogs, το YouTune, το MySpace;

Οχι. Παρ’ όλο που είμαι μαθηματικός, δεν έχω αγγίξει τους υπολογιστές και το Ιnternet, ούτε προγραμματισμό σε σχέση με τη μουσική. Τα ξέρω όλα αυτά, αλλά δεν τα έχω αγγίξει. Οχι δογματικά όμως, αλλά περισσότερο επειδή αν ασχοληθώ θα πρέπει να σπαταλήσω πολύ χρόνο που δεν τον έχω. Ειδικά για τη μουσική, θέλω το χέρι μου να κινητοποιεί την καρδιά και το μυαλό, έτσι όπως 700-800 χρόνια το σινάφι μου έχει μάθει.

Ούτε για να αντλήσετε πληροφορίες;

Είμαι κατά της άντλησης πληροφοριών και της οριζόντιας ανάγνωσης. Είμαι υπέρ της κάθετης βουτιάς. Κι αυτό θέλω να το μάθω και στα παιδιά μου, ειδικά τα δύο μικρότερα, το Στέργιο που είναι έξι και την Αλεξάνδρα που είναι έντεκα. Να αρχίσουν να κατεβάζουν βιβλία από τη βιβλιοθήκη και να μάθουν να κάνουν κάθετες βουτιές στη γνώση, γιατί διαφορετικά θα καταφέρουν να είναι ενημερωμένοι, αλλά δε θα ξέρουν πού τους παν' τα τέσσερα.

Ποια βιβλία θα μας προτείνατε να δοκιμάσουμε;

Το «Εις τον πάτο της Εικόνας» της Μάρως Δούκα, τα ποιήματα του Γουίλιαμ Μπλέικ που τα ξαναδιαβάζω αυτή την εποχή, και βέβαια το βιβλίο που έχω πάντα στο προσκέφαλό μου, το «Μια Εποχή στην Κόλαση» του Αρθούρου Ρεμπό.

boxaki
«Υπέροχα Μονάχοι»
Θάνος Μικρούτσικος - Μανώλης Μητσιάς
Γιάννης Κούτρας - Ρίτα Αντωνοπούλου
9, 10, 16, 17, 23, 24, 30, 31 Μαρτίου 2007
Χώρος: Αποθήκη, Μύλος
Ώρα έναρξης: 23.00
Τιμή εισιτ.: 30E
Τηλ. Κρατήσεων: 2310 551836, 2310 551838

No comments: