Αν δεν ήταν χρώμα, θα μπορούσε να είναι το Βυζάντιο, εικόνες, ποίημα, φωτιά, έρωτας, θυμός, απαγόρευση, προειδοποίηση, κίνδυνος, ανάγκη, προσφορά, βοήθεια, πολιτική, σπορ, πολυτέλεια, ταχύτητα, πρόκληση. Επειδή, όμως, είναι χρώμα, το κόκκινο είναι όλα αυτά και κάτι παραπάνω.
της Ε. Καρπούζα
Η επιταγή της μόδας το επαναφέρει σε κάθε ενημερωμένη γκαρνταρόμπα. Τα ίχνη του βρίσκονται παντού, όπως τα ίχνη του κραγιόν στα χείλη, και η στάθμη του ανεβασμένη. Κόκκινα χείλη, κόκκινα μαλλιά, κόκκινη σπανιόλικη εσάρπα, άλικο κραγιόν στο χρώμα του τριαντάφυλλου, του κρασιού. Να το πιεις και να μεθύσεις. Η βασιλεία του κρατάει χρόνια στο χώρο της μόδας. Κάνει κύκλο και φωτίζει χειμώνες και καλοκαίρια την γκαρνταρόμπα της σύγχρονης αλλά και της ρομαντικής γυναίκας. Βάφει τα όπλα της γυναικείας ομορφιάς για κλασικές και τολμηρές. Red carpet εμφανίσεις. Με το μαύρο αποτελούν από τα πιο μοιραία χρώματα, τα οποία λατρεύουν οι σχεδιαστές μόδας και οι γυναίκες σε όλο τον κόσμο.
H μουσική το έκανε σύμβολο του πάθους, του έρωτα και του θανάτου. Η επανάσταση σε Αμερική και Ευρώπη το έκανε σημαία. Στον 20ό αιώνα, η διαφήμιση το έκανε φόντο και το σκόρπισε παντού. Μία ατελείωτη γκάμα του από πηγές έμπνευσης.
Aνάμεσα στα σύγχρονα μέσα και υλικά αγαθά που αγαπά και επιλέγει η διαφήμιση, το κόκκινο ξεχωρίζει στις φημισμένες κονσέρβες της ποπ αρτ, τα κόκκινα τετράγωνα της αρτ νουβό, τα κόμικ. Ντύνει επιφάνειες, καρικατούρες και σκίτσα προϊόντων. Παίζει με τη σοβαρότητα και τη χάρη, την πρόκληση και την πολυτέλεια, τη δύναμη και την ταχύτητα. Αποθεωμένο ως το πιο γήινο, ρομαντικό και σύγχρονο χρώμα, που υποτάσσεται στην ομορφιά και τη φύση, κυριαρχεί στην καθημερινή ζωή· στο στατικό και το γρήγορο. Και μας θυμίζει ότι, σύμφωνα με την αρχαία μας παράδοση, το κάλλος δεν είναι μόνο συμμετρία, αλλά και χρώμα και η ομορφιά της φωτιάς, που πυρώνει και σκορπίζει χρώμα σε ό,τι φωτίζει, ακτινοβολεί ως ιδέα.
Ως πολύτιμο χρώμα, βάφει τις πορφύρες του Βυζαντίου και τις νυφικές φορεσιές στην παράδοση. Το κλέβουν οι ζωγράφοι της Αναγέννησης και βάφουν κόκκινα τα βελούδινα μαξιλάρια και τα χαλιά, που γέρνουν και πατούν οι ρήγισσες και οι γυμνές Aφροδίτες. Οσο για τις γαλατούδες, τις ασπρορουχούδες και τις φουρνάρισσες σε διάσημα πορτρέτα, μας κοιτούν με χάρη, με κοραλλένια χείλη και μάγουλα τριανταφυλλί.
Ακόμη και οι ισχυροί άνδρες του μύθου και της ιστορίας –Οδυσσέας, Βοργίας, Ναπολέων, Μάο– παριστάνονται με κόκκινους χιτώνες και ρούχα πορφυρά, βασιλικά.
Από τη Σαλώμη μέχρι τη Μαρία Αντουανέτα και τη Μέριλιν Μονρόε, τις ντίβες του Χόλιγουντ και τις σταρ της πασαρέλας, το κόκκινο ως μοτίβο ντύνει τις εμφανίσεις τους και βάφει στην οθόνη το χαλί των Οσκαρ, επαναλαμβανόμενο ως κόκκινο πανί πρόκλησης, δημοσιότητας και σέξι αποδοχής.
Της φωτιάς, του ρόδου, του κρασιού, της Αυγής και της Δύσης. Δεν ξέρουμε αν πήρε το όνομά του από το πουρνάρι (πρίνο) ή από το παράσιτό του, το κρεμέζι (βλ. χρώμα κρεμεζί). Το ύμνησε η ποίηση από τη γέννησή της: «κατακόκκινο το βράδυ, ρουμπίνια και κοράλλια τα νησιά, σβήνει η μέρα, τριανταφυλλί-ρόδινο το δείλι». Ολοι οι μεγάλοι ποιητές τραγουδούν το κόκκινο χρώμα «σαν το κεχριμπάρι, των παραισθήσεων τις αναφορές». «Συχνά περνούσε μια ολόκληρη μέρα με τα ποικιλόμορφα πετράδια, τα ροδόχρωμα και κρασάτα-κίτρινα τοπάζια, τα βαθυπόρφυρα ανθράκια, τις κατακόκκινες σαν φωτιά ηλιόπετρες», γράφει ο Οσκαρ Ουάιλντ στο «Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι». Και το παραμύθι αρχινά: «Κόκκινη κλωστή δεμένη...».
Thursday, March 29, 2007
Wednesday, March 28, 2007
«Αγαπάει η Θεσσαλονίκη το θέατρο;»
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΗΓΑΣ
Σπάνια καλλιτέχνες με τους οποίους κανονίζεις ραντεβού για συνέντευξη σού αφήνουν το περιθώριο να διαλέξεις εσύ τον τόπο και το χρόνο. Ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Γιάννης Ρήγας – ένας από τελευταίους μαθητές του Καρόλου Κουν– δεν είχε κανένα απολύτως πρόβλήμα. «Στο Stretto, που είναι και στη γειτονιά σας. Στις 11.30». Ηρθε στην ώρα του. Κι ας ασχολείται νυχθημερόν με τους «Πανδαιμόνιο 7» μία αστική, μη κερδοσκοπική εταιρία που έφτιαξε με μια παρέα φίλων ανεβάζοντας παραστάσεις και συνδιοργανώνοντας συναυλίες. Για το μόνο που δεν αφήνει περιθώριο είναι ο ενικός. Τον επιβάλλει. Παραγγείλαμε από έναν εσπρέσο και... on.
της Δήμητρας Κεχαγιά, dkexagia@ekdotiki.gr
Φωτ. Γρηγόρης Σιαμίδης
Γεννήθηκες στην Αφρική και μεγάλωσες στην Κύμη της Εύβοιας. Εζησες για χρόνια στην Αθήνα και γύρισες όλο τον κόσμο. Είσαι πια μόνιμος κάτοικος Θεσσαλονίκης;
Ετσι λέει πλέον η ταυτότητα. Είμαι εδώ γιατί αγαπώ και με αγαπούν. Αλλιώς δε θα έμενα. Η γιαγιά μου έλεγε «να πηγαίνεις εκεί που σ’ αγαπούν, παιδί μου».
Πότε άρχισε το φλερτ σου με το θέατρο;
Στο σχολείο, επί χούντας, έπεσα πάνω σε δασκάλους που δεν ακολουθούσαν κατά γράμμα την εγκύκλιο ύλη. Είχαν την ανάγκη να μεταλαμπαδεύσουν στα παιδιά κάτι ουσιώδες. Πόσο μάλλον σε μια εποχή που δεν επιτρεπόταν να διαβάσεις Ρίτσο. Με το ζόρι διάβαζες Καβάφη και Σεφέρη. Οταν ξεκίνησα να σπουδάζω θέατρο, είχαμε πάρτι στο σπίτι. Πάντοτε είχα στήριξη. Από εκεί και έπειτα ήταν νομοτέλεια. Κατέληξα στο θέατρο. Και ήμουν και τυχερός, γιατί κατέληξα στο Θέατρο Τέχνης, στον Κουν. Υπήρχε μια σειρά συμπτώσεων που με οδήγησαν εκεί.
Επειδή αναφέρθηκες σε «φωτισμένους» δασκάλους και στον Κουν, υπάρχουν σήμερα «μεγάλοι» ηθοποιοί, σκηνοθέτες, σεναριογράφοι;
Οι ρυθμοί της εποχής επιδιώκουν να τους αλέσουν μαζί με τους άλλους. Αλλά οι φωτισμένοι δεν αλέθονται. Θα παραμείνουν εκεί. Με προσωπικό κόστος. Οση πενία κι αν υπάρχει στον πνευματικό χώρο, δάσκαλοι υπάρχουν.
Αν ήσουν σήμερα 20 χρόνων ποιο επαγγελματικό δρόμο θα επέλεγες να ακολουθήσεις;
Θα έκανα τα ίδια. Θα είχα τα αφτιά και τα μάτια ανοιχτά για να δω τι είναι εκείνο που δε με χαϊδεύει, αλλά επιδιώκει να συνομιλήσει επί της ουσίας μαζί μου. Και εκεί θα πήγαινα. Θα απέφευγα εκείνους που μου τάζουν πολλά. Εκείνους που μιλούν πολύ για το παρελθόν. Θα συμπορευόμουν με εκείνους που το κόστος αυτών που λένε θα ήταν προσωπικό.
Πώς διαχειρίζεσαι τα απωθημένα σου;
Τα κάνω παράσταση. Πολλές υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι όταν δε μιλάς προσωπικά αλλά μιλάς για τους πολλούς, έτσι θα έχεις και επιτυχία. Είμαι πιο μπρεχτικός. Οσο πιο προσωπικό είναι αυτό το οποίο διατυπώνεις τόσο περισσότερο αφορά τους άλλους.
Δε μ’ αρέσει να πηγαίνω στα ιατρεία που είναι φτιαγμένα για όλους, αλλά σε εκείνα που είναι φτιαγμένα με την αισθητική του γιατρού. Εκεί αισθάνομαι ασφαλής. Εκεί μπορώ να συνομιλήσω.
Οι «Πανδαιμόνιο 7»
Στις 23 Μαρτίου κλείσατε δύο χρόνια καλλιτεχνικής παρουσίας στη Θεσσαλονίκη. Πώς τα πήγατε;
Σε επίπεδο καλλιτεχνικό, νομίζω, καλά. Στα τέσσερα θεατρικά κείμενα που ανεβάσαμε, παρουσιάσαμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα συγγραφείς, ανεβάσαμε ένα κλασικό κείμενο, ενώ ασχοληθήκαμε με το ευρωπαϊκό και το αμερικανικό θέατρο. Ακόμη παρουσιάσαμε ένα ολοκαίνουργιο έργο της Μαρίας Ευσταθιάδη, δηλαδή ασχοληθήκαμε και με το νεοελληνικό θέατρο. Αυτό το παρουσιάσαμε υπό μορφή αναλογίου μόνο στην Αθήνα. Ανοίξαμε εργαστήριο θεάτρου, το οποίο λειτουργεί όλο το χρόνο.
Ποιο είναι το βασικό κριτήριο στην επιλογή των θεατρικών κειμένων;
Η απλή απάντηση είναι «γιατί σου αρέσει». Δεν είναι, όμως, τόσο απλό. Είναι ένα συνονθύλευμα πραγμάτων που συμβαίνουν. Ο καλλιτέχνης είναι πολιτικό ζώο. Ζει στους καιρούς και στους καιρούς του. Δηλαδή πολιτεύεται· με την έννοια ότι καταθέτει την άποψή του στον κοινωνικό του χώρο. Η άποψη δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική. Εκφράζει γνώμη. Ερμηνεύει. Αρα ζώντας τον καιρό του, δεν μπορεί παρά αυτό που επιλέγει εντέλει να έχει σχέση με την άποψή του για τον κόσμο. Αλλοτε είναι σύγχρονος, άλλοτε προηγείται, άλλοτε έπεται. Ενα από τα μαρτύρια εκείνου που ασχολείται με το θέατρο, για να μπορέσει να ζήσει κιόλας από αυτό, είναι το πότε είναι σύγχρονος με τον καιρό. Οταν προηγείσαι, ξέχνα το. Συχνά η κοινωνία ακολουθεί ασθμαίνοντας και δύσκολα διακρίνει εκείνο που της προτείνεις. Μπορεί αν κάτι το παρουσίαζες έπειτα από δύο χρόνια, να ήταν ο σωστός χρόνος. Δεν ξέρεις ποτέ.
Τι θα θεωρούσες μεγάλη επιτυχία για την ομάδα;
Θα φορέσω το χαμόγελο όταν θα γίνουμε βιώσιμοι οικονομικά. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να κάνεις θέατρο στη Θεσσαλονίκη. Εξοντωτικό.
Θέατρο στη Θεσσαλονίκη
Λες ότι είναι εξοντωτικό να κάνει κάποιος θέατρο στη Θεσσαλονίκη, αλλά υπάρχουν πολλές ομάδες σήμερα στην πόλη.
Ναι, αλλά για ποια επαγγελματικά θέατρα μιλάμε; Η Αθήνα έχει 150 σκηνές, χώρια τους θιάσους, και διπλάσιο αριθμό ερασιτεχνικών ομάδων. Η Θεσσαλονίκη έχει ένα μεγάλο αριθμό ερασιτεχνικών ομάδων, αλλά επαγγελματικές στέγες δεν έχει.
Πώς γίνεται ο διαχωρισμός;
Πρώτον, με τα οικονομικά. Δεύτερον, με την ποιότητα και τον επαγγελματισμό της εργασίας. Ο επαγγελματίας επιδιώκει να ζήσει από αυτό και απευθύνεται στο κοινό, αλλιώς δεν υπάρχει.
Είναι, λοιπόν, εφικτό να κάνεις εδώ θέατρο;
Μένω γιατί πιστεύω ότι είναι. Από την άλλη, είναι τόσο δύσκολο να φτάσεις στο κοινό της πόλης. Ιδιαίτερα όταν δεν έχεις για «όπλα» σου γνωστούς ηθοποιούς ή συντελεστές, οι οποίοι ενώ είναι εξαιρετικοί στην εργασία ή στην τέχνη τους, δεν είναι γνωστοί μέσα από άλλα κανάλια. Για να είμαι συγκεκριμένος από τα τηλεοπτικά. Πες μου, σε παρακαλώ, ποιος θίασος θα έρθει από την Αθήνα, ο οποίος δε θα έχει τηλεοπτικό σταρ και θα περάσει καλά εδώ; Κανένας. Τρέχουμε πίσω από κούφια ονόματα και την ίδια στιγμή η πόλη παράγει ένα καλό καλλιτεχνικό προϊόν, το οποίο αγνοούμε, για πολλούς λόγους. Επειδή τα ίδια τα σχήματα δεν έχουν τον τρόπο να σπάσουν φράγματα. Να περάσουν απέναντι.
Αν μπορούσες να φτιάξεις τη δική σου θεατρική στέγη στη Θεσσαλονίκη, πού θα την άνοιγες;
Σίγουρα δυτικά. Κάπου στο Βαρδάρι. Εχω εντοπίσει ένα μαγικό χώρο, στο σημείο ακριβώς όπου πρέπει. Θα ήταν ένα θέατρο μεσαίας χωρητικότητας. Οχι υπόγειο· ισόγειο και πολύ ψηλοτάβανο. Να έχει τη δυνατότητα να μετατρέπεται. Ενας χώρος λαμπερός. Να μην έχει ίχνος μιζέριας. Καμία περιττή πολυτέλεια. Να είναι ανθρώπινο. Ολα να είναι στα ανθρώπινα μέτρα, εκτός από τη σκηνή. Η σκηνή θα τα υπερέβαινε. Η σκηνή πρέπει πάντα να μας δίνει το μέτρο του ανθρώπου, άρα να τον υπερβαίνει κατά πολύ.
Τι νιώθεις ότι λείπει περισσότερο σήμερα από την πόλη;
Η Θεσσαλονίκη από πάντα ήταν μεταπρατική πόλη. Εμπορική, λιμάνι. Δεν κάθονται τα πράγματα. Δεν είναι εντυπωσιακό που σπουδαίοι άνθρωποι ξεκίνησαν από δω κι ελάχιστοι παρέμειναν. Η πόλη κοιτάει τη θάλασσα. Τη διαφυγή της. Ενώ θα έπρεπε να οραματιστεί προς τα πάνω. Υποτίθεται ότι βλέπει τον ορίζοντα. Τον βλέπει ή απλά χαζεύει και αναπολεί περασμένα μεγαλεία ή το πού θα βρει τα μεγαλεία;
Αντί να αφήσει τον επαρχιωτισμό, την καχυποψία, το ποιος είναι στο βρακί του άλλου και να πάει στα ουσιώδη. Εχοντας αυτήν την ιδιομορφία η πόλη, αυτό που μου λείπει είναι περισσότερη συνομιλία για εκείνα που πραγματικά μας απασχολούν. Ναι, υπάρχουν θύλακες. Αλλά ποιους αφορούν;
Ποιος παίζει;
Εχω βαρεθεί αυτήν την ερώτηση. Οπως και την άλλη: «Είναι καλό το έργο;». Τι πάει να πει είναι καλό. Πήγαινε, να δεις θέατρο. Ξεχάσαμε ότι δεν πάω να συμμετάσχω στη διαδικασία της τέχνης, επειδή είναι καλό, αλλά επειδή αυτό με εξανθρωπίζει. Αυτό μου δίνει ερμηνεία του κόσμου. Επειδή ενδεχομένως θα μου αλλάξει τη ζωή. Το θέατρο το εκτιμούμε, αλλά δεν το σεβόμαστε.
Για την τηλεόραση
Η συνθήκη που επιβάλλει η τηλεόραση στον ηθοποιό είναι άγρια. Ξέρεις τι είναι να πηγαίνεις στις 7 το πρωί, να σου δίνουν ένα κείμενο και να σου λένε “πες το”; Αποστειρώνεται. Υπάρχει, βέβαια, κι ο αντίλογος. Αν στη Θεσσαλονίκη, για παράδειγμα, η ΕΤ3 έκανε παραγωγές οι ηθοποιοί θα έφευγαν πολύ πιο δύσκολα στην Αθήνα. Γιατί η Θεσσαλονίκη έχει καλούς ηθοποιούς, οι οποίοι σπαταλώνται. Αυτό το γνωρίζω και από τον καιρό που ήμουν στο ΚΘΒΕ. Υπήρχαν εξαιρετικοί ηθοποιοί που είχαν τη χαρά της δημιουργίας και το μαράζι ότι η δουλειά τους δε θα γινόταν ποτέ γνωστή. Είναι άγριο αυτό».
Επόμενη παράσταση
Τις επόμενες εβδομάδες θα ανεβάσουν το έργο «Ο Ιάκωβος και ο αφέντης του» του Μίλαν Κούντερα. Ενα κείμενο «εμπνευσμένο και βαθιά επηρεασμένο», σημειώνει ο Γιάννης Ρήγας, από το «Ζακ Μοιρολάτρη» του Ντενίς Ντιντερό.
Το έργο αυτό ο ίδιος το έχει ξανανεβάσει στη Θεσσαλονίκη με το ΚΘΒΕ. Με αυτό εγκαινιάστηκε το Μικρό Θέατρο στη Μονή Λαζαριστών. Γιατί ξανά; «Το κάθε έργο δεν είναι ο μύθος του. Είναι η ερμηνεία του. Τότε ήταν άλλη εποχή. Εχω ανάγκη να ξαναδιαβάσω το κείμενο και να μιλήσω στην εποχή μου με αφορμή αυτό το κείμενο. “Ο Ιάκωβος και ο Αφέντης” διασχίζουν τον κόσμο με τα πόδια –μια που στη σκηνή δεν μπορούν να υπάρχουν άλογα– και πλάθουν με τη φαντασία τους πλάσματα, τα οποία εμφανίζονται στη σκηνή για να δημιουργήσουν ιστορίες. Είναι μαγικό έργο».
Η Θεσσαλονίκη και το κοινό της
Η πόλη κοιμάται. Εχεις να παλέψεις με τον «πόλεμο» της αφίσας. Προσπαθείς μέσω της αφίσας να κάνεις γνωστό το προϊόν σου. Στις τοπικές εφημερίδες διεκδικείς το χώρο που σου αναλογεί μέσα στην πόλη. Τηλεοπτικός χρόνος δε σου δίνεται. Εχεις να κάνεις με ένα κοινό το οποίο κάθε φορά σπαζοκεφαλιάζεις πώς να το ιντριγκάρεις, πώς να του δημιουργήσεις το κίνητρο να πάει στο θέατρο.
Εχω μεγάλα ερωτηματικά. Αγαπάει το κοινό της Θεσσαλονίκης το θέατρο; Γιατί, όταν ήρθα εδώ, άλλα μου έλεγαν. Οτι το κοινό εδώ ξέρει από θέατρο, είναι δύσκολο και απαιτητικό. Δεν το βλέπω αυτό. Το στοίχημα είναι πολύ δύσκολο. Και αυτό συμβαίνει σε όσους καλλιτέχνες και σχήματα έχουν πάρει απόφαση να μείνουν και να δουλέψουν με τους όρους που πιστεύουν ότι τους αντιπροσωπεύουν.
Αυτήν τη στιγμή είμαστε ένας θίασος που παράγουμε πολύ καλή δουλειά. Πρέπει πλέον –και αυτό κάνουμε– να την παρουσιάσουμε στην Αθήνα, για να μπορέσει εκεί να επιβεβαιωθεί η ποιότητά της. Οχι. Η ποιότητα πρέπει πρώτα να επιβεβαιώνεται εδώ και γι' αυτόν το λόγο να πηγαίνει στην Αθήνα. Οχι να υπάρχουμε στη Θεσσαλονίκη, επειδή επιβεβαιωθήκαμε στην Αθήνα.
της Δήμητρας Κεχαγιά, dkexagia@ekdotiki.gr
Φωτ. Γρηγόρης Σιαμίδης
Γεννήθηκες στην Αφρική και μεγάλωσες στην Κύμη της Εύβοιας. Εζησες για χρόνια στην Αθήνα και γύρισες όλο τον κόσμο. Είσαι πια μόνιμος κάτοικος Θεσσαλονίκης;
Ετσι λέει πλέον η ταυτότητα. Είμαι εδώ γιατί αγαπώ και με αγαπούν. Αλλιώς δε θα έμενα. Η γιαγιά μου έλεγε «να πηγαίνεις εκεί που σ’ αγαπούν, παιδί μου».
Πότε άρχισε το φλερτ σου με το θέατρο;
Στο σχολείο, επί χούντας, έπεσα πάνω σε δασκάλους που δεν ακολουθούσαν κατά γράμμα την εγκύκλιο ύλη. Είχαν την ανάγκη να μεταλαμπαδεύσουν στα παιδιά κάτι ουσιώδες. Πόσο μάλλον σε μια εποχή που δεν επιτρεπόταν να διαβάσεις Ρίτσο. Με το ζόρι διάβαζες Καβάφη και Σεφέρη. Οταν ξεκίνησα να σπουδάζω θέατρο, είχαμε πάρτι στο σπίτι. Πάντοτε είχα στήριξη. Από εκεί και έπειτα ήταν νομοτέλεια. Κατέληξα στο θέατρο. Και ήμουν και τυχερός, γιατί κατέληξα στο Θέατρο Τέχνης, στον Κουν. Υπήρχε μια σειρά συμπτώσεων που με οδήγησαν εκεί.
Επειδή αναφέρθηκες σε «φωτισμένους» δασκάλους και στον Κουν, υπάρχουν σήμερα «μεγάλοι» ηθοποιοί, σκηνοθέτες, σεναριογράφοι;
Οι ρυθμοί της εποχής επιδιώκουν να τους αλέσουν μαζί με τους άλλους. Αλλά οι φωτισμένοι δεν αλέθονται. Θα παραμείνουν εκεί. Με προσωπικό κόστος. Οση πενία κι αν υπάρχει στον πνευματικό χώρο, δάσκαλοι υπάρχουν.
Αν ήσουν σήμερα 20 χρόνων ποιο επαγγελματικό δρόμο θα επέλεγες να ακολουθήσεις;
Θα έκανα τα ίδια. Θα είχα τα αφτιά και τα μάτια ανοιχτά για να δω τι είναι εκείνο που δε με χαϊδεύει, αλλά επιδιώκει να συνομιλήσει επί της ουσίας μαζί μου. Και εκεί θα πήγαινα. Θα απέφευγα εκείνους που μου τάζουν πολλά. Εκείνους που μιλούν πολύ για το παρελθόν. Θα συμπορευόμουν με εκείνους που το κόστος αυτών που λένε θα ήταν προσωπικό.
Πώς διαχειρίζεσαι τα απωθημένα σου;
Τα κάνω παράσταση. Πολλές υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι όταν δε μιλάς προσωπικά αλλά μιλάς για τους πολλούς, έτσι θα έχεις και επιτυχία. Είμαι πιο μπρεχτικός. Οσο πιο προσωπικό είναι αυτό το οποίο διατυπώνεις τόσο περισσότερο αφορά τους άλλους.
Δε μ’ αρέσει να πηγαίνω στα ιατρεία που είναι φτιαγμένα για όλους, αλλά σε εκείνα που είναι φτιαγμένα με την αισθητική του γιατρού. Εκεί αισθάνομαι ασφαλής. Εκεί μπορώ να συνομιλήσω.
Οι «Πανδαιμόνιο 7»
Στις 23 Μαρτίου κλείσατε δύο χρόνια καλλιτεχνικής παρουσίας στη Θεσσαλονίκη. Πώς τα πήγατε;
Σε επίπεδο καλλιτεχνικό, νομίζω, καλά. Στα τέσσερα θεατρικά κείμενα που ανεβάσαμε, παρουσιάσαμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα συγγραφείς, ανεβάσαμε ένα κλασικό κείμενο, ενώ ασχοληθήκαμε με το ευρωπαϊκό και το αμερικανικό θέατρο. Ακόμη παρουσιάσαμε ένα ολοκαίνουργιο έργο της Μαρίας Ευσταθιάδη, δηλαδή ασχοληθήκαμε και με το νεοελληνικό θέατρο. Αυτό το παρουσιάσαμε υπό μορφή αναλογίου μόνο στην Αθήνα. Ανοίξαμε εργαστήριο θεάτρου, το οποίο λειτουργεί όλο το χρόνο.
Ποιο είναι το βασικό κριτήριο στην επιλογή των θεατρικών κειμένων;
Η απλή απάντηση είναι «γιατί σου αρέσει». Δεν είναι, όμως, τόσο απλό. Είναι ένα συνονθύλευμα πραγμάτων που συμβαίνουν. Ο καλλιτέχνης είναι πολιτικό ζώο. Ζει στους καιρούς και στους καιρούς του. Δηλαδή πολιτεύεται· με την έννοια ότι καταθέτει την άποψή του στον κοινωνικό του χώρο. Η άποψη δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική. Εκφράζει γνώμη. Ερμηνεύει. Αρα ζώντας τον καιρό του, δεν μπορεί παρά αυτό που επιλέγει εντέλει να έχει σχέση με την άποψή του για τον κόσμο. Αλλοτε είναι σύγχρονος, άλλοτε προηγείται, άλλοτε έπεται. Ενα από τα μαρτύρια εκείνου που ασχολείται με το θέατρο, για να μπορέσει να ζήσει κιόλας από αυτό, είναι το πότε είναι σύγχρονος με τον καιρό. Οταν προηγείσαι, ξέχνα το. Συχνά η κοινωνία ακολουθεί ασθμαίνοντας και δύσκολα διακρίνει εκείνο που της προτείνεις. Μπορεί αν κάτι το παρουσίαζες έπειτα από δύο χρόνια, να ήταν ο σωστός χρόνος. Δεν ξέρεις ποτέ.
Τι θα θεωρούσες μεγάλη επιτυχία για την ομάδα;
Θα φορέσω το χαμόγελο όταν θα γίνουμε βιώσιμοι οικονομικά. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να κάνεις θέατρο στη Θεσσαλονίκη. Εξοντωτικό.
Θέατρο στη Θεσσαλονίκη
Λες ότι είναι εξοντωτικό να κάνει κάποιος θέατρο στη Θεσσαλονίκη, αλλά υπάρχουν πολλές ομάδες σήμερα στην πόλη.
Ναι, αλλά για ποια επαγγελματικά θέατρα μιλάμε; Η Αθήνα έχει 150 σκηνές, χώρια τους θιάσους, και διπλάσιο αριθμό ερασιτεχνικών ομάδων. Η Θεσσαλονίκη έχει ένα μεγάλο αριθμό ερασιτεχνικών ομάδων, αλλά επαγγελματικές στέγες δεν έχει.
Πώς γίνεται ο διαχωρισμός;
Πρώτον, με τα οικονομικά. Δεύτερον, με την ποιότητα και τον επαγγελματισμό της εργασίας. Ο επαγγελματίας επιδιώκει να ζήσει από αυτό και απευθύνεται στο κοινό, αλλιώς δεν υπάρχει.
Είναι, λοιπόν, εφικτό να κάνεις εδώ θέατρο;
Μένω γιατί πιστεύω ότι είναι. Από την άλλη, είναι τόσο δύσκολο να φτάσεις στο κοινό της πόλης. Ιδιαίτερα όταν δεν έχεις για «όπλα» σου γνωστούς ηθοποιούς ή συντελεστές, οι οποίοι ενώ είναι εξαιρετικοί στην εργασία ή στην τέχνη τους, δεν είναι γνωστοί μέσα από άλλα κανάλια. Για να είμαι συγκεκριμένος από τα τηλεοπτικά. Πες μου, σε παρακαλώ, ποιος θίασος θα έρθει από την Αθήνα, ο οποίος δε θα έχει τηλεοπτικό σταρ και θα περάσει καλά εδώ; Κανένας. Τρέχουμε πίσω από κούφια ονόματα και την ίδια στιγμή η πόλη παράγει ένα καλό καλλιτεχνικό προϊόν, το οποίο αγνοούμε, για πολλούς λόγους. Επειδή τα ίδια τα σχήματα δεν έχουν τον τρόπο να σπάσουν φράγματα. Να περάσουν απέναντι.
Αν μπορούσες να φτιάξεις τη δική σου θεατρική στέγη στη Θεσσαλονίκη, πού θα την άνοιγες;
Σίγουρα δυτικά. Κάπου στο Βαρδάρι. Εχω εντοπίσει ένα μαγικό χώρο, στο σημείο ακριβώς όπου πρέπει. Θα ήταν ένα θέατρο μεσαίας χωρητικότητας. Οχι υπόγειο· ισόγειο και πολύ ψηλοτάβανο. Να έχει τη δυνατότητα να μετατρέπεται. Ενας χώρος λαμπερός. Να μην έχει ίχνος μιζέριας. Καμία περιττή πολυτέλεια. Να είναι ανθρώπινο. Ολα να είναι στα ανθρώπινα μέτρα, εκτός από τη σκηνή. Η σκηνή θα τα υπερέβαινε. Η σκηνή πρέπει πάντα να μας δίνει το μέτρο του ανθρώπου, άρα να τον υπερβαίνει κατά πολύ.
Τι νιώθεις ότι λείπει περισσότερο σήμερα από την πόλη;
Η Θεσσαλονίκη από πάντα ήταν μεταπρατική πόλη. Εμπορική, λιμάνι. Δεν κάθονται τα πράγματα. Δεν είναι εντυπωσιακό που σπουδαίοι άνθρωποι ξεκίνησαν από δω κι ελάχιστοι παρέμειναν. Η πόλη κοιτάει τη θάλασσα. Τη διαφυγή της. Ενώ θα έπρεπε να οραματιστεί προς τα πάνω. Υποτίθεται ότι βλέπει τον ορίζοντα. Τον βλέπει ή απλά χαζεύει και αναπολεί περασμένα μεγαλεία ή το πού θα βρει τα μεγαλεία;
Αντί να αφήσει τον επαρχιωτισμό, την καχυποψία, το ποιος είναι στο βρακί του άλλου και να πάει στα ουσιώδη. Εχοντας αυτήν την ιδιομορφία η πόλη, αυτό που μου λείπει είναι περισσότερη συνομιλία για εκείνα που πραγματικά μας απασχολούν. Ναι, υπάρχουν θύλακες. Αλλά ποιους αφορούν;
Ποιος παίζει;
Εχω βαρεθεί αυτήν την ερώτηση. Οπως και την άλλη: «Είναι καλό το έργο;». Τι πάει να πει είναι καλό. Πήγαινε, να δεις θέατρο. Ξεχάσαμε ότι δεν πάω να συμμετάσχω στη διαδικασία της τέχνης, επειδή είναι καλό, αλλά επειδή αυτό με εξανθρωπίζει. Αυτό μου δίνει ερμηνεία του κόσμου. Επειδή ενδεχομένως θα μου αλλάξει τη ζωή. Το θέατρο το εκτιμούμε, αλλά δεν το σεβόμαστε.
Για την τηλεόραση
Η συνθήκη που επιβάλλει η τηλεόραση στον ηθοποιό είναι άγρια. Ξέρεις τι είναι να πηγαίνεις στις 7 το πρωί, να σου δίνουν ένα κείμενο και να σου λένε “πες το”; Αποστειρώνεται. Υπάρχει, βέβαια, κι ο αντίλογος. Αν στη Θεσσαλονίκη, για παράδειγμα, η ΕΤ3 έκανε παραγωγές οι ηθοποιοί θα έφευγαν πολύ πιο δύσκολα στην Αθήνα. Γιατί η Θεσσαλονίκη έχει καλούς ηθοποιούς, οι οποίοι σπαταλώνται. Αυτό το γνωρίζω και από τον καιρό που ήμουν στο ΚΘΒΕ. Υπήρχαν εξαιρετικοί ηθοποιοί που είχαν τη χαρά της δημιουργίας και το μαράζι ότι η δουλειά τους δε θα γινόταν ποτέ γνωστή. Είναι άγριο αυτό».
Επόμενη παράσταση
Τις επόμενες εβδομάδες θα ανεβάσουν το έργο «Ο Ιάκωβος και ο αφέντης του» του Μίλαν Κούντερα. Ενα κείμενο «εμπνευσμένο και βαθιά επηρεασμένο», σημειώνει ο Γιάννης Ρήγας, από το «Ζακ Μοιρολάτρη» του Ντενίς Ντιντερό.
Το έργο αυτό ο ίδιος το έχει ξανανεβάσει στη Θεσσαλονίκη με το ΚΘΒΕ. Με αυτό εγκαινιάστηκε το Μικρό Θέατρο στη Μονή Λαζαριστών. Γιατί ξανά; «Το κάθε έργο δεν είναι ο μύθος του. Είναι η ερμηνεία του. Τότε ήταν άλλη εποχή. Εχω ανάγκη να ξαναδιαβάσω το κείμενο και να μιλήσω στην εποχή μου με αφορμή αυτό το κείμενο. “Ο Ιάκωβος και ο Αφέντης” διασχίζουν τον κόσμο με τα πόδια –μια που στη σκηνή δεν μπορούν να υπάρχουν άλογα– και πλάθουν με τη φαντασία τους πλάσματα, τα οποία εμφανίζονται στη σκηνή για να δημιουργήσουν ιστορίες. Είναι μαγικό έργο».
Η Θεσσαλονίκη και το κοινό της
Η πόλη κοιμάται. Εχεις να παλέψεις με τον «πόλεμο» της αφίσας. Προσπαθείς μέσω της αφίσας να κάνεις γνωστό το προϊόν σου. Στις τοπικές εφημερίδες διεκδικείς το χώρο που σου αναλογεί μέσα στην πόλη. Τηλεοπτικός χρόνος δε σου δίνεται. Εχεις να κάνεις με ένα κοινό το οποίο κάθε φορά σπαζοκεφαλιάζεις πώς να το ιντριγκάρεις, πώς να του δημιουργήσεις το κίνητρο να πάει στο θέατρο.
Εχω μεγάλα ερωτηματικά. Αγαπάει το κοινό της Θεσσαλονίκης το θέατρο; Γιατί, όταν ήρθα εδώ, άλλα μου έλεγαν. Οτι το κοινό εδώ ξέρει από θέατρο, είναι δύσκολο και απαιτητικό. Δεν το βλέπω αυτό. Το στοίχημα είναι πολύ δύσκολο. Και αυτό συμβαίνει σε όσους καλλιτέχνες και σχήματα έχουν πάρει απόφαση να μείνουν και να δουλέψουν με τους όρους που πιστεύουν ότι τους αντιπροσωπεύουν.
Αυτήν τη στιγμή είμαστε ένας θίασος που παράγουμε πολύ καλή δουλειά. Πρέπει πλέον –και αυτό κάνουμε– να την παρουσιάσουμε στην Αθήνα, για να μπορέσει εκεί να επιβεβαιωθεί η ποιότητά της. Οχι. Η ποιότητα πρέπει πρώτα να επιβεβαιώνεται εδώ και γι' αυτόν το λόγο να πηγαίνει στην Αθήνα. Οχι να υπάρχουμε στη Θεσσαλονίκη, επειδή επιβεβαιωθήκαμε στην Αθήνα.
«Γίναμε καλύτεροι άνθρωποι»
Julia Reichert και Steven Bognar
Ανήκουν σε εκείνη την κατηγορία ανθρώπων που ακόμη και μέσω μια υπερατλαντικής τηλεφωνικής σύνδεσης μπορούν να σου μεταδώσουν τον ενθουσιασμό και τη βαθιά πίστη τους για αυτό που κάνουν. Στην περίπτωσή τους, ντοκιμαντέρ...
της Χάιδως Σκανδύλα
Ηταν αναπόφευκτο η τελευταία τους δουλειά «Ενα λιοντάρι στο σπίτι», με το οποίο συμμετείχαν στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, σχεδόν να μονοπωλήσει τη συζήτησή μας, αφού σε αυτήν αποτυπώνεται η πορεία 5 παιδιών που πάσχουν από καρκίνο. Το γεγονός ότι η έφηβη κόρη της Reichert έπασχε και ξεπέρασε την ίδια αρρώστια λέει πολλά... Οπως, επίσης, και το γεγονός ότι από τα πρώτα πράγματα που ζήτησαν με τον ερχομό τους στη Θεσσαλονίκη ήταν να γνωρίσουν φοιτητές κινηματογραφικών σπουδών.
Reichert: Οταν μας πρότεινε ένας γιατρός να κάνουμε ένα ντοκιμαντέρ για τον καρκίνο, η πρώτη μας αντίδραση ήταν ένα μεγάλο «όχι», γιατί δε θέλαμε να επιστρέψουμε στον κόσμο του καρκίνου. Αλλά μετά συνειδητοποιήσαμε ότι εμείς έπρεπε να το κάνουμε αυτό –ήταν κάτι σαν μοίρα. Νιώσαμε ότι ήταν θεμιτό να κάνουμε ένα φιλμ για τον καρκίνο, αφού κι εμείς είχαμε παρόμοια εμπειρία, τους καταλαβαίναμε και τους νοιαζόμασταν.
Το λιοντάρι ήταν ο καρκίνος, κάτι πολύ τρομακτικό, το οποίο πρέπει να προσέχεις μη σου επιτεθεί ανά πάσα στιγμή. Αυτό σήμαινε για εμάς η λέξη «λιοντάρι» στην αρχή. Στη συνέχεια, όμως, όταν μπήκαμε στην καθημερινότητα αυτών των γονιών, πειστήκαμε ότι το λιοντάρι στην πραγματικότητα ήταν οι ίδιοι οι γονείς για το κουράγιο και τη δύναμή τους. Οι γονείς και τα ίδια τα παιδιά.
Το νοσοκομείο πάντα προσέγγιζε πρώτα τις οικογένειες και αν αυτές συμφωνούσαν στο να πάρουν μέρος στο ντοκιμαντέρ, τότε τους συναντούσαμε. Ξέρεις, η σχέση μας με αυτές τις οικογένειες ξεπερνούσε κατά πολύ τη συμβατική ανάμεσα σε ντοκιμεταρίστα και «υποκείμενο». Γνωριστήκαμε, δεθήκαμε. Πρέπει να είσαι πάνω από όλα άνθρωπος.
Τα παιδιά λάτρευαν την κάμερα. Ηθελαν να μάθουν πώς να τη χειρίζονται. Περισσότερο ο Τζάστιν. Ο συνεργάτης μου, ο Steven, είναι πράγματι πολύ καλός με τα παιδιά.
Bognar: Είναι πολύ δύσκολο για ένα ζευγάρι να δουλεύει μαζί. Είναι επικίνδυνο για τη σχέση τους. Ξέρεις, πέφτεις για ύπνο το βράδυ και καταλήγεις να διαφωνείς για το μοντάρισμα! Αλλά ακολουθούμε κανόνες, για το πότε να μιλούμε για μια ταινία, για παράδειγμα. Αυτό το ντοκιμαντέρ μάς έκανε κι εμάς καλύτερους. Για παράδειγμα, πάντα είχαμε διαφωνία με την Julia για τη στιγμή που πρέπει να αφήσουμε κάτω την κάμερα. Οταν τα πράγματα γίνονταν πιο δύσκολα, εγώ πάντα ένιωθα την παρόρμηση να αφήσω την κάμερα και να καθίσω δίπλα στο παιδί, να το παρηγορήσω. Η Julia, όμως, πάντα πίστευε ότι ακριβώς αυτό έπρεπε να κινηματογραφήσουμε, γιατί αυτό είναι αληθινό και ειλικρινές και έντιμο εκ μέρους μας, όσο δύσκολο κι αν ήταν. Είχε δίκιο.
Reichert: Μάθαμε πολλά για τη συμπόνια, αλλά και για την ανθρώπινη δύναμη τού να παλεύεις και να αντιμετωπίζεις καταστάσεις που ποτέ δε θα φανταζόσουν ότι είσαι ικανός. Επειτα από αυτό το φιλμ έχω γίνει πολύ λιγότερο επικριτική και με μεγαλύτερη κατανόηση. Το σπουδαιότερο είναι ότι έμαθα τι είναι ο θάνατος και πώς να τον χειρίζομαι.
Bognar: Ακριβώς. Ολοι θα πεθάνουμε. Στην Αμερική δεν τολμούμε να μιλήσουμε γι' αυτό. Ομως είναι σημαντικό το πώς θα πεθάνουμε, πού, με ποιους ανθρώπους δίπλα. Είναι σημαντικό να πεθάνουμε σε ένα περιβάλλον αγάπης και με αξιοπρέπεια. Είναι υγιές να μιλούμε για αυτό και να ξέρουμε πώς θέλουμε τις τελευταίες μας ημέρες. Αυτό είναι το δικό μου μάθημα από το «Λιοντάρι στο σπίτι».
Reichert: Ενα άλλο σπουδαίο μάθημα που πήραμε από τους γονείς είναι η διαφορά ανάμεσα στο παραιτηθείς από τον αγώνα και το να αποδεχθείς την αλήθεια, να «αφήσεις το παιδί να φύγει».
Η αρχή...
Ξεκίνησα να κάνω ντοκιμαντέρ στα τέλη των 60s, κυρίως ταινίες για το γυναικείο ζήτημα. Δεν είχα σπουδάσει, απλά πήρα στα χέρια μου την κάμερα. Προέρχομαι από την εργατική τάξη και με ενδιέφερε να κάνω φιλμ για κοινωνικά προβλήματα, εργατικά ή φεμινιστικά.
Bognar: Εγώ απλά ερωτεύτηκα τον κινηματογράφο. Με γοήτευε το Χόλιγουντ και χρειάστηκαν να περάσουν χρόνια για να ανακαλύψω τη δύναμη του ντοκιμαντέρ.
Reichert: Οι ταινίες βοηθούν τα κοινωνικά κινήματα. Στα 70s είδα με τα μάτια μου πόσο βοήθησαν τις γυναίκες να γνωρίσουν τον εαυτό τους και να συνειδητοποιήσουν τα προβλήματά τους. Οπως και στις μέρες μας. Η δουλειά του Μάικλ Μουρ είχε φοβερή αποδοχή, αν και δυστυχώς χάσαμε τις εκλογές. Το οικολογικό ντοκιμαντέρ του Αλ Γκορ ή το «Supersize me» πριν 2 χρόνια. Ολα αυτά τα φιλμ έκαναν τη διαφορά.
Bognar: Από Ελληνες σκηνοθέτες μας άρεσε πολύ ο Ντασέν. Λατρέψαμε το «Ποτέ την Κυριακή» και την Υδρα! Δεν έχουμε δει ποτέ Αγγελόπουλο, αν και θα έπρεπε.
info
Ταινίες της: «Growing up female» (1971), «Methadone: An American way of dealing» (1974), «Union Maids» (1975), «Seeing Red» (1983), «Emma and Elvis» (1992), «A lion in the house» (2006)
Ταινίες τoυ:«Welcome to Censoranti» (1990), «Personal belongings» (1996), «Waiting for Marty» (1999), «Picture day» (2000), «Gravel» (2003), «A lion in the house» (2006)
Ανήκουν σε εκείνη την κατηγορία ανθρώπων που ακόμη και μέσω μια υπερατλαντικής τηλεφωνικής σύνδεσης μπορούν να σου μεταδώσουν τον ενθουσιασμό και τη βαθιά πίστη τους για αυτό που κάνουν. Στην περίπτωσή τους, ντοκιμαντέρ...
της Χάιδως Σκανδύλα
Ηταν αναπόφευκτο η τελευταία τους δουλειά «Ενα λιοντάρι στο σπίτι», με το οποίο συμμετείχαν στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, σχεδόν να μονοπωλήσει τη συζήτησή μας, αφού σε αυτήν αποτυπώνεται η πορεία 5 παιδιών που πάσχουν από καρκίνο. Το γεγονός ότι η έφηβη κόρη της Reichert έπασχε και ξεπέρασε την ίδια αρρώστια λέει πολλά... Οπως, επίσης, και το γεγονός ότι από τα πρώτα πράγματα που ζήτησαν με τον ερχομό τους στη Θεσσαλονίκη ήταν να γνωρίσουν φοιτητές κινηματογραφικών σπουδών.
Reichert: Οταν μας πρότεινε ένας γιατρός να κάνουμε ένα ντοκιμαντέρ για τον καρκίνο, η πρώτη μας αντίδραση ήταν ένα μεγάλο «όχι», γιατί δε θέλαμε να επιστρέψουμε στον κόσμο του καρκίνου. Αλλά μετά συνειδητοποιήσαμε ότι εμείς έπρεπε να το κάνουμε αυτό –ήταν κάτι σαν μοίρα. Νιώσαμε ότι ήταν θεμιτό να κάνουμε ένα φιλμ για τον καρκίνο, αφού κι εμείς είχαμε παρόμοια εμπειρία, τους καταλαβαίναμε και τους νοιαζόμασταν.
Το λιοντάρι ήταν ο καρκίνος, κάτι πολύ τρομακτικό, το οποίο πρέπει να προσέχεις μη σου επιτεθεί ανά πάσα στιγμή. Αυτό σήμαινε για εμάς η λέξη «λιοντάρι» στην αρχή. Στη συνέχεια, όμως, όταν μπήκαμε στην καθημερινότητα αυτών των γονιών, πειστήκαμε ότι το λιοντάρι στην πραγματικότητα ήταν οι ίδιοι οι γονείς για το κουράγιο και τη δύναμή τους. Οι γονείς και τα ίδια τα παιδιά.
Το νοσοκομείο πάντα προσέγγιζε πρώτα τις οικογένειες και αν αυτές συμφωνούσαν στο να πάρουν μέρος στο ντοκιμαντέρ, τότε τους συναντούσαμε. Ξέρεις, η σχέση μας με αυτές τις οικογένειες ξεπερνούσε κατά πολύ τη συμβατική ανάμεσα σε ντοκιμεταρίστα και «υποκείμενο». Γνωριστήκαμε, δεθήκαμε. Πρέπει να είσαι πάνω από όλα άνθρωπος.
Τα παιδιά λάτρευαν την κάμερα. Ηθελαν να μάθουν πώς να τη χειρίζονται. Περισσότερο ο Τζάστιν. Ο συνεργάτης μου, ο Steven, είναι πράγματι πολύ καλός με τα παιδιά.
Bognar: Είναι πολύ δύσκολο για ένα ζευγάρι να δουλεύει μαζί. Είναι επικίνδυνο για τη σχέση τους. Ξέρεις, πέφτεις για ύπνο το βράδυ και καταλήγεις να διαφωνείς για το μοντάρισμα! Αλλά ακολουθούμε κανόνες, για το πότε να μιλούμε για μια ταινία, για παράδειγμα. Αυτό το ντοκιμαντέρ μάς έκανε κι εμάς καλύτερους. Για παράδειγμα, πάντα είχαμε διαφωνία με την Julia για τη στιγμή που πρέπει να αφήσουμε κάτω την κάμερα. Οταν τα πράγματα γίνονταν πιο δύσκολα, εγώ πάντα ένιωθα την παρόρμηση να αφήσω την κάμερα και να καθίσω δίπλα στο παιδί, να το παρηγορήσω. Η Julia, όμως, πάντα πίστευε ότι ακριβώς αυτό έπρεπε να κινηματογραφήσουμε, γιατί αυτό είναι αληθινό και ειλικρινές και έντιμο εκ μέρους μας, όσο δύσκολο κι αν ήταν. Είχε δίκιο.
Reichert: Μάθαμε πολλά για τη συμπόνια, αλλά και για την ανθρώπινη δύναμη τού να παλεύεις και να αντιμετωπίζεις καταστάσεις που ποτέ δε θα φανταζόσουν ότι είσαι ικανός. Επειτα από αυτό το φιλμ έχω γίνει πολύ λιγότερο επικριτική και με μεγαλύτερη κατανόηση. Το σπουδαιότερο είναι ότι έμαθα τι είναι ο θάνατος και πώς να τον χειρίζομαι.
Bognar: Ακριβώς. Ολοι θα πεθάνουμε. Στην Αμερική δεν τολμούμε να μιλήσουμε γι' αυτό. Ομως είναι σημαντικό το πώς θα πεθάνουμε, πού, με ποιους ανθρώπους δίπλα. Είναι σημαντικό να πεθάνουμε σε ένα περιβάλλον αγάπης και με αξιοπρέπεια. Είναι υγιές να μιλούμε για αυτό και να ξέρουμε πώς θέλουμε τις τελευταίες μας ημέρες. Αυτό είναι το δικό μου μάθημα από το «Λιοντάρι στο σπίτι».
Reichert: Ενα άλλο σπουδαίο μάθημα που πήραμε από τους γονείς είναι η διαφορά ανάμεσα στο παραιτηθείς από τον αγώνα και το να αποδεχθείς την αλήθεια, να «αφήσεις το παιδί να φύγει».
Η αρχή...
Ξεκίνησα να κάνω ντοκιμαντέρ στα τέλη των 60s, κυρίως ταινίες για το γυναικείο ζήτημα. Δεν είχα σπουδάσει, απλά πήρα στα χέρια μου την κάμερα. Προέρχομαι από την εργατική τάξη και με ενδιέφερε να κάνω φιλμ για κοινωνικά προβλήματα, εργατικά ή φεμινιστικά.
Bognar: Εγώ απλά ερωτεύτηκα τον κινηματογράφο. Με γοήτευε το Χόλιγουντ και χρειάστηκαν να περάσουν χρόνια για να ανακαλύψω τη δύναμη του ντοκιμαντέρ.
Reichert: Οι ταινίες βοηθούν τα κοινωνικά κινήματα. Στα 70s είδα με τα μάτια μου πόσο βοήθησαν τις γυναίκες να γνωρίσουν τον εαυτό τους και να συνειδητοποιήσουν τα προβλήματά τους. Οπως και στις μέρες μας. Η δουλειά του Μάικλ Μουρ είχε φοβερή αποδοχή, αν και δυστυχώς χάσαμε τις εκλογές. Το οικολογικό ντοκιμαντέρ του Αλ Γκορ ή το «Supersize me» πριν 2 χρόνια. Ολα αυτά τα φιλμ έκαναν τη διαφορά.
Bognar: Από Ελληνες σκηνοθέτες μας άρεσε πολύ ο Ντασέν. Λατρέψαμε το «Ποτέ την Κυριακή» και την Υδρα! Δεν έχουμε δει ποτέ Αγγελόπουλο, αν και θα έπρεπε.
info
Ταινίες της: «Growing up female» (1971), «Methadone: An American way of dealing» (1974), «Union Maids» (1975), «Seeing Red» (1983), «Emma and Elvis» (1992), «A lion in the house» (2006)
Ταινίες τoυ:«Welcome to Censoranti» (1990), «Personal belongings» (1996), «Waiting for Marty» (1999), «Picture day» (2000), «Gravel» (2003), «A lion in the house» (2006)
Κόκκινη Πέμπτη
της Μάγδας Δημάκη
Υπάρχει μία μέρα μες στο χρόνο κατά τη διάρκεια της οποίας αν σηκώσει κανείς το βλέμμα στα μπαλκόνια της πόλης, από τις ανατολικές ως τις δυτικές συνοικίες κι από την Ανω Πόλη ως την παραλία, θα αναγνωρίσει τα ίχνη μιας παράδοσης που παραμένει ισχυρή.
Μεγάλη Πέμπτη και τα κόκκινα σημάδια κάνουν την εμφάνισή τους στα μπαλκόνια, στους τοίχους, στις πόρτες. Απλωμένα στα κάγκελα, πιασμένα σε μανταλάκια κι όπου αλλού μπορεί κανείς να φανταστεί. Είναι η μέρα που, σύμφωνα με την παράδοση, βάφονται τα κόκκινα αβγά και κορυφώνονται οι προετοιμασίες για το Πάσχα. Τότε ζυμώνονται και οι κουλούρες, τα τσουρέκια της Λαμπρής. Τα παρασκευάσματα της Μ. Πέμπτης ανέκαθεν είχαν ένα συμβολικό χαρακτήρα για το λαό, πολύ δε περισσότερο τα κόκκινα αβγά. Για ποιο λόγο ακριβώς βάφονται κόκκινα κανείς δε γνωρίζει. Σύμφωνα με πολλούς λαογράφους, το κόκκινο συμβολίζει το αίμα του Χριστού αλλά και τη χαρά που ακολουθεί με την Ανάστασή του. Αυτός ο συμβολισμός αποκτά μια εξωστρέφεια, καθώς υποδηλώνεται από ένα κόκκινο πανί που κρέμεται έξω απ τα παράθυρα των σπιτιών σε πολλά μέρη της Ελλάδας.
Στη Μακεδονία και τη Θράκη κυρίως, αλλά και σε άλλες περιοχές της χώρας αυτή τη μέρα κατά τη διάρκεια ή μετά τη βαφή των αβγών κρεμούν οι νοικοκυρές ένα κόκκινο ύφασμα που πολλοί ονομάζουν «κοκκινοπεφτιάτικο» ή «κοκκινοπεμπτιάτικο». Οσο είναι κρεμασμένο δεν πλένουν ούτε απλώνουν ρούχα γιατί το θεωρούν κακό σημάδι. Ανάλογα με τον τόπο, το έθιμο συναντάται σε παραλλαγές. Στην Καστοριά, αντί για ύφασμα, απλώνουν κόκκινες βελέντζες και κόκκινα μαντίλια, στη Μεσημβρία το κόκκινο πανί μένει έξω για σαράντα μέρες ενώ σε άλλες περιοχές δίνουν σημασία στο χρόνο ανάρτησής του και στον προσανατολισμό του. Το κρεμούν νωρίς το πρωί σε ένα ανατολικό παράθυρο του σπιτιού για να το δει ο ήλιος.
Αυτό το έθιμο της λαϊκής παράδοσης προσαρμοσμένο στο αστικό περιβάλλον παίρνει μια άλλη διάσταση καθώς το κόκκινο ύφασμα αποκτά διάφορες παραλλαγές. Στα μπαλκόνια των πολυκατοικιών «κοκκινοπεμπτιάτικο» μπορεί να είναι οτιδήποτε σε κόκκινο: ένα μαξιλάρι καρδούλα, ένα κρεμασμένο λούτρινο αρκουδάκι, γάντια, μια κουβέρτα, ένα μπλουζάκι ακόμη και μια χάρτινη σακούλα.
* Κάθε Μ. Πέμπτη εδώ και μερικά χρόνια, ο φωτογράφος Γιάννης Τζιμπρές οργώνει την πόλη για να βρει τα ντοκουμέντα μιας παράδοσης που συνεχίζεται στο αστικό περιβάλλον. Ο φακός του καταγράφει τις διάφορες εκδοχές του κόκκινου στα μπαλκόνια των πολυκατοικιών της Θεσσαλονίκης.
Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας φωτογραφίες της συλλογής θα παρουσιάζονται στην έκθεση στο καφέ Νίκης 35.
Υπάρχει μία μέρα μες στο χρόνο κατά τη διάρκεια της οποίας αν σηκώσει κανείς το βλέμμα στα μπαλκόνια της πόλης, από τις ανατολικές ως τις δυτικές συνοικίες κι από την Ανω Πόλη ως την παραλία, θα αναγνωρίσει τα ίχνη μιας παράδοσης που παραμένει ισχυρή.
Μεγάλη Πέμπτη και τα κόκκινα σημάδια κάνουν την εμφάνισή τους στα μπαλκόνια, στους τοίχους, στις πόρτες. Απλωμένα στα κάγκελα, πιασμένα σε μανταλάκια κι όπου αλλού μπορεί κανείς να φανταστεί. Είναι η μέρα που, σύμφωνα με την παράδοση, βάφονται τα κόκκινα αβγά και κορυφώνονται οι προετοιμασίες για το Πάσχα. Τότε ζυμώνονται και οι κουλούρες, τα τσουρέκια της Λαμπρής. Τα παρασκευάσματα της Μ. Πέμπτης ανέκαθεν είχαν ένα συμβολικό χαρακτήρα για το λαό, πολύ δε περισσότερο τα κόκκινα αβγά. Για ποιο λόγο ακριβώς βάφονται κόκκινα κανείς δε γνωρίζει. Σύμφωνα με πολλούς λαογράφους, το κόκκινο συμβολίζει το αίμα του Χριστού αλλά και τη χαρά που ακολουθεί με την Ανάστασή του. Αυτός ο συμβολισμός αποκτά μια εξωστρέφεια, καθώς υποδηλώνεται από ένα κόκκινο πανί που κρέμεται έξω απ τα παράθυρα των σπιτιών σε πολλά μέρη της Ελλάδας.
Στη Μακεδονία και τη Θράκη κυρίως, αλλά και σε άλλες περιοχές της χώρας αυτή τη μέρα κατά τη διάρκεια ή μετά τη βαφή των αβγών κρεμούν οι νοικοκυρές ένα κόκκινο ύφασμα που πολλοί ονομάζουν «κοκκινοπεφτιάτικο» ή «κοκκινοπεμπτιάτικο». Οσο είναι κρεμασμένο δεν πλένουν ούτε απλώνουν ρούχα γιατί το θεωρούν κακό σημάδι. Ανάλογα με τον τόπο, το έθιμο συναντάται σε παραλλαγές. Στην Καστοριά, αντί για ύφασμα, απλώνουν κόκκινες βελέντζες και κόκκινα μαντίλια, στη Μεσημβρία το κόκκινο πανί μένει έξω για σαράντα μέρες ενώ σε άλλες περιοχές δίνουν σημασία στο χρόνο ανάρτησής του και στον προσανατολισμό του. Το κρεμούν νωρίς το πρωί σε ένα ανατολικό παράθυρο του σπιτιού για να το δει ο ήλιος.
Αυτό το έθιμο της λαϊκής παράδοσης προσαρμοσμένο στο αστικό περιβάλλον παίρνει μια άλλη διάσταση καθώς το κόκκινο ύφασμα αποκτά διάφορες παραλλαγές. Στα μπαλκόνια των πολυκατοικιών «κοκκινοπεμπτιάτικο» μπορεί να είναι οτιδήποτε σε κόκκινο: ένα μαξιλάρι καρδούλα, ένα κρεμασμένο λούτρινο αρκουδάκι, γάντια, μια κουβέρτα, ένα μπλουζάκι ακόμη και μια χάρτινη σακούλα.
* Κάθε Μ. Πέμπτη εδώ και μερικά χρόνια, ο φωτογράφος Γιάννης Τζιμπρές οργώνει την πόλη για να βρει τα ντοκουμέντα μιας παράδοσης που συνεχίζεται στο αστικό περιβάλλον. Ο φακός του καταγράφει τις διάφορες εκδοχές του κόκκινου στα μπαλκόνια των πολυκατοικιών της Θεσσαλονίκης.
Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας φωτογραφίες της συλλογής θα παρουσιάζονται στην έκθεση στο καφέ Νίκης 35.
257edito
«Μπαμπά, γιατί η άνοιξη είναι ακριβή;». Μέχρι να καταλάβω τι με ρωτούσαν, ήλθε η δεύτερη ερώτηση: «Και γιατί, για να γυρίσει ο Ηλιος, θέλει δουλειά πολλή;».
Συνειδητοποίησα ότι ήθελαν να τους εξηγήσω τους στίχους από το «Ενα το Χελιδόνι» του Οδυσσέα Ελύτη. Παρόλο που δεν το άκουγαν για πρώτη φορά, για κάποιο λόγο τώρα τους είχε κινήσει την προσοχή. Επηρεασμένα, ίσως, από την άνοιξη και τα χελιδόνια τα οποία περιμένουν να έλθουν από μέρα σε μέρα.
Το βλέμμα τους είχε εκείνη τη γνήσια απορία των παιδιών που θέλουν, εδώ και τώρα, να τους εξηγήσεις και που δε σου αφήνουν το παραμικρό περιθώριο να τα αγνοήσεις, να στρέψεις την προσοχή τους αλλού, να αποφύγεις να απαντήσεις. Γιατί όσο τα μάγευε το τραγούδι άλλο τόσο ήθελαν να εξηγήσουν αυτήν τη μαγεία. Να την κάνουν δική τους…
Κατάφερα να κερδίσω λίγο χρόνο προτείνοντάς τους να ακούσουμε ολόκληρο το τραγούδι και μετά να μιλήσουμε. Κάθισαν και το άκουσαν και δύο και τρεις φορές, σχεδόν ευλαβικά. Τόσο που με έκαναν να νιώσω –το ξέρω ότι μπορεί να ακούγεται υπερβολικά ρομαντικό– πως μέσα στην «αυτοκρατορία» των ριάλιτι, της «Μαρίας της άσχημης», των τηλεπαραθύρων, των κλειστών πανεπιστημίων, των δακρυγόνων, του «Κους-Κους», του φανατισμού, της πολιτικής ορθότητας, της αποβλάκωσης, έτσι, αυθόρμητα, είχαν στήσει το δικό τους Κρυφό Σχολειό, όπως αυτό για το οποίο τόσος λόγος γίνεται τον τελευταίο καιρό.
Χωρίς ίσως να το πολυκαταλαβαίνουν, ένα τραγούδι τα έφερε για πρώτη φορά σε επαφή με αυτήν την υπέροχη και ταυτόχρονα τραγική περιπέτεια που ξεκίνησε πριν από περίπου διακόσιες χιλιάδες χρόνια: την περιπέτεια του Ανθρώπου.
Ηταν το πρώτο τους ουσιαστικό μάθημα Ιστορίας, όπως κανένα Παιδαγωγικό Ινστιτούτο δεν έχει προτείνει, καμιά έδρα πανεπιστημίου δεν έχει σχεδιάσει, κανένας συγγραφέας σχολικού εγχειριδίου δεν έχει καταφέρει να μεταδώσει, καμιά εγκύκλιος υπουργείου δεν έχει υποδείξει και, δυστυχώς, ελάχιστοι δάσκαλοι θα μπορούσαν –ή έχουν το κέφι– να το διδάξουν.
Προσπάθησα να τους εξηγήσω όσο πιο απλά μπορούσα. Η κάθε εξήγηση δημιουργούσε χίλιες απορίες. «Γιατί θέλει νεκρούς χιλιάδες να ‘ναι στους τροχούς;». «Γιατί θέλει και οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους;». Δεν ξέρω κατά πόσο κατάφερα να ισορροπήσω ανάμεσα στο παραμύθι και την αλήθεια. Δεν ξέρω αν βρήκα τις κατάλληλες λέξεις. Μέσα από αυτές, όμως, θυμήθηκα κάτι που οι περισσότεροι έχουμε ξεχάσει: ότι η Ιστορία δεν είναι βιβλίο. Η Ιστορία δεν είναι στεγνές ημερομηνίες, χρονολογίες και αριθμοί, δεν είναι στατιστικές, δεν είναι παράθεση γεγονότων και ονομάτων, δεν είναι ξερή περιγραφή μαχών, πολέμων και καταστροφών.
Ιστορία είναι αυτό το τραγούδι που περνά από στόμα σε στόμα και που θα περάσει και στο στόμα των παιδιών μας κι από κείνο στα δικά τους παιδιά και στα παιδιά των παιδιών τους…
Ιστορία είναι οι γιορτές μας για τις εποχές που αλλάζουν...
Ιστορία είναι το μέτρημα του Χρόνου…
Ιστορία είναι ένα ταξίδι στον τόπο μας. Στο Ναύπλιο, στην Κόρινθο, στην Τρίπολη, στα Χανιά, στην Υδρα, στις Σπέτσες, στα Ιωάννινα. Από τη Θράκη μέχρι την Ηπειρο, από τη Μακεδονία μέχρι τη Νότια Πελοπόννησο κι από εκεί σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, στην Ευρώπη, στην Ασία. Πέρα από τους ωκεανούς.
Η Ιστορία είναι χτισμένη μέσα στα βουνά και κλεισμένη, σε βαθιά πηγάδια, μέσα στα πέλαγα. Είναι το χώμα, η θάλασσα, ο ουρανός, οι γεύσεις, οι ήχοι, οι μυρωδιές του τόπου όπου ζούμε…
Ναι, η Ιστορία θα έπρεπε να είναι ένα τραγούδι που θα το λατρέψουν τα παιδιά μας…
Αντρέας Παναγόπουλος
ΥΓ: Στην τηλεόραση κάποιοι μάλωναν για τις «ανακρίβειες» ή την «επιστημονική ορθότητα» του βιβλίου της ΣΤ’ Δημοτικού. Την έκλεισα και δυνάμωσα τον ήχο του cd: «Θεέ μου, Πρωτομάστορα, μέσα στις πασχαλιές κι εσύ…».
Συνειδητοποίησα ότι ήθελαν να τους εξηγήσω τους στίχους από το «Ενα το Χελιδόνι» του Οδυσσέα Ελύτη. Παρόλο που δεν το άκουγαν για πρώτη φορά, για κάποιο λόγο τώρα τους είχε κινήσει την προσοχή. Επηρεασμένα, ίσως, από την άνοιξη και τα χελιδόνια τα οποία περιμένουν να έλθουν από μέρα σε μέρα.
Το βλέμμα τους είχε εκείνη τη γνήσια απορία των παιδιών που θέλουν, εδώ και τώρα, να τους εξηγήσεις και που δε σου αφήνουν το παραμικρό περιθώριο να τα αγνοήσεις, να στρέψεις την προσοχή τους αλλού, να αποφύγεις να απαντήσεις. Γιατί όσο τα μάγευε το τραγούδι άλλο τόσο ήθελαν να εξηγήσουν αυτήν τη μαγεία. Να την κάνουν δική τους…
Κατάφερα να κερδίσω λίγο χρόνο προτείνοντάς τους να ακούσουμε ολόκληρο το τραγούδι και μετά να μιλήσουμε. Κάθισαν και το άκουσαν και δύο και τρεις φορές, σχεδόν ευλαβικά. Τόσο που με έκαναν να νιώσω –το ξέρω ότι μπορεί να ακούγεται υπερβολικά ρομαντικό– πως μέσα στην «αυτοκρατορία» των ριάλιτι, της «Μαρίας της άσχημης», των τηλεπαραθύρων, των κλειστών πανεπιστημίων, των δακρυγόνων, του «Κους-Κους», του φανατισμού, της πολιτικής ορθότητας, της αποβλάκωσης, έτσι, αυθόρμητα, είχαν στήσει το δικό τους Κρυφό Σχολειό, όπως αυτό για το οποίο τόσος λόγος γίνεται τον τελευταίο καιρό.
Χωρίς ίσως να το πολυκαταλαβαίνουν, ένα τραγούδι τα έφερε για πρώτη φορά σε επαφή με αυτήν την υπέροχη και ταυτόχρονα τραγική περιπέτεια που ξεκίνησε πριν από περίπου διακόσιες χιλιάδες χρόνια: την περιπέτεια του Ανθρώπου.
Ηταν το πρώτο τους ουσιαστικό μάθημα Ιστορίας, όπως κανένα Παιδαγωγικό Ινστιτούτο δεν έχει προτείνει, καμιά έδρα πανεπιστημίου δεν έχει σχεδιάσει, κανένας συγγραφέας σχολικού εγχειριδίου δεν έχει καταφέρει να μεταδώσει, καμιά εγκύκλιος υπουργείου δεν έχει υποδείξει και, δυστυχώς, ελάχιστοι δάσκαλοι θα μπορούσαν –ή έχουν το κέφι– να το διδάξουν.
Προσπάθησα να τους εξηγήσω όσο πιο απλά μπορούσα. Η κάθε εξήγηση δημιουργούσε χίλιες απορίες. «Γιατί θέλει νεκρούς χιλιάδες να ‘ναι στους τροχούς;». «Γιατί θέλει και οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους;». Δεν ξέρω κατά πόσο κατάφερα να ισορροπήσω ανάμεσα στο παραμύθι και την αλήθεια. Δεν ξέρω αν βρήκα τις κατάλληλες λέξεις. Μέσα από αυτές, όμως, θυμήθηκα κάτι που οι περισσότεροι έχουμε ξεχάσει: ότι η Ιστορία δεν είναι βιβλίο. Η Ιστορία δεν είναι στεγνές ημερομηνίες, χρονολογίες και αριθμοί, δεν είναι στατιστικές, δεν είναι παράθεση γεγονότων και ονομάτων, δεν είναι ξερή περιγραφή μαχών, πολέμων και καταστροφών.
Ιστορία είναι αυτό το τραγούδι που περνά από στόμα σε στόμα και που θα περάσει και στο στόμα των παιδιών μας κι από κείνο στα δικά τους παιδιά και στα παιδιά των παιδιών τους…
Ιστορία είναι οι γιορτές μας για τις εποχές που αλλάζουν...
Ιστορία είναι το μέτρημα του Χρόνου…
Ιστορία είναι ένα ταξίδι στον τόπο μας. Στο Ναύπλιο, στην Κόρινθο, στην Τρίπολη, στα Χανιά, στην Υδρα, στις Σπέτσες, στα Ιωάννινα. Από τη Θράκη μέχρι την Ηπειρο, από τη Μακεδονία μέχρι τη Νότια Πελοπόννησο κι από εκεί σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, στην Ευρώπη, στην Ασία. Πέρα από τους ωκεανούς.
Η Ιστορία είναι χτισμένη μέσα στα βουνά και κλεισμένη, σε βαθιά πηγάδια, μέσα στα πέλαγα. Είναι το χώμα, η θάλασσα, ο ουρανός, οι γεύσεις, οι ήχοι, οι μυρωδιές του τόπου όπου ζούμε…
Ναι, η Ιστορία θα έπρεπε να είναι ένα τραγούδι που θα το λατρέψουν τα παιδιά μας…
Αντρέας Παναγόπουλος
ΥΓ: Στην τηλεόραση κάποιοι μάλωναν για τις «ανακρίβειες» ή την «επιστημονική ορθότητα» του βιβλίου της ΣΤ’ Δημοτικού. Την έκλεισα και δυνάμωσα τον ήχο του cd: «Θεέ μου, Πρωτομάστορα, μέσα στις πασχαλιές κι εσύ…».
Μας CERN(ει) στο μέλλον με ταχύτητα πρωτονίων
Αναπαράσταση της Μεγάλης Εκρηξης του Σύμπαντος, επίτευξη της ταχύτητας του φωτός, παρατήρηση της αντι-ύλης, πιθανή δημιουργία μαύρων τρυπών, ανακάλυψη άγνωστων μέχρι σήμερα δυνάμεων, εξέλιξη της δεύτερης γενιάς του Ιντερνετ. Αν νομίζετε ότι αυτά ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας, προφανώς δεν έχετε ακούσει για τα όσα συναρπαστικά αναμένεται από φέτος να συμβούν στον πλανήτη.
του Γιώργου Χατζηβασιλείου
Επειτα από δεκαετίες ερευνών, 15 χρόνια κατασκευής, πάνω από 3,5 δισεκατομμύρια ευρώ κόστος, συμμετοχή 26 κρατών απ’ όλον τον κόσμο, 500 πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και περίπου 6.000 επιστημόνων –ερευνητών και τεχνικών, το –όλως παραδόξως άγνωστο για τον πολύ κόσμο– CERN με την κατασκευή του μεγαλύτερου επιταχυντή πρωτονίων στον κόσμο μπαίνει στην πρωτοπορία της αναζήτησής μας για γνώση, μιας αναζήτησης που έχει τις ρίζες της στις αρχές του πολιτισμού...
Ετοιμαστείτε. Το μεγαλύτερο σε κόστος, τεχνολογία, μέγεθος αλλά και φιλοδοξίες πείραμα στην έως σήμερα Ιστορία της Επιστήμης είναι πλέον έτοιμο να «βάλει μπρος» τις μηχανές του από τα τέλη του τρέχοντος έτους!
Τι είναι, όμως, το CERN;
Το CERN είναι ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ερευνα στην Πυρηνική, ο οποίος δημιουργήθηκε στην Ελβετία το 1954 από 12 ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, θεμελιώνοντας έτσι ένα από τα πρώτα γενναία βήματα προς την κατεύθυνση της διευρωπαϊκής ένωσης και συνεργασίας. Σήμερα, απαρτίζεται όχι μόνο από 20 κράτη-μέλη της ΕΕ (βασικά μέλη), αλλά ταυτόχρονα συμμετέχουν ενεργά οι ΗΠΑ, Ινδία, Ισραήλ, Ρωσία, Ιαπωνία, Τουρκία και η UNESCO. Πρόκειται για ένα πανανθρώπινο εγχείρημα, που ως βασικό αντικείμενο ερευνών του ήταν και είναι τα στοιχειώδη σωματίδια, οι δομικοί λίθοι που απαρτίζουν την ύλη, όπως και οι δυνάμεις που τα διέπουν.
Γιατί η έρευνα πάνω στα στοιχειώδη σωματίδια είναι τόσο σημαντική;
Διότι τα πάντα είναι φτιαγμένα από αυτά! Οτιδήποτε μέσα στο Σύμπαν, όπως εξάλλου και εμείς οι ίδιοι, είναι πλασμένο από τούτα τα σωματίδια! Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, το ερώτημα σχετικά με το ποια είναι τα πραγματικά αδιαίρετα και αμετάβλητα εκείνα στοιχεία της ύλης που συνθέτουν τα πάντα, έχει τεθεί εδώ και... 2.500 χρόνια, αρχής γενομένης από τους προσωκρατικούς φιλοσόφους της αρχαίας Ελλάδας, όπως π.χ. ο Δημόκριτος που έθεσε την «ατομική θεωρία» (ά-τομο = αυτό που δεν τέμνεται)! Εκτός, όμως, από το πολύτιμο θεωρητικό επίπεδο, οι έρευνες αυτές μπορούν να έχουν μακροπρόθεσμα τεράστια πρακτικά οφέλη. Φανταστείτε ότι στο τέλος του 19ου αιώνα η βασική έρευνα είχε μόλις ανακαλύψει το ηλεκτρόνιο. Σήμερα, καθώς έχουμε διαβεί τον 21ο αιώνα, κανείς δεν μπορεί πια να διανοηθεί τη ζωή χωρίς τα ηλεκτρόνια! Αυτά είναι που μεταφέρουν τον ηλεκτρισμό και μας επιτρέπουν να έχουμε από τους υπολογιστές και την τηλεόραση μέχρι το ραδιόφωνο και, κυρίως, το φως!
Το μεγαλείο της απειρότητας του μικρόκοσμου μπορεί ίσως να αντιπαρατεθεί μόνο με εκείνο του μακρόκοσμου, δηλαδή του σύμπαντος... Θυμηθείτε την αίσθηση του απείρου που έχετε, όταν αγναντεύετε τον ξάστερο ουρανό, και θα καταλάβετε... Οι επιστήμονες, λοιπόν, που μελετούν το συναρπαστικό τομέα της αστροφυσικής έχουν ως κύρια μέσα τα τηλεσκόπια. Στην περίπτωση του μικρόκοσμου, όμως, τι γίνεται; Οι ερευνητές των στοιχειωδών σωματιδίων χρησιμοποιούν μηχανές τεράστιου (χιλιομετρικού) μεγέθους, τους λεγόμενους επιταχυντές, που δίνουν στα σωματίδια ασύλληπτα υψηλές ταχύτητες (κοντά στην ταχύτητα του φωτός) –«ενέργειες» (όπως είναι ο δόκιμος όρος)–, ώστε ερχόμενα σε σύγκρουση με άλλα σωματίδια έχουν ως αποτέλεσμα τη μετουσίωση της ενέργειας σε ύλη. Μπορούμε επομένως να πούμε ότι οι επιταχυντές μας δίνουν μιά δίοδο στο μικρόκοσμο, επιτρέποντας στα επιμέρους πειράματα να λειτουργήσουν ως πανίσχυρα «μικροσκόπια»...
Και τώρα τι γίνεται στο CERN;
Στο CERN κατασκευάζεται και μέχρι τα τέλη του 2007 θα έχει ολοκληρωθεί μπαίνοντας σε λειτουργία ο μεγαλύτερος επιταχυντής πρωτονίων που έχει κατασκευαστεί ποτέ μέχρι σήμερα, όπου και θα συγκρούονται πρωτόνια με πρωτόνια. Ονομάζεται LHC («Large Hadron Coller») και είναι εγκατεστημένος στη βάση του CERN, στα βορειοδυτικά της Γενεύης, σε ένα τούνελ μήκους 27 χλμ. (!) σε βάθος 100 μέτρων. Φτιαγμένο κυριολεκτικά με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, το LHC, όπως και τα 4 εργαστήρια - πειράματα που επίσης κατασκευάζονται –ATLAS, CMS, ALICE και LHCb (τα 2 πρώτα είναι σχεδόν έτοιμα)–, αποτελεί μερικά από τα πιο αξιόλογα «μνημεία» της επιστήμης των ημερών μας. Οι ενέργειες (= ταχύτητες = θερμοκρασίες) στις οποίες θα φτάσει το LHC δεν έχουν επιτευχθεί ποτέ μέχρι σήμερα. Οπως μας εξηγεί η Χαρά Πετρίδου, αναπλ. καθηγήτρια του ΑΠΘ στην Πειραματική Φυσική Στοιχειωδών Σωματιδίων, που αποτελεί μέρος του κορμού των επιστημόνων οι οποίοι διεξάγουν τη βασική έρευνα στο CERN, «τόσο υψηλές θερμοκρασίες, τόσο υψηλές ενέργειες όπως αυτές που τώρα θα επιτύχουμε, αντιστοιχούν σε συνθήκες που επικράτησαν στις αρχές του σύμπαντος στιγμές μόνο μετά τη Μεγάλη Εκρηξη!». Πρόκειται, λοιπόν, για μια αναπαράσταση της γενέθλιας στιγμής της φύσης, της περίφημης Μεγάλης Εκρηξης (Big Bang) ή για την ακρίβεια μια «αναπαραγωγή στο εργαστήριο των ενεργειών και των θερμοκρασιών που επικρατούσαν ένα τρισεκατομμυριοστό του δευτερολέπτου (!) μετά τη Μεγάλη Εκρηξη»!
Μπροστά σε ένα τέτοιο ανθρώπινο επίτευγμα μόνο δέος μπορεί να αισθανθεί κάποιος. Η κ. Πετρίδου συμφωνεί και διευκρινίζει: «Είναι, πράγματι, εκπληκτικό, ένα από τα πιο θαυμαστά επιτεύγματα της σύγχρονης επιστήμης... Με τους προηγούμενους επιταχυντές, π.χ. στην Αμερική, είχαμε προσεγγίσει κοντά στο 1 sec, όμως τώρα για πρώτη φορά πλησιάζουμε τόσο κοντά στη στιγμή μηδέν του Big Bang. Πρόκειται για έναν επιταχυντή δέκα φορές “ισχυρότερο” από οποιονδήποτε άλλο κατασκευάστηκε στο παρελθόν.
»Αυτό, λοιπόν, που για τους υπόλοιπους “κοινούς θνητούς” αποτελεί κάτι το άπιαστο και ασύλληπτο, η αναπαράσταση δηλαδή της Μεγάλης Εκρηξης αλλά και η ταχύτητα των σωματιδίων που προσεγγίζει αυτήν του φωτός (!), για την επιστήμη όχι μόνο «δεν είναι κάτι το μαγικό», αλλά είναι πλέον και επιτεύξιμο»! Και οι εκπλήξεις δε σταματούν εκεί. «Το ότι το Big Bang το “αναπαράγουμε” στο εργαστήριο», συνεχίζει η κ. Πετρίδου, «είναι αλήθεια, όπως ήταν αλήθεια, όμως, και πριν 10 χρόνια… με τη διαφορά ότι τώρα είμαστε ακόμα πιο κοντά στη στιγμή μηδέν και γνωρίζουμε ήδη ότι όσο πλησιάζουμε στην “αρχή” τόσο και πιο απρόσμενα είναι τα φαινόμενα που θα παρατηρήσουμε! Το υψηλό κόστος για την πραγμάτωση του όλου εγχειρήματος, αιτιολογείται μόνο με τη σπουδαιότητα των ανακαλύψεων που αναμένουμε στις επόμενες δύο δεκαετίες». Ασφαλώς, αν σκεφθεί κανείς πως μόνο για την κατασκευή του επιταχυντή δαπανήθηκαν περί τα 2 δισ. ευρώ, ενώ για τα 2 από τα 4 πειράματα που θα διεξαχθούν έχουν επενδυθεί από μισό δισ. για το καθένα «χωρίς να συμπεριλαμβάνουμε το κόστος εργασίας» αντιλαμβανόμαστε για τι μεγέθη μιλάμε... Τι είναι, όμως, τελικά αυτό που πρόκειται να διερευνηθεί στο CERN;
Το «Καθιερωμένο Πρότυπο» του Σύμπαντος
Τα πειράματα στον επιταχυντή του CERN θα επιτρέψουν στους φυσικούς να διαπιστώσουν κατά πόσο ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε σήμερα την ύλη και τις δυνάμεις που τη διέπουν –και άρα το Σύμπαν στο σύνολό του–, ισχύει ή όχι. Το λεγόμενο «Καθιερωμένο Πρότυπο» (Standard Model) έχει ως εξής: Τα πάντα γύρω μας αποτελούνται από άτομα. Τα άτομα αποτελούνται κατά 99,99% από κενό (άρα οτιδήποτε και αν αντικρίσουμε είναι κατά 99,99%... κενό!). Το υπόλοιπο 0,01%, το οποίο είναι αυτό που μελετάται, αποτελείται από ηλεκτρόνια που κινούνται γύρω από πυρήνες φτιαγμένους από πρωτόνια και νετρόνια, συνθέτοντας έτσι τα άτομα. Πρωτόνια και νετρόνια, με τη σειρά τους, συνθέτονται από τα κουάρκς. Την «κόλλα» όλων αυτών των σωματιδίων αποτελούν οι δυνάμεις. Οι δυνάμεις που γνωρίζουμε είναι τέσσερις: η βαρυτική, η ηλεκτρομαγνητική, η ασθενής πυρηνική και η ισχυρή πυρηνική. Η παραπάνω περιγραφή, αν και έχει περάσει με επιτυχία όλους τους πειραματικούς ελέγχους, έχει και αυτή... κενά.
Η δυσκολία και ταυτόχρονα ο στόχος της σύγχρονης φυσικής είναι να περιγράψουμε τις 4 δυνάμεις- αλληλεπιδράσεις με έναν ενιαίο τρόπο, σε μια ενοποιημένη θεωρία που θα τις εξηγεί ως 4 διαφορετικές εκδηλώσεις μίας και μοναδικής δύναμης –ή και να διαψεύσουμε αυτήν την προσδοκία... Οπως η κ. Πετρίδου μας διαφωτίζει, «ήδη γνωρίζουμε πειραματικά ότι οι ηλεκτρομαγνητικές και οι ασθενείς πυρηνικές αλληλεπιδράσεις σε πολύ υψηλές ενέργειες συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο και είναι δυνατόν να περιγραφούν με μία “ενοποιημένη” θεωρία. Ο “γρίφος” αυτής της θεωρίας βρίσκεται σήμερα στο μυστηριώδες σωματίδιο Higgs... που αρνείται πεισματικά να μας αποκαλυφθεί!».
Higgs...
Η βαρύτητα ασκεί επιρροή πάνω στη μάζα των σωμάτων, αλλά μέχρι τώρα δεν έχει εξηγηθεί γιατί τα θεμελιώδη σωματίδια έχουν τη μάζα που έχουν. Αυτό που σε θεωρητικό επίπεδο το Standard Model προβλέπει, αλλά πειραματικά δεν έχει διαπιστωθεί, είναι ότι τα σωματίδια, και άρα κάθε υλικό αντικείμενο, έχουν τη μάζα που έχουν επειδή τους τη δίνει ένα σωματίδιο, το σωματίδιο Higgs! «Σκοπός, λοιπόν, των πειραμάτων που θα γίνουν στο CERN και που θα διαρκέσουν 10 με 20 χρόνια», μας εξηγεί η κ. Πετρίδου «είναι να “δούμε” το σωματίδιο Higgs –αν υπάρχει. Να “δούμε” αν στην “αρχή” του σύμπαντος δημιουργήθηκαν κι άλλοι δομικοί λίθοι εκτός από αυτούς που ήδη γνωρίζουμε, αν έχουμε ενδείξεις για την ύπαρξη και άλλων δυνάμεων. Πού πήγε η αντιύλη στο Σύμπαν; Υπάρχει σκοτεινή ύλη; Η λίστα είναι μεγάλη! Μέσα από τις συγκρούσεις πρωτονίων με πρωτόνια που θα πραγματοποιηθούν στον επιταχυντή, αναμένουμε κατά κύριο λόγο την παραγωγή και φυσικά την παρατήρηση του Higgs. Αν το Higgs δεν υπάρχει, όλη η θεωρία της ενοποίησης των ηλεκτρασθενών δυνάμεων ανατρέπεται! Οπωσδήποτε κάτι καινούργιο θα προκύψει από όλη αυτήν την ιστορία! Γι’ αυτό και υπάρχει τόσο μεγάλος ενθουσιασμός μεταξύ των ερευνητών. Μπορεί να βρεθούμε μπροστά σε εκπλήξεις που ούτε καν τις φανταζόμαστε». Εξάλλου, όπως ο Stephen Hawking έχει σημειώσει, «πολλά βραβεία Νόμπελ απονέμονται όταν αποδεικνύεται πως το σύμπαν δεν είναι τόσο απλό όσο νομίζαμε!».
Αντι-ύλη
Μετά τη Μεγάλη Εκρηξη, η οποία συνέβη πριν από 13,7 δισ. χρόνια, παρήχθησαν σωματίδια ύλης και αντι-ύλης σε ίσες ποσότητες. Τούτο σημαίνει πως κάθε σωματίδιο (π.χ. πρωτόνιο) είχε το αντίστοιχο πανομοιότυπό του σωματίδιο (αντι-πρωτόνιο). Μεταξύ τους διαφέρουν μόνο ως προς το φορτίο που φέρουν (θετικό /αρνητικό). Στο σύμπαν μας δεν υπάρχει αντι-ύλη! Ο αδρονικός επιταχυντής του CERN, λειτουργώντας ως... «χρονομηχανή» που θα μας πάει πίσω στη στιγμή του Big Bang, θα προσπαθήσει να ρίξει φως στο μυστήριο της “εξαφάνισης” ερευνώντας το πώς και πρωτίστως εάν παραβιάστηκε αυτή η ισορροπία ύλης και αντι-ύλης. Τι συνέβη με το υπόλοιπο... 50% (!) του σύμπαντος;
Finale
Αυτός είναι, λοιπόν, σε αδρές γραμμές ο θαυμαστός κόσμος του CERN... Οπως χαρακτηριστικά μας λέει η κ. Πετρίδου ολοκληρώνοντας την κουβέντα, «όσες φορές κατεβαίνω στον επιταχυντή, με πιάνει δέος... Βλέπω το “θράσος” και το μεγαλείο του ανθρώπου που δε διστάζει μπροστά σε οποιαδήποτε δυσκολία, και δυσκολεύομαι να συνειδητοποιήσω πως αυτό που αντικρίζω είμαστε εμείς που το έχουμε φτιάξει...».
Ενας νέος κόσμος προβάλλει, καθώς διαβαίνουμε το κατώφλι του 21ου αιώνα. Η επιστήμη και οι τεχνολογίες που αυτή φέρει αλλάζουν πλέον τη μορφή της κοινωνίας όλο και πιο γρήγορα και ταυτόχρονα μάλλον περισσότερο από καθετί άλλο… Γνωρίζουμε το πεδίο της εξωτερικότητάς μας όσο ποτέ… Της εσωτερικότητάς μας, όμως; Εχουμε καλλιεργήσει την εσωτερική ωριμότητα που θα μας επιτρέψει να χειριστούμε συνετά όλη αυτήν τη «γνώση» ή θα υποπέσουμε στα πιθανά σφάλματα της τεχνολογικής μας εφηβείας; Το μέλλον θα δείξει…Το ποια μορφή αυτό θα έχει, άγνωστο... Από δρόμους του οποίους μέχρι πριν δεν ξέραμε, θα πάμε σε τόπους που δε φανταζόμαστε...
Μαύρες τρύπες! (ΡΑΣΤΕΡ)
Κατά κόρον ακόμη έχει ακουστεί αλλά και διαψευστεί από το επιστημονικό προσωπικό του CERN πως μέσα από τα επερχόμενα πειράματα υπάρχει ο κίνδυνος να δημιουργηθούν μαύρες τρύπες. Τούτο θα αποτελούσε κίνδυνο διότι οι ισχυρές μαύρες τρύπες έχουν τη... “συνήθεια” να απορροφούν οτιδήποτε τις περιβάλλει. Η κ. Πετρίδου είναι από καθησυχαστική έως αφοπλιστική: «Θα μπορούσαν να παραχθούν, είναι όμως αρκετά απίθανο. Μακάρι να παραχθούν ώστε να τις παρατηρήσουμε και να τις μελετήσουμε! Αν δημιουργηθούν, θα έχουν απειροελάχιστη μάζα και χρόνο ζωής.... Το…“δράμα” θα είναι να παράγονται στα πειράματά μας και να μην τις δούμε!»...
H Ελλάδα στο μέλλον
(ΡΑΣΤΕΡ)
Η Ελλάδα συμμετέχει σε τρία από τα τέσσερα πειράματα του LHC: ALICE, ATLAS και CMS. Αυτό το οποίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό, υπογραμμίζει η κ. Πετρίδου, ως μέλος του πειράματος ATLAS, είναι ο ρόλος των τριών ελληνικών πανεπιστημίων (Πανεπιστήμιο Αθηνών, Μετσόβιο και ΑΠΘ) σ’ αυτό το μεγαλειώδες εγχείρημα. «Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία του CERN που η Ελλάδα θα δώσει ουσιαστικό στίγμα», «Made in Greece», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει. «Εκατόν είκοσι οκτώ ανιχνευτές μιονίων από τους συνολικά 1.200 του φασματομέτρου μιονίων του ATLAS έχουν κατασκευαστεί στη Θεσσαλονίκη!», δηλώνει με δικαιολογημένη περηφάνια. «Πρόκειται για το 10% του φασματομέτρου που…πιστεύουμε οτι θα “βρει“ το σωματίδιο Higgs! Είναι αποτέλεσμα συνεργασίας πολλών ερευνητών και τεχνικών από τα τρία ιδρύματα και από τις σπάνιες περιπτώσεις που όλοι βάλαμε την πραγμάτωση του στόχου πάνω από τις προσωπικές μας φιλοδοξίες, εργαζόμενοι με σύμπνοια για την επιστήμη και τη χαρά της δημιουργίας».
Ιnfo
· Το CERN είναι ο δημιουργός του ίδιου του Iντερνετ, όπως το γνωρίζουμε ως World Wide Web (www). Προέκυψε από τις ανάγκες των επιστημόνων του CERN στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 να ανταλλάσσουν μεταξύ τους πληροφορίες.
· Σήμερα έχουν δημιουργήσει τη 2η γενιά του Iντερνετ, που, προς το παρόν, αξιοποιείται μόνο από το ακαδημαϊκό τους προσωπικό, γνωστή με το όνομα Τεχνολογία Πλέγματος, GRID, προκειμένου η επεξεργασία και η αποθήκευση των άπειρων δεδομένων να μη γίνεται από έναν υπολογιστή αλλά από ένα δίκτυο υπολογιστών σε όλο τον κόσμο.
· Στις εφαρμογές που προέκυψαν κατά τη διάρκεια του 50ετούς ερευνητικού έργου του CERN περιλαμβάνονται τεχνολογίες διάγνωσης και θεραπείας καρκίνου, τομογραφίες, ηλεκτρονικά υψηλής τεχνολογίας, όργανα ανίχνευσης ακτινοβολίας, δημιουργία νέων υλικών κ.ά.
του Γιώργου Χατζηβασιλείου
Επειτα από δεκαετίες ερευνών, 15 χρόνια κατασκευής, πάνω από 3,5 δισεκατομμύρια ευρώ κόστος, συμμετοχή 26 κρατών απ’ όλον τον κόσμο, 500 πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και περίπου 6.000 επιστημόνων –ερευνητών και τεχνικών, το –όλως παραδόξως άγνωστο για τον πολύ κόσμο– CERN με την κατασκευή του μεγαλύτερου επιταχυντή πρωτονίων στον κόσμο μπαίνει στην πρωτοπορία της αναζήτησής μας για γνώση, μιας αναζήτησης που έχει τις ρίζες της στις αρχές του πολιτισμού...
Ετοιμαστείτε. Το μεγαλύτερο σε κόστος, τεχνολογία, μέγεθος αλλά και φιλοδοξίες πείραμα στην έως σήμερα Ιστορία της Επιστήμης είναι πλέον έτοιμο να «βάλει μπρος» τις μηχανές του από τα τέλη του τρέχοντος έτους!
Τι είναι, όμως, το CERN;
Το CERN είναι ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ερευνα στην Πυρηνική, ο οποίος δημιουργήθηκε στην Ελβετία το 1954 από 12 ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, θεμελιώνοντας έτσι ένα από τα πρώτα γενναία βήματα προς την κατεύθυνση της διευρωπαϊκής ένωσης και συνεργασίας. Σήμερα, απαρτίζεται όχι μόνο από 20 κράτη-μέλη της ΕΕ (βασικά μέλη), αλλά ταυτόχρονα συμμετέχουν ενεργά οι ΗΠΑ, Ινδία, Ισραήλ, Ρωσία, Ιαπωνία, Τουρκία και η UNESCO. Πρόκειται για ένα πανανθρώπινο εγχείρημα, που ως βασικό αντικείμενο ερευνών του ήταν και είναι τα στοιχειώδη σωματίδια, οι δομικοί λίθοι που απαρτίζουν την ύλη, όπως και οι δυνάμεις που τα διέπουν.
Γιατί η έρευνα πάνω στα στοιχειώδη σωματίδια είναι τόσο σημαντική;
Διότι τα πάντα είναι φτιαγμένα από αυτά! Οτιδήποτε μέσα στο Σύμπαν, όπως εξάλλου και εμείς οι ίδιοι, είναι πλασμένο από τούτα τα σωματίδια! Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, το ερώτημα σχετικά με το ποια είναι τα πραγματικά αδιαίρετα και αμετάβλητα εκείνα στοιχεία της ύλης που συνθέτουν τα πάντα, έχει τεθεί εδώ και... 2.500 χρόνια, αρχής γενομένης από τους προσωκρατικούς φιλοσόφους της αρχαίας Ελλάδας, όπως π.χ. ο Δημόκριτος που έθεσε την «ατομική θεωρία» (ά-τομο = αυτό που δεν τέμνεται)! Εκτός, όμως, από το πολύτιμο θεωρητικό επίπεδο, οι έρευνες αυτές μπορούν να έχουν μακροπρόθεσμα τεράστια πρακτικά οφέλη. Φανταστείτε ότι στο τέλος του 19ου αιώνα η βασική έρευνα είχε μόλις ανακαλύψει το ηλεκτρόνιο. Σήμερα, καθώς έχουμε διαβεί τον 21ο αιώνα, κανείς δεν μπορεί πια να διανοηθεί τη ζωή χωρίς τα ηλεκτρόνια! Αυτά είναι που μεταφέρουν τον ηλεκτρισμό και μας επιτρέπουν να έχουμε από τους υπολογιστές και την τηλεόραση μέχρι το ραδιόφωνο και, κυρίως, το φως!
Το μεγαλείο της απειρότητας του μικρόκοσμου μπορεί ίσως να αντιπαρατεθεί μόνο με εκείνο του μακρόκοσμου, δηλαδή του σύμπαντος... Θυμηθείτε την αίσθηση του απείρου που έχετε, όταν αγναντεύετε τον ξάστερο ουρανό, και θα καταλάβετε... Οι επιστήμονες, λοιπόν, που μελετούν το συναρπαστικό τομέα της αστροφυσικής έχουν ως κύρια μέσα τα τηλεσκόπια. Στην περίπτωση του μικρόκοσμου, όμως, τι γίνεται; Οι ερευνητές των στοιχειωδών σωματιδίων χρησιμοποιούν μηχανές τεράστιου (χιλιομετρικού) μεγέθους, τους λεγόμενους επιταχυντές, που δίνουν στα σωματίδια ασύλληπτα υψηλές ταχύτητες (κοντά στην ταχύτητα του φωτός) –«ενέργειες» (όπως είναι ο δόκιμος όρος)–, ώστε ερχόμενα σε σύγκρουση με άλλα σωματίδια έχουν ως αποτέλεσμα τη μετουσίωση της ενέργειας σε ύλη. Μπορούμε επομένως να πούμε ότι οι επιταχυντές μας δίνουν μιά δίοδο στο μικρόκοσμο, επιτρέποντας στα επιμέρους πειράματα να λειτουργήσουν ως πανίσχυρα «μικροσκόπια»...
Και τώρα τι γίνεται στο CERN;
Στο CERN κατασκευάζεται και μέχρι τα τέλη του 2007 θα έχει ολοκληρωθεί μπαίνοντας σε λειτουργία ο μεγαλύτερος επιταχυντής πρωτονίων που έχει κατασκευαστεί ποτέ μέχρι σήμερα, όπου και θα συγκρούονται πρωτόνια με πρωτόνια. Ονομάζεται LHC («Large Hadron Coller») και είναι εγκατεστημένος στη βάση του CERN, στα βορειοδυτικά της Γενεύης, σε ένα τούνελ μήκους 27 χλμ. (!) σε βάθος 100 μέτρων. Φτιαγμένο κυριολεκτικά με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, το LHC, όπως και τα 4 εργαστήρια - πειράματα που επίσης κατασκευάζονται –ATLAS, CMS, ALICE και LHCb (τα 2 πρώτα είναι σχεδόν έτοιμα)–, αποτελεί μερικά από τα πιο αξιόλογα «μνημεία» της επιστήμης των ημερών μας. Οι ενέργειες (= ταχύτητες = θερμοκρασίες) στις οποίες θα φτάσει το LHC δεν έχουν επιτευχθεί ποτέ μέχρι σήμερα. Οπως μας εξηγεί η Χαρά Πετρίδου, αναπλ. καθηγήτρια του ΑΠΘ στην Πειραματική Φυσική Στοιχειωδών Σωματιδίων, που αποτελεί μέρος του κορμού των επιστημόνων οι οποίοι διεξάγουν τη βασική έρευνα στο CERN, «τόσο υψηλές θερμοκρασίες, τόσο υψηλές ενέργειες όπως αυτές που τώρα θα επιτύχουμε, αντιστοιχούν σε συνθήκες που επικράτησαν στις αρχές του σύμπαντος στιγμές μόνο μετά τη Μεγάλη Εκρηξη!». Πρόκειται, λοιπόν, για μια αναπαράσταση της γενέθλιας στιγμής της φύσης, της περίφημης Μεγάλης Εκρηξης (Big Bang) ή για την ακρίβεια μια «αναπαραγωγή στο εργαστήριο των ενεργειών και των θερμοκρασιών που επικρατούσαν ένα τρισεκατομμυριοστό του δευτερολέπτου (!) μετά τη Μεγάλη Εκρηξη»!
Μπροστά σε ένα τέτοιο ανθρώπινο επίτευγμα μόνο δέος μπορεί να αισθανθεί κάποιος. Η κ. Πετρίδου συμφωνεί και διευκρινίζει: «Είναι, πράγματι, εκπληκτικό, ένα από τα πιο θαυμαστά επιτεύγματα της σύγχρονης επιστήμης... Με τους προηγούμενους επιταχυντές, π.χ. στην Αμερική, είχαμε προσεγγίσει κοντά στο 1 sec, όμως τώρα για πρώτη φορά πλησιάζουμε τόσο κοντά στη στιγμή μηδέν του Big Bang. Πρόκειται για έναν επιταχυντή δέκα φορές “ισχυρότερο” από οποιονδήποτε άλλο κατασκευάστηκε στο παρελθόν.
»Αυτό, λοιπόν, που για τους υπόλοιπους “κοινούς θνητούς” αποτελεί κάτι το άπιαστο και ασύλληπτο, η αναπαράσταση δηλαδή της Μεγάλης Εκρηξης αλλά και η ταχύτητα των σωματιδίων που προσεγγίζει αυτήν του φωτός (!), για την επιστήμη όχι μόνο «δεν είναι κάτι το μαγικό», αλλά είναι πλέον και επιτεύξιμο»! Και οι εκπλήξεις δε σταματούν εκεί. «Το ότι το Big Bang το “αναπαράγουμε” στο εργαστήριο», συνεχίζει η κ. Πετρίδου, «είναι αλήθεια, όπως ήταν αλήθεια, όμως, και πριν 10 χρόνια… με τη διαφορά ότι τώρα είμαστε ακόμα πιο κοντά στη στιγμή μηδέν και γνωρίζουμε ήδη ότι όσο πλησιάζουμε στην “αρχή” τόσο και πιο απρόσμενα είναι τα φαινόμενα που θα παρατηρήσουμε! Το υψηλό κόστος για την πραγμάτωση του όλου εγχειρήματος, αιτιολογείται μόνο με τη σπουδαιότητα των ανακαλύψεων που αναμένουμε στις επόμενες δύο δεκαετίες». Ασφαλώς, αν σκεφθεί κανείς πως μόνο για την κατασκευή του επιταχυντή δαπανήθηκαν περί τα 2 δισ. ευρώ, ενώ για τα 2 από τα 4 πειράματα που θα διεξαχθούν έχουν επενδυθεί από μισό δισ. για το καθένα «χωρίς να συμπεριλαμβάνουμε το κόστος εργασίας» αντιλαμβανόμαστε για τι μεγέθη μιλάμε... Τι είναι, όμως, τελικά αυτό που πρόκειται να διερευνηθεί στο CERN;
Το «Καθιερωμένο Πρότυπο» του Σύμπαντος
Τα πειράματα στον επιταχυντή του CERN θα επιτρέψουν στους φυσικούς να διαπιστώσουν κατά πόσο ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε σήμερα την ύλη και τις δυνάμεις που τη διέπουν –και άρα το Σύμπαν στο σύνολό του–, ισχύει ή όχι. Το λεγόμενο «Καθιερωμένο Πρότυπο» (Standard Model) έχει ως εξής: Τα πάντα γύρω μας αποτελούνται από άτομα. Τα άτομα αποτελούνται κατά 99,99% από κενό (άρα οτιδήποτε και αν αντικρίσουμε είναι κατά 99,99%... κενό!). Το υπόλοιπο 0,01%, το οποίο είναι αυτό που μελετάται, αποτελείται από ηλεκτρόνια που κινούνται γύρω από πυρήνες φτιαγμένους από πρωτόνια και νετρόνια, συνθέτοντας έτσι τα άτομα. Πρωτόνια και νετρόνια, με τη σειρά τους, συνθέτονται από τα κουάρκς. Την «κόλλα» όλων αυτών των σωματιδίων αποτελούν οι δυνάμεις. Οι δυνάμεις που γνωρίζουμε είναι τέσσερις: η βαρυτική, η ηλεκτρομαγνητική, η ασθενής πυρηνική και η ισχυρή πυρηνική. Η παραπάνω περιγραφή, αν και έχει περάσει με επιτυχία όλους τους πειραματικούς ελέγχους, έχει και αυτή... κενά.
Η δυσκολία και ταυτόχρονα ο στόχος της σύγχρονης φυσικής είναι να περιγράψουμε τις 4 δυνάμεις- αλληλεπιδράσεις με έναν ενιαίο τρόπο, σε μια ενοποιημένη θεωρία που θα τις εξηγεί ως 4 διαφορετικές εκδηλώσεις μίας και μοναδικής δύναμης –ή και να διαψεύσουμε αυτήν την προσδοκία... Οπως η κ. Πετρίδου μας διαφωτίζει, «ήδη γνωρίζουμε πειραματικά ότι οι ηλεκτρομαγνητικές και οι ασθενείς πυρηνικές αλληλεπιδράσεις σε πολύ υψηλές ενέργειες συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο και είναι δυνατόν να περιγραφούν με μία “ενοποιημένη” θεωρία. Ο “γρίφος” αυτής της θεωρίας βρίσκεται σήμερα στο μυστηριώδες σωματίδιο Higgs... που αρνείται πεισματικά να μας αποκαλυφθεί!».
Higgs...
Η βαρύτητα ασκεί επιρροή πάνω στη μάζα των σωμάτων, αλλά μέχρι τώρα δεν έχει εξηγηθεί γιατί τα θεμελιώδη σωματίδια έχουν τη μάζα που έχουν. Αυτό που σε θεωρητικό επίπεδο το Standard Model προβλέπει, αλλά πειραματικά δεν έχει διαπιστωθεί, είναι ότι τα σωματίδια, και άρα κάθε υλικό αντικείμενο, έχουν τη μάζα που έχουν επειδή τους τη δίνει ένα σωματίδιο, το σωματίδιο Higgs! «Σκοπός, λοιπόν, των πειραμάτων που θα γίνουν στο CERN και που θα διαρκέσουν 10 με 20 χρόνια», μας εξηγεί η κ. Πετρίδου «είναι να “δούμε” το σωματίδιο Higgs –αν υπάρχει. Να “δούμε” αν στην “αρχή” του σύμπαντος δημιουργήθηκαν κι άλλοι δομικοί λίθοι εκτός από αυτούς που ήδη γνωρίζουμε, αν έχουμε ενδείξεις για την ύπαρξη και άλλων δυνάμεων. Πού πήγε η αντιύλη στο Σύμπαν; Υπάρχει σκοτεινή ύλη; Η λίστα είναι μεγάλη! Μέσα από τις συγκρούσεις πρωτονίων με πρωτόνια που θα πραγματοποιηθούν στον επιταχυντή, αναμένουμε κατά κύριο λόγο την παραγωγή και φυσικά την παρατήρηση του Higgs. Αν το Higgs δεν υπάρχει, όλη η θεωρία της ενοποίησης των ηλεκτρασθενών δυνάμεων ανατρέπεται! Οπωσδήποτε κάτι καινούργιο θα προκύψει από όλη αυτήν την ιστορία! Γι’ αυτό και υπάρχει τόσο μεγάλος ενθουσιασμός μεταξύ των ερευνητών. Μπορεί να βρεθούμε μπροστά σε εκπλήξεις που ούτε καν τις φανταζόμαστε». Εξάλλου, όπως ο Stephen Hawking έχει σημειώσει, «πολλά βραβεία Νόμπελ απονέμονται όταν αποδεικνύεται πως το σύμπαν δεν είναι τόσο απλό όσο νομίζαμε!».
Αντι-ύλη
Μετά τη Μεγάλη Εκρηξη, η οποία συνέβη πριν από 13,7 δισ. χρόνια, παρήχθησαν σωματίδια ύλης και αντι-ύλης σε ίσες ποσότητες. Τούτο σημαίνει πως κάθε σωματίδιο (π.χ. πρωτόνιο) είχε το αντίστοιχο πανομοιότυπό του σωματίδιο (αντι-πρωτόνιο). Μεταξύ τους διαφέρουν μόνο ως προς το φορτίο που φέρουν (θετικό /αρνητικό). Στο σύμπαν μας δεν υπάρχει αντι-ύλη! Ο αδρονικός επιταχυντής του CERN, λειτουργώντας ως... «χρονομηχανή» που θα μας πάει πίσω στη στιγμή του Big Bang, θα προσπαθήσει να ρίξει φως στο μυστήριο της “εξαφάνισης” ερευνώντας το πώς και πρωτίστως εάν παραβιάστηκε αυτή η ισορροπία ύλης και αντι-ύλης. Τι συνέβη με το υπόλοιπο... 50% (!) του σύμπαντος;
Finale
Αυτός είναι, λοιπόν, σε αδρές γραμμές ο θαυμαστός κόσμος του CERN... Οπως χαρακτηριστικά μας λέει η κ. Πετρίδου ολοκληρώνοντας την κουβέντα, «όσες φορές κατεβαίνω στον επιταχυντή, με πιάνει δέος... Βλέπω το “θράσος” και το μεγαλείο του ανθρώπου που δε διστάζει μπροστά σε οποιαδήποτε δυσκολία, και δυσκολεύομαι να συνειδητοποιήσω πως αυτό που αντικρίζω είμαστε εμείς που το έχουμε φτιάξει...».
Ενας νέος κόσμος προβάλλει, καθώς διαβαίνουμε το κατώφλι του 21ου αιώνα. Η επιστήμη και οι τεχνολογίες που αυτή φέρει αλλάζουν πλέον τη μορφή της κοινωνίας όλο και πιο γρήγορα και ταυτόχρονα μάλλον περισσότερο από καθετί άλλο… Γνωρίζουμε το πεδίο της εξωτερικότητάς μας όσο ποτέ… Της εσωτερικότητάς μας, όμως; Εχουμε καλλιεργήσει την εσωτερική ωριμότητα που θα μας επιτρέψει να χειριστούμε συνετά όλη αυτήν τη «γνώση» ή θα υποπέσουμε στα πιθανά σφάλματα της τεχνολογικής μας εφηβείας; Το μέλλον θα δείξει…Το ποια μορφή αυτό θα έχει, άγνωστο... Από δρόμους του οποίους μέχρι πριν δεν ξέραμε, θα πάμε σε τόπους που δε φανταζόμαστε...
Μαύρες τρύπες! (ΡΑΣΤΕΡ)
Κατά κόρον ακόμη έχει ακουστεί αλλά και διαψευστεί από το επιστημονικό προσωπικό του CERN πως μέσα από τα επερχόμενα πειράματα υπάρχει ο κίνδυνος να δημιουργηθούν μαύρες τρύπες. Τούτο θα αποτελούσε κίνδυνο διότι οι ισχυρές μαύρες τρύπες έχουν τη... “συνήθεια” να απορροφούν οτιδήποτε τις περιβάλλει. Η κ. Πετρίδου είναι από καθησυχαστική έως αφοπλιστική: «Θα μπορούσαν να παραχθούν, είναι όμως αρκετά απίθανο. Μακάρι να παραχθούν ώστε να τις παρατηρήσουμε και να τις μελετήσουμε! Αν δημιουργηθούν, θα έχουν απειροελάχιστη μάζα και χρόνο ζωής.... Το…“δράμα” θα είναι να παράγονται στα πειράματά μας και να μην τις δούμε!»...
H Ελλάδα στο μέλλον
(ΡΑΣΤΕΡ)
Η Ελλάδα συμμετέχει σε τρία από τα τέσσερα πειράματα του LHC: ALICE, ATLAS και CMS. Αυτό το οποίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό, υπογραμμίζει η κ. Πετρίδου, ως μέλος του πειράματος ATLAS, είναι ο ρόλος των τριών ελληνικών πανεπιστημίων (Πανεπιστήμιο Αθηνών, Μετσόβιο και ΑΠΘ) σ’ αυτό το μεγαλειώδες εγχείρημα. «Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία του CERN που η Ελλάδα θα δώσει ουσιαστικό στίγμα», «Made in Greece», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει. «Εκατόν είκοσι οκτώ ανιχνευτές μιονίων από τους συνολικά 1.200 του φασματομέτρου μιονίων του ATLAS έχουν κατασκευαστεί στη Θεσσαλονίκη!», δηλώνει με δικαιολογημένη περηφάνια. «Πρόκειται για το 10% του φασματομέτρου που…πιστεύουμε οτι θα “βρει“ το σωματίδιο Higgs! Είναι αποτέλεσμα συνεργασίας πολλών ερευνητών και τεχνικών από τα τρία ιδρύματα και από τις σπάνιες περιπτώσεις που όλοι βάλαμε την πραγμάτωση του στόχου πάνω από τις προσωπικές μας φιλοδοξίες, εργαζόμενοι με σύμπνοια για την επιστήμη και τη χαρά της δημιουργίας».
Ιnfo
· Το CERN είναι ο δημιουργός του ίδιου του Iντερνετ, όπως το γνωρίζουμε ως World Wide Web (www). Προέκυψε από τις ανάγκες των επιστημόνων του CERN στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 να ανταλλάσσουν μεταξύ τους πληροφορίες.
· Σήμερα έχουν δημιουργήσει τη 2η γενιά του Iντερνετ, που, προς το παρόν, αξιοποιείται μόνο από το ακαδημαϊκό τους προσωπικό, γνωστή με το όνομα Τεχνολογία Πλέγματος, GRID, προκειμένου η επεξεργασία και η αποθήκευση των άπειρων δεδομένων να μη γίνεται από έναν υπολογιστή αλλά από ένα δίκτυο υπολογιστών σε όλο τον κόσμο.
· Στις εφαρμογές που προέκυψαν κατά τη διάρκεια του 50ετούς ερευνητικού έργου του CERN περιλαμβάνονται τεχνολογίες διάγνωσης και θεραπείας καρκίνου, τομογραφίες, ηλεκτρονικά υψηλής τεχνολογίας, όργανα ανίχνευσης ακτινοβολίας, δημιουργία νέων υλικών κ.ά.
Sunday, March 25, 2007
Μη σκοτώνεις τον καλύτερό σου φίλο
Της Σόνιας Ταλαντινού
Η φιλία είναι η μεγαλύτερη επένδυση ζωής. Ο,τι κι αν μεταβάλλεται ή χάνεται στη ζωή σου, όσα συντρίμμια κι αν αντικρίζεις, αν έχεις καταφέρει να διατηρήσεις έστω κι έναν γνήσιο φίλο, τότε πέτυχες σαν άνθρωπος. Δεν υπάρχουν κακές φιλίες. Υπάρχουν οι αυθεντικές και όσες αντέχουν στο χρόνο. Ακόμα και οι χειρότερες φιλίες, όμως, μπορεί να αποδειχτούν χρήσιμες. Γιατί ακριβώς η αποτυχία τους σε διδάσκει, σε ωριμάζει, σε πάει παραπέρα. Γι’ αυτό και μη λυπάσαι ποτέ για μια φιλία που τελείωσε. Ολα γίνονται για κάποιο λόγο κι αυτός είναι μόνο καλός (εξαιρετικά αφιερωμένο στον Α. και τη Δ., που δεν αντέχουν την τραβηγμένη αισιοδοξία του τσιτάτου).
Θεωρώ ότι έχουμε τους φίλους που αξίζουμε. Οταν βάλλομαι από κρίσεις αυτοπεποίθησης, σκέφτομαι ότι για να έχω τέτοιους φίλους, δεν μπορεί, κάτι καλό έχω κάνει στη ζωή μου.
Και τι είναι οι φίλοι; Μην είναι οι κάμποι, μην είναι τα βουνά, μην είναι η θάλασσά μας η γαλάζια; Για κάποιους μπορεί να είναι όλα αυτά μαζί. Φίλους εννοώ τον πρώτο κύκλο -το προσωπικό μου σύμπαν είναι χωρισμένο σε ομόκεντρους κύκλους. Στον πρώτο, γύρω από εμένα, είναι οι κολλητοί. Στο δεύτερο, οι πολύ καλοί φίλοι, στον τρίτο, οι συμπάθειές μου και από εκεί και πέρα οι γνωστοί και όσο πάει και ξεθωριάζει το πράγμα.
Τα προηγούμενα Χριστούγεννα ξαναθυμήθηκα την αξία των φίλων και τώρα τελευταία, που αρκετοί βρίσκονται σε μια δύσκολη φάση, επανεκτίμησα το πόσο ωραίο είναι να είσαι φίλος και να σε χρειάζονται. Οχι, δεν εννοώ αυτούς που αποκτάς λόγω συγκυριών. Αυτοί πουλιά ήταν και πέταξαν.
Εννοώ αυτόν που μιλάτε στο τηλέφωνο από τις 11 το βράδυ μέχρι τις 3 τα ξημερώματα κι ενώ δουλεύεις την επόμενη, δεν το κλείνεις επειδή σας έχουν πιάσει σπαστικά γέλια. Αυτόν που όταν λες «όχι» σε καταλαβαίνει και «ναι» σε εκτιμάει. Αυτόν που έχεις να δεις πέντε χρόνια, από αμέλεια ή εγωισμό, και να 'στε πάλι μαζί σαν να μην πέρασε μια μέρα. Αυτόν με τον οποίο δε τίθεται θέμα ποιος θα πληρώσει το λογαριασμό και που κάνει το ακατόρθωτο, εύκολο για σένα. Αυτόν που αναφέρεις στο παιδικό σου ημερολόγιο και διαβάζεις γράμματά του. Αυτόν που σου κράτησε το χέρι όταν είχες ανάγκη από ένα. Αυτόν που χωρίς να μιλάτε συζητάτε και χωρίς να κοιτιέστε βλέπετε στο ίδιο σημείο. Αυτόν που συγχωρείς εύκολα και ξεχνάς δύσκολα. Αυτόν με τον οποίο πέφτετε κάτω από τα γέλια γιατί έχετε είτε κοινές μνήμες είτε κοινή αίσθηση. Αυτόν που θα ξεσπάσει σε κλάματα μπροστά σου και θα παραδεχθεί τις πιο μύχιες σκέψεις του. Αυτόν που τσατίζεται όταν κάνεις λάθος, αλλά σέβεται το δικαίωμά σου σε αυτό. Αυτόν που παίρνεις πρώτο τηλέφωνο όταν χωρίζεις, όταν μαλώνεις με γονείς ή συναδέλφους, όταν το σύμπαν συνωμοτεί εναντίον σου ή όταν δέχεσαι ένα τηλεφώνημα στις 4 το ξημέρωμα –να τη φοβάσαι αυτήν ώρα, είναι ύπουλη. Αυτόν με τον οποίο είσαι 100% ο εαυτός σου και λες αυτό που σκέφτεσαι κάθε στιγμή. Αυτόν που θέλει το καλό σου. Αυτόν με τον οποίο η ζωή μοιάζει ταξίδι αναψυχής. Αυτόν με τον οποίο είστε τόσο διαφορετικοί κι, όμως, τόσο ίδιοι. Αυτόν που σου ανοίγει το φακό μέσα στο σκοτάδι (σου).
Την επόμενη φορά που θα χτυπήσει το τηλέφωνο και θα είναι ένας φίλος, χαμογέλασε. Ισως είναι το μόνο παράθυρο που θα παραμένει ανοιχτό, όταν και η τελευταία πόρτα θα έχει κλείσει.
Υ.Γ. Ο τίτλος του κειμένου είναι παράφραση του τίτλου του βιβλίου της Αμάντας Μιχαλοπούλου, «Γιατί σκότωσα την καλύτερή μου φίλη». Μέσα από αυτό κατανόησα και δικαιολόγησα πολλά για μένα και τις φιλίες μου.
Η φιλία είναι η μεγαλύτερη επένδυση ζωής. Ο,τι κι αν μεταβάλλεται ή χάνεται στη ζωή σου, όσα συντρίμμια κι αν αντικρίζεις, αν έχεις καταφέρει να διατηρήσεις έστω κι έναν γνήσιο φίλο, τότε πέτυχες σαν άνθρωπος. Δεν υπάρχουν κακές φιλίες. Υπάρχουν οι αυθεντικές και όσες αντέχουν στο χρόνο. Ακόμα και οι χειρότερες φιλίες, όμως, μπορεί να αποδειχτούν χρήσιμες. Γιατί ακριβώς η αποτυχία τους σε διδάσκει, σε ωριμάζει, σε πάει παραπέρα. Γι’ αυτό και μη λυπάσαι ποτέ για μια φιλία που τελείωσε. Ολα γίνονται για κάποιο λόγο κι αυτός είναι μόνο καλός (εξαιρετικά αφιερωμένο στον Α. και τη Δ., που δεν αντέχουν την τραβηγμένη αισιοδοξία του τσιτάτου).
Θεωρώ ότι έχουμε τους φίλους που αξίζουμε. Οταν βάλλομαι από κρίσεις αυτοπεποίθησης, σκέφτομαι ότι για να έχω τέτοιους φίλους, δεν μπορεί, κάτι καλό έχω κάνει στη ζωή μου.
Και τι είναι οι φίλοι; Μην είναι οι κάμποι, μην είναι τα βουνά, μην είναι η θάλασσά μας η γαλάζια; Για κάποιους μπορεί να είναι όλα αυτά μαζί. Φίλους εννοώ τον πρώτο κύκλο -το προσωπικό μου σύμπαν είναι χωρισμένο σε ομόκεντρους κύκλους. Στον πρώτο, γύρω από εμένα, είναι οι κολλητοί. Στο δεύτερο, οι πολύ καλοί φίλοι, στον τρίτο, οι συμπάθειές μου και από εκεί και πέρα οι γνωστοί και όσο πάει και ξεθωριάζει το πράγμα.
Τα προηγούμενα Χριστούγεννα ξαναθυμήθηκα την αξία των φίλων και τώρα τελευταία, που αρκετοί βρίσκονται σε μια δύσκολη φάση, επανεκτίμησα το πόσο ωραίο είναι να είσαι φίλος και να σε χρειάζονται. Οχι, δεν εννοώ αυτούς που αποκτάς λόγω συγκυριών. Αυτοί πουλιά ήταν και πέταξαν.
Εννοώ αυτόν που μιλάτε στο τηλέφωνο από τις 11 το βράδυ μέχρι τις 3 τα ξημερώματα κι ενώ δουλεύεις την επόμενη, δεν το κλείνεις επειδή σας έχουν πιάσει σπαστικά γέλια. Αυτόν που όταν λες «όχι» σε καταλαβαίνει και «ναι» σε εκτιμάει. Αυτόν που έχεις να δεις πέντε χρόνια, από αμέλεια ή εγωισμό, και να 'στε πάλι μαζί σαν να μην πέρασε μια μέρα. Αυτόν με τον οποίο δε τίθεται θέμα ποιος θα πληρώσει το λογαριασμό και που κάνει το ακατόρθωτο, εύκολο για σένα. Αυτόν που αναφέρεις στο παιδικό σου ημερολόγιο και διαβάζεις γράμματά του. Αυτόν που σου κράτησε το χέρι όταν είχες ανάγκη από ένα. Αυτόν που χωρίς να μιλάτε συζητάτε και χωρίς να κοιτιέστε βλέπετε στο ίδιο σημείο. Αυτόν που συγχωρείς εύκολα και ξεχνάς δύσκολα. Αυτόν με τον οποίο πέφτετε κάτω από τα γέλια γιατί έχετε είτε κοινές μνήμες είτε κοινή αίσθηση. Αυτόν που θα ξεσπάσει σε κλάματα μπροστά σου και θα παραδεχθεί τις πιο μύχιες σκέψεις του. Αυτόν που τσατίζεται όταν κάνεις λάθος, αλλά σέβεται το δικαίωμά σου σε αυτό. Αυτόν που παίρνεις πρώτο τηλέφωνο όταν χωρίζεις, όταν μαλώνεις με γονείς ή συναδέλφους, όταν το σύμπαν συνωμοτεί εναντίον σου ή όταν δέχεσαι ένα τηλεφώνημα στις 4 το ξημέρωμα –να τη φοβάσαι αυτήν ώρα, είναι ύπουλη. Αυτόν με τον οποίο είσαι 100% ο εαυτός σου και λες αυτό που σκέφτεσαι κάθε στιγμή. Αυτόν που θέλει το καλό σου. Αυτόν με τον οποίο η ζωή μοιάζει ταξίδι αναψυχής. Αυτόν με τον οποίο είστε τόσο διαφορετικοί κι, όμως, τόσο ίδιοι. Αυτόν που σου ανοίγει το φακό μέσα στο σκοτάδι (σου).
Την επόμενη φορά που θα χτυπήσει το τηλέφωνο και θα είναι ένας φίλος, χαμογέλασε. Ισως είναι το μόνο παράθυρο που θα παραμένει ανοιχτό, όταν και η τελευταία πόρτα θα έχει κλείσει.
Υ.Γ. Ο τίτλος του κειμένου είναι παράφραση του τίτλου του βιβλίου της Αμάντας Μιχαλοπούλου, «Γιατί σκότωσα την καλύτερή μου φίλη». Μέσα από αυτό κατανόησα και δικαιολόγησα πολλά για μένα και τις φιλίες μου.
Tuesday, March 20, 2007
Sunday, March 18, 2007
The Indian Way
Ινδικός Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας
Τι κοινό έχουν ένα αυτοκίνητο, ένα μηχανάκι, ένα ποδήλατο και ένα τρένο, μ' ένα άλογο, έναν ελέφαντα, μια καμήλα και ένα βόδι; Είναι τα μέσα μεταφοράς της Ινδίας!
του Θανάση Παπαδόπουλου
Στην Ινδία χρειάζεται τόλμη για να ανέβεις σε αυτοκίνητο ενώ το να οδηγήσεις ο ίδιος αποτελεί μάλλον σενάριο επιστημονικής φαντασίας.
Βλέπετε, μερικοί λαοί οδηγούν στα δεξιά, όπως οι Ελληνες. Αλλοι πάλι οδηγούν στα αριστερά, όπως οι Αγγλοι. Οι Ινδοί οδηγούν στη μέση ή καλύτερα όπου να ναι και όπως να ναι.
Φαντασθείτε ότι τα αυτοκίνητα δεν έχουν πλαϊνούς εξωτερικούς καθρέπτες! Είτε είναι σπασμένοι είτε οι αυτοκινητοβιομηχανίες βγάζουν ειδικές εκδόσεις των μοντέλων τους χωρίς καθρέπτες, ειδικά για την Ινδική αγορά!! Απίστευτο!;
Οδικοί -άγραφοι- νόμοι
Πρώτος: «Ο μεγάλος έχει πάντα δίκιο».
Η μοτοσικλέτα έχει προτεραιότητα επί του πεζού, το αυτοκίνητο επί της μοτοσικλέτας και το φορτηγό επί όλων! Και όταν λέμε προτεραιότητα εννοούμε ότι δε σταματάνε με τίποτα!
Δεύτερος: «Οδηγείς χωρίς χέρια. Με το ένα χέρι κορνάρεις και με το άλλο αλλάζεις ταχύτητες».
Είναι η μοναδική χώρα στον κόσμο στην οποία όλα τα οχήματα σε προτρέπουν να τους κορνάρεις, αφού έχουν γραμμένο στο πίσω μέρος με μεγάλα μάλιστα γράμματα το εξής «HORN PLEASE». Είναι μαζόχες δεν εξηγείται διαφορετικά.
Τρίτος: «Τα φανάρια φτιάχτηκαν για να τα αγνοείς». Ξέρεις τι θα πει, να γεμίζει το κράτος με φανάρια σαν αυτά της φόρμουλα ένα, την πιο μεγάλη διασταύρωση της Βομβάης, να κοκκινίζει ο τόπος, να υπάρχουν δυο μάλιστα τροχονόμοι και με τα δυο τους χέρια προτεταμένα σε χειρονομία στοπ και κανείς να μην σταματά και να φωνάζουν και από πάνω;
Εμ, σου λέει, άμα πάθω κάτι φταίει το κάρμα. Κάτι θα έκανα σε προηγούμενη ζωή, αναπόφευκτο είναι, τι να κάνεις; Δε θα φταίει αυτός που περνάει βλαστημώντας με κόκκινο αλλά ούτε και ο άλλος που αποφασίζει, επίσης βλαστημώντας, να διεκδικήσει την προτεραιότητα του.
Τέταρτος: «Οι δρόμοι φτιάχτηκαν για όλους και για όλα».
Στους δρόμους, ακόμα και σε αυτούς της μεγαλούπολης Βομβάης, όλοι συνυπάρχουν και διεκδικούν το δικαίωμα της ύπαρξης και του σουλάτσου.
Εσύ, μέσα σε ένα ταξί με την κόρνα μονίμως πατημένη! Από δεξιά μόλις σας προσπερνάει ένα τουκ τουκ (θα μιλήσουμε για αυτό σε λίγο) ενώ από τα αριστερά μόλις προσπεράσατε εσείς ένα κάρο φορτωμένο με σακιά που το σέρνει ένα βόδι. Ακριβώς μπροστά του μια ιερή αγελάδα που βρίσκεται στις «ανήσυχες» μέρες της (καταλαβαίνετε τι εννοώ)!
Που να φορτσάρει το βόδι; Και ας το μαστιγώνει το αφεντικό του! Μποτιλιάρισμα, κουδουνίσματα, κόρνες, βρισίδια, κι όλα δείχνουν να λειτουργούν «φυσιολογικά». Σφήνες, αγελάδες, κάρα, τουκ τουκ (είπαμε σε λίγο), ποδήλατα, άνθρωποι (ζεμένοι και άζευτοι) άντε και καμιά καμήλα ζεμένη και αυτή, πιθανόν και κατσίκες, γουρούνια και κοκόρια στην άκρη ή και στη μέση του δρόμου! Ο δρόμος έχει ανοίξει, το ίδιο και η ταχύτητα του ταξί, φανάρι μπροστά, είναι κόκκινο, το ταξί συνεχίζει τη γρήγορη πορεία του, ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά ένας τεράστιος….. ελέφαντας, τριπλάσιος από το αυτοκίνητο.
Σας ακούγεται υπερβολική η ιστορία; Πηγαίνετε στην Ινδία και θα έχετε πολλές τέτοιες να διηγείστε!
Τουκ τουκ, ποδήλατο ή καμήλα;
Θα έχετε να λέτε και για τα τουκ τουκ (επιτέλους), τις στολισμένες με χαϊμαλιά, ζωγραφιές και φωτογραφίες βέσπες, που μαζί με το κουβούκλιο τους λειτουργούν σαν μικρά ταξί για μεσαίες αποστάσεις. Είναι και πιο ευέλικτα και πιο οικονομικά από τα αυτοκίνητα ταξί. Χωράνε πολύ στριμωχτά τέσσερα άτομα αλλά θα δεις και ολόκληρες οικογένειες έξι, επτά ίσως και οκτώ ατόμων, να μεταφέρονται από την καημένη βέσπα. Ως γνωστόν, χίλιοι καλοί χωράνε!
Πιο οικονομικό και γουστόζικο είναι το ποδήλατο ταξί που μοιάζει με τρίκυκλο, αλλά η απόσταση που μπορεί να διανύσει εξαρτάται από τη φυσική κατάσταση του ποδηλάτη οδηγού. Θα το δεις να λειτουργεί και σαν σχολικό, με ή και χωρίς μετατροπές, μεταφέροντας πολλούς μαθητές!
Τώρα, καμήλες, ελέφαντες, άλογα, βόδια (όχι αγελάδες) και γαϊδούρια είναι τα κλασικά μεταφορικά μέσα, όπως και εργαλεία δουλειάς, των φτωχών Ινδών. Μπορείς βέβαια να πληρώσεις για μια τουριστική βόλτα, καθώς ιδιαίτερα οι καμήλες και οι ελέφαντες αποτελούν τουριστική ατραξιόν. Για τις μεγάλες μετακινήσεις θα πρέπει αναγκαστικά θα νοικιάσεις αυτοκίνητο με οδηγό.
Τα πράγματα γίνονονται ακόμη πιο δύσκολα το βράδυ, όταν ο δρόμος έτσι και αλλιώς δεν φωτίζεται αλλά και τα οχήματα είτε δεν έχουν καθόλου φώτα είτε έχουν σε λειτουργία μόνο την εκτυφλωτική μεγάλη σκάλα. Το βραδινό ταξίδι λοιπόν με αυτοκίνητο ή λεωφορείο μπορούμε να το θεωρήσουμε απαγορευτικό!
Τελικά το πιο δημοφιλές, «γρήγορο», «άνετο» και ασφαλές μέσο είναι το τραίνο. Θυμάστε τους δικούς μας «καρβουνιάρηδες»; Ε, τέτοια είναι τα τραίνα εκεί. Και πολύ χειρότερα! Ασε που πρέπει να απαντήσεις σε αναπάντητα ερωτήματα, όπως πώς θα βρεις εισιτήρια, από πού, πότε έρχεται βάση του προγράμματος το τραίνο, πότε έρχεται πραγματικά, και άλλα τέτοια.
Συμπέρασμα
α. Τα μέσα μεταφοράς στην Ινδία αποτελούν μια ξεχωριστή εμπειρία! β. Για να οδηγήσεις στην Ινδία χρειάζεσαι καλό αυτοκίνητο, καλά αντανακλαστικά, καλά φρένα και …καλή τύχη!!
Τι κοινό έχουν ένα αυτοκίνητο, ένα μηχανάκι, ένα ποδήλατο και ένα τρένο, μ' ένα άλογο, έναν ελέφαντα, μια καμήλα και ένα βόδι; Είναι τα μέσα μεταφοράς της Ινδίας!
του Θανάση Παπαδόπουλου
Στην Ινδία χρειάζεται τόλμη για να ανέβεις σε αυτοκίνητο ενώ το να οδηγήσεις ο ίδιος αποτελεί μάλλον σενάριο επιστημονικής φαντασίας.
Βλέπετε, μερικοί λαοί οδηγούν στα δεξιά, όπως οι Ελληνες. Αλλοι πάλι οδηγούν στα αριστερά, όπως οι Αγγλοι. Οι Ινδοί οδηγούν στη μέση ή καλύτερα όπου να ναι και όπως να ναι.
Φαντασθείτε ότι τα αυτοκίνητα δεν έχουν πλαϊνούς εξωτερικούς καθρέπτες! Είτε είναι σπασμένοι είτε οι αυτοκινητοβιομηχανίες βγάζουν ειδικές εκδόσεις των μοντέλων τους χωρίς καθρέπτες, ειδικά για την Ινδική αγορά!! Απίστευτο!;
Οδικοί -άγραφοι- νόμοι
Πρώτος: «Ο μεγάλος έχει πάντα δίκιο».
Η μοτοσικλέτα έχει προτεραιότητα επί του πεζού, το αυτοκίνητο επί της μοτοσικλέτας και το φορτηγό επί όλων! Και όταν λέμε προτεραιότητα εννοούμε ότι δε σταματάνε με τίποτα!
Δεύτερος: «Οδηγείς χωρίς χέρια. Με το ένα χέρι κορνάρεις και με το άλλο αλλάζεις ταχύτητες».
Είναι η μοναδική χώρα στον κόσμο στην οποία όλα τα οχήματα σε προτρέπουν να τους κορνάρεις, αφού έχουν γραμμένο στο πίσω μέρος με μεγάλα μάλιστα γράμματα το εξής «HORN PLEASE». Είναι μαζόχες δεν εξηγείται διαφορετικά.
Τρίτος: «Τα φανάρια φτιάχτηκαν για να τα αγνοείς». Ξέρεις τι θα πει, να γεμίζει το κράτος με φανάρια σαν αυτά της φόρμουλα ένα, την πιο μεγάλη διασταύρωση της Βομβάης, να κοκκινίζει ο τόπος, να υπάρχουν δυο μάλιστα τροχονόμοι και με τα δυο τους χέρια προτεταμένα σε χειρονομία στοπ και κανείς να μην σταματά και να φωνάζουν και από πάνω;
Εμ, σου λέει, άμα πάθω κάτι φταίει το κάρμα. Κάτι θα έκανα σε προηγούμενη ζωή, αναπόφευκτο είναι, τι να κάνεις; Δε θα φταίει αυτός που περνάει βλαστημώντας με κόκκινο αλλά ούτε και ο άλλος που αποφασίζει, επίσης βλαστημώντας, να διεκδικήσει την προτεραιότητα του.
Τέταρτος: «Οι δρόμοι φτιάχτηκαν για όλους και για όλα».
Στους δρόμους, ακόμα και σε αυτούς της μεγαλούπολης Βομβάης, όλοι συνυπάρχουν και διεκδικούν το δικαίωμα της ύπαρξης και του σουλάτσου.
Εσύ, μέσα σε ένα ταξί με την κόρνα μονίμως πατημένη! Από δεξιά μόλις σας προσπερνάει ένα τουκ τουκ (θα μιλήσουμε για αυτό σε λίγο) ενώ από τα αριστερά μόλις προσπεράσατε εσείς ένα κάρο φορτωμένο με σακιά που το σέρνει ένα βόδι. Ακριβώς μπροστά του μια ιερή αγελάδα που βρίσκεται στις «ανήσυχες» μέρες της (καταλαβαίνετε τι εννοώ)!
Που να φορτσάρει το βόδι; Και ας το μαστιγώνει το αφεντικό του! Μποτιλιάρισμα, κουδουνίσματα, κόρνες, βρισίδια, κι όλα δείχνουν να λειτουργούν «φυσιολογικά». Σφήνες, αγελάδες, κάρα, τουκ τουκ (είπαμε σε λίγο), ποδήλατα, άνθρωποι (ζεμένοι και άζευτοι) άντε και καμιά καμήλα ζεμένη και αυτή, πιθανόν και κατσίκες, γουρούνια και κοκόρια στην άκρη ή και στη μέση του δρόμου! Ο δρόμος έχει ανοίξει, το ίδιο και η ταχύτητα του ταξί, φανάρι μπροστά, είναι κόκκινο, το ταξί συνεχίζει τη γρήγορη πορεία του, ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά ένας τεράστιος….. ελέφαντας, τριπλάσιος από το αυτοκίνητο.
Σας ακούγεται υπερβολική η ιστορία; Πηγαίνετε στην Ινδία και θα έχετε πολλές τέτοιες να διηγείστε!
Τουκ τουκ, ποδήλατο ή καμήλα;
Θα έχετε να λέτε και για τα τουκ τουκ (επιτέλους), τις στολισμένες με χαϊμαλιά, ζωγραφιές και φωτογραφίες βέσπες, που μαζί με το κουβούκλιο τους λειτουργούν σαν μικρά ταξί για μεσαίες αποστάσεις. Είναι και πιο ευέλικτα και πιο οικονομικά από τα αυτοκίνητα ταξί. Χωράνε πολύ στριμωχτά τέσσερα άτομα αλλά θα δεις και ολόκληρες οικογένειες έξι, επτά ίσως και οκτώ ατόμων, να μεταφέρονται από την καημένη βέσπα. Ως γνωστόν, χίλιοι καλοί χωράνε!
Πιο οικονομικό και γουστόζικο είναι το ποδήλατο ταξί που μοιάζει με τρίκυκλο, αλλά η απόσταση που μπορεί να διανύσει εξαρτάται από τη φυσική κατάσταση του ποδηλάτη οδηγού. Θα το δεις να λειτουργεί και σαν σχολικό, με ή και χωρίς μετατροπές, μεταφέροντας πολλούς μαθητές!
Τώρα, καμήλες, ελέφαντες, άλογα, βόδια (όχι αγελάδες) και γαϊδούρια είναι τα κλασικά μεταφορικά μέσα, όπως και εργαλεία δουλειάς, των φτωχών Ινδών. Μπορείς βέβαια να πληρώσεις για μια τουριστική βόλτα, καθώς ιδιαίτερα οι καμήλες και οι ελέφαντες αποτελούν τουριστική ατραξιόν. Για τις μεγάλες μετακινήσεις θα πρέπει αναγκαστικά θα νοικιάσεις αυτοκίνητο με οδηγό.
Τα πράγματα γίνονονται ακόμη πιο δύσκολα το βράδυ, όταν ο δρόμος έτσι και αλλιώς δεν φωτίζεται αλλά και τα οχήματα είτε δεν έχουν καθόλου φώτα είτε έχουν σε λειτουργία μόνο την εκτυφλωτική μεγάλη σκάλα. Το βραδινό ταξίδι λοιπόν με αυτοκίνητο ή λεωφορείο μπορούμε να το θεωρήσουμε απαγορευτικό!
Τελικά το πιο δημοφιλές, «γρήγορο», «άνετο» και ασφαλές μέσο είναι το τραίνο. Θυμάστε τους δικούς μας «καρβουνιάρηδες»; Ε, τέτοια είναι τα τραίνα εκεί. Και πολύ χειρότερα! Ασε που πρέπει να απαντήσεις σε αναπάντητα ερωτήματα, όπως πώς θα βρεις εισιτήρια, από πού, πότε έρχεται βάση του προγράμματος το τραίνο, πότε έρχεται πραγματικά, και άλλα τέτοια.
Συμπέρασμα
α. Τα μέσα μεταφοράς στην Ινδία αποτελούν μια ξεχωριστή εμπειρία! β. Για να οδηγήσεις στην Ινδία χρειάζεσαι καλό αυτοκίνητο, καλά αντανακλαστικά, καλά φρένα και …καλή τύχη!!
Sunday, March 11, 2007
Δικαίωμα στο δίλημμα
Της Σόνιας Ταλαντινού
Την προηγούμενη Κυριακή γέννησε η πρώτη μου ξαδέλφη και πήγαμε να δούμε μαμά και γιο. Στον ομορφότερο όροφο του ιατρικού κέντρου. Εκεί, που υπάρχει θέση μόνο για γέλια, μπαλόνια, χρώματα, λουλούδια, ευτυχίες και δεκάδες ταυτόχρονα ουάουά, που σε κάνουν να αναρωτιέσαι... εγώ πότε θα γίνω μάνα, Θοδωρή;
Μετά, αρχίζει το δούλεμα για το πότε θα σοβαρευτώ. Που «σοβαρεύομαι» εδώ μεταφράζεται σε πότε θα παντρευτώ και θα κάνω οικογένεια -αφού η μικρότερη ξαδέλφη και παντρεύτηκε και γέννησε. Αυτή, πάλι, τη νουθεσία δεν την κατάλαβα ποτέ. Οι παντρεμένοι σε βλέπουν με ζήλια που μπορείς να φεύγεις και να έρχεσαι ό,τι ώρα θέλεις, που προγραμματίζεις ταξίδια όποτε σου γουστάρει, που δε φέρεις την ευθύνη κανενός, παρά μονάχα του εαυτού σου, που ασχολείσαι με ό,τι αγαπάς. Από την άλλη, εσύ, ο ελεύθερος, ζηλεύεις τη συναισθηματική σταθερότητα, την επιστροφή στο γεμάτο σπίτι, το μοίρασμα, τα αφράτα μάγουλα και τα πάμπερς. Ποτέ κανείς δε θα είναι αρκετά ευχαριστημένος, ό,τι κι αν κάνει, όπου κι αν ανήκει.
Ποτέ δεν υπήρξα από τα κοριτσάκια που έλεγαν «θέλω να κάνω πολλά παιδιά κλπ κλπ». Το θέμα είναι ότι όσες το είπαν το έκαναν κιόλας. Νομίζω πως δεν μπορώ να γυρίσω το χρόνο πίσω και να αλλάξω τις ευχές. Το φλουρί είναι στον πάτο της λίμνης και η λίμνη είναι βαθιά. Τελικά, όλοι έχουμε τις ζωές που αξίζουμε και θέλαμε. Πάντα, όμως, με δεδομένο ότι αυτό που νομίζαμε ότι θέλαμε μας το όρισαν από μικρή ηλικία ως μονόδρομο και ούτε που μας έδωσαν εναλλακτικές. Γι' αυτό και οι περισσότεροι, ετεροχρονισμένα συνήθως, ψάχνουν να βρουν τι είναι αυτό το κενό και πώς θα το γεμίσουν.
Τον τελευταίο μήνα άκουσα για αρκετούς χωρισμούς. Κυρίως, έπαιξε το θέμα γάμος -προχωράμε ή το αφήνουμε-, χωρίς να λείπουν και τα κλασικά, ασυνεννοησίες, κερατώματα, επιπολαιότητες κλπ. Και ξαφνικά, όσοι ήταν 2 γίναμε ένας και η ομάδα των singles ανδρώθηκε και πάλι. Και τα μέλη της άρχισαν τις μεγάλες δηλώσεις για την μοναξιά κατ' επιλογή.
Δεν ξέρω αν μεγαλώνοντας δυσκολεύει το πράγμα. Οσο περνάνε τα χρόνια, πάντως, συνειδητοποιείς τις δυσκολίες που θα συναντήσεις κι αυτό σε φρενάρει. Γιατί ποτέ μου δεν πίστεψα ότι αυτοί που παντρεύονται νωρίς και κάνουν παιδιά είναι πιο ώριμοι. Ισως απλώς έχουν άγνοια κινδύνου. Ποιος ξέρει; Ολα ένα κουβάρι. Πώς να ξέρεις ποιος είναι ο κατάλληλος; Πώς να δεχτείς ότι αυτό ήταν και τελείωσε; Πώς να προβλέψεις ότι για κάτι τόσο σοβαρό δε θα μετανιώσεις, ιδίως όταν παίζει παιδί στη μέση; Πώς να φαντασιωθείς ότι εσύ θα είσαι ο εκλεκτός που θα δημιουργήσεις την οικογένεια Βιτάμ, με τόσα που ακούς, και δε θα σφίγγεσαι για να το παίζεις κοινωνικά ευτυχισμένος; Γιατί όταν τελειώνει η διαφήμιση, και εξαφανίζονται το γκαζόν, το καρό τραπεζομάντιλο και το καλάθι του πικ νικ, εξαφανίζονται συνήθως και τα γέλια.
Κι επειδή την κρίση την περάσαμε οι περισσότερες/οι, ένα έχω να σου πω: μην αγχώνεσαι. Δεν είναι όλοι φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό και δεν έχουν όλοι τον ίδιο σκοπό να εκπληρώσουν. Μπορείς να μείνεις όσο ασόβαρος θέλεις -η σοβαρότητα είναι το καταφύγιο των ρηχών-, να αρνείσαι να συμβιβαστείς ή να ζεις μια παρατεταμένη εφηβεία. Εχεις το δικαίωμα να μη δέχεσαι να βρεθείς μ' ένα διαζύγιο στο χέρι, να ζεις ένα ψέμα με σφραγισμένο στόμα, μυαλό και καρδιά «λόγω των παιδιών» ή απλά, να στέκεσαι πολύ σοβαρός απέναντι στο τι μπορείς να κάνεις καλά. Πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι πιο έτοιμοι ή πιο πρόθυμοι από σένα για τέτοιες περιπέτειες. Στο μεταξύ, εσύ συνέχισε τις δηλώσεις περί μοναξιάς και ανεξαρτησίας, με το Υ.Γ. ότι έχεις πάντα το αναφαίρετο δικαίωμα να τις αναδιαμορφώσεις. Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα βρεθείς στον όροφο της ευτυχίας, και όχι σαν επισκέπτης...
Την προηγούμενη Κυριακή γέννησε η πρώτη μου ξαδέλφη και πήγαμε να δούμε μαμά και γιο. Στον ομορφότερο όροφο του ιατρικού κέντρου. Εκεί, που υπάρχει θέση μόνο για γέλια, μπαλόνια, χρώματα, λουλούδια, ευτυχίες και δεκάδες ταυτόχρονα ουάουά, που σε κάνουν να αναρωτιέσαι... εγώ πότε θα γίνω μάνα, Θοδωρή;
Μετά, αρχίζει το δούλεμα για το πότε θα σοβαρευτώ. Που «σοβαρεύομαι» εδώ μεταφράζεται σε πότε θα παντρευτώ και θα κάνω οικογένεια -αφού η μικρότερη ξαδέλφη και παντρεύτηκε και γέννησε. Αυτή, πάλι, τη νουθεσία δεν την κατάλαβα ποτέ. Οι παντρεμένοι σε βλέπουν με ζήλια που μπορείς να φεύγεις και να έρχεσαι ό,τι ώρα θέλεις, που προγραμματίζεις ταξίδια όποτε σου γουστάρει, που δε φέρεις την ευθύνη κανενός, παρά μονάχα του εαυτού σου, που ασχολείσαι με ό,τι αγαπάς. Από την άλλη, εσύ, ο ελεύθερος, ζηλεύεις τη συναισθηματική σταθερότητα, την επιστροφή στο γεμάτο σπίτι, το μοίρασμα, τα αφράτα μάγουλα και τα πάμπερς. Ποτέ κανείς δε θα είναι αρκετά ευχαριστημένος, ό,τι κι αν κάνει, όπου κι αν ανήκει.
Ποτέ δεν υπήρξα από τα κοριτσάκια που έλεγαν «θέλω να κάνω πολλά παιδιά κλπ κλπ». Το θέμα είναι ότι όσες το είπαν το έκαναν κιόλας. Νομίζω πως δεν μπορώ να γυρίσω το χρόνο πίσω και να αλλάξω τις ευχές. Το φλουρί είναι στον πάτο της λίμνης και η λίμνη είναι βαθιά. Τελικά, όλοι έχουμε τις ζωές που αξίζουμε και θέλαμε. Πάντα, όμως, με δεδομένο ότι αυτό που νομίζαμε ότι θέλαμε μας το όρισαν από μικρή ηλικία ως μονόδρομο και ούτε που μας έδωσαν εναλλακτικές. Γι' αυτό και οι περισσότεροι, ετεροχρονισμένα συνήθως, ψάχνουν να βρουν τι είναι αυτό το κενό και πώς θα το γεμίσουν.
Τον τελευταίο μήνα άκουσα για αρκετούς χωρισμούς. Κυρίως, έπαιξε το θέμα γάμος -προχωράμε ή το αφήνουμε-, χωρίς να λείπουν και τα κλασικά, ασυνεννοησίες, κερατώματα, επιπολαιότητες κλπ. Και ξαφνικά, όσοι ήταν 2 γίναμε ένας και η ομάδα των singles ανδρώθηκε και πάλι. Και τα μέλη της άρχισαν τις μεγάλες δηλώσεις για την μοναξιά κατ' επιλογή.
Δεν ξέρω αν μεγαλώνοντας δυσκολεύει το πράγμα. Οσο περνάνε τα χρόνια, πάντως, συνειδητοποιείς τις δυσκολίες που θα συναντήσεις κι αυτό σε φρενάρει. Γιατί ποτέ μου δεν πίστεψα ότι αυτοί που παντρεύονται νωρίς και κάνουν παιδιά είναι πιο ώριμοι. Ισως απλώς έχουν άγνοια κινδύνου. Ποιος ξέρει; Ολα ένα κουβάρι. Πώς να ξέρεις ποιος είναι ο κατάλληλος; Πώς να δεχτείς ότι αυτό ήταν και τελείωσε; Πώς να προβλέψεις ότι για κάτι τόσο σοβαρό δε θα μετανιώσεις, ιδίως όταν παίζει παιδί στη μέση; Πώς να φαντασιωθείς ότι εσύ θα είσαι ο εκλεκτός που θα δημιουργήσεις την οικογένεια Βιτάμ, με τόσα που ακούς, και δε θα σφίγγεσαι για να το παίζεις κοινωνικά ευτυχισμένος; Γιατί όταν τελειώνει η διαφήμιση, και εξαφανίζονται το γκαζόν, το καρό τραπεζομάντιλο και το καλάθι του πικ νικ, εξαφανίζονται συνήθως και τα γέλια.
Κι επειδή την κρίση την περάσαμε οι περισσότερες/οι, ένα έχω να σου πω: μην αγχώνεσαι. Δεν είναι όλοι φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό και δεν έχουν όλοι τον ίδιο σκοπό να εκπληρώσουν. Μπορείς να μείνεις όσο ασόβαρος θέλεις -η σοβαρότητα είναι το καταφύγιο των ρηχών-, να αρνείσαι να συμβιβαστείς ή να ζεις μια παρατεταμένη εφηβεία. Εχεις το δικαίωμα να μη δέχεσαι να βρεθείς μ' ένα διαζύγιο στο χέρι, να ζεις ένα ψέμα με σφραγισμένο στόμα, μυαλό και καρδιά «λόγω των παιδιών» ή απλά, να στέκεσαι πολύ σοβαρός απέναντι στο τι μπορείς να κάνεις καλά. Πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι πιο έτοιμοι ή πιο πρόθυμοι από σένα για τέτοιες περιπέτειες. Στο μεταξύ, εσύ συνέχισε τις δηλώσεις περί μοναξιάς και ανεξαρτησίας, με το Υ.Γ. ότι έχεις πάντα το αναφαίρετο δικαίωμα να τις αναδιαμορφώσεις. Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα βρεθείς στον όροφο της ευτυχίας, και όχι σαν επισκέπτης...
Thursday, March 8, 2007
Μια ελεύθερη πόλη
Βερολίνο
Η πρώτη εικόνα της πόλης με έκανε να ξεπεράσω το φόβο της προσγείωσης. Είχαμε αφήσει πίσω τα σύννεφα και πετούσαμε πάνω από τα ανατολικά προάστια, κατευθυνόμενοι βορειοδυτικά, προς το αεροδρόμιο του Τέγκελ. Οι παλάμες μου ξαφνικά δεν ιδρώνουν, τα αφτιά μου δεν πονούν και χαζέυω από το παράθυρο τα φιδογυρίσματα του Σπρέε, τις - σαν ζαχαρωτά - αγροικίες, τις μονοκατοικίες ανάμεσα στα δέντρα, τις εργατικές πολυκατοικίες, τα σχολεία με τις τεράστιες αυλές, την αραιή κίνηση στους περιφερειακούς.
Ποτάμι, δάσος, σπίτια, δάσος, ποτάμι, αγρός, εργοστάσιο και ξανά δάσος, ποτάμι… Κι, όμως, βρισκόμαστε πάνω από μια από τις μεγαλύτερες και ραγδαία αναπτυσσόμενες πρωτεύουσες της Ευρώπης. Σε λίγα λεπτά, πατούσαμε στο Βερολίνο, που είχα ήδη ερωτευτεί από τα… πέντε χιλιάδες πόδια.
Κι όμως, επιτρέπεται το κάπνισμα
Τι θέλει ο Ελληνας μόλις προσγειωθεί κάπου; Τρία πράγματα: να πάρει γρήγορα τις βαλίτσες του, ένα τσιγάρο κι ένα ταξί. Το πρώτο, ως απωθημένο για την ταλαιπωρία που έχει υποστεί στα ελληνικά αεροδρόμια, το δεύτερο, για να πάει η ψυχή στον τόπο της και για να επιβεβαιώσει την ελευθερία του, το τρίτο, για να φτάσει μια ώρα πιο γρήγορα στο ξενοδοχείο και να βγάλει τα παπούτσια του, αλλά κι επειδή δεν έχει την κουλτούρα της μετακίνησης με τα μαζικά μέσα μεταφοράς. Τα είχαμε και τα τρία, πράγμα που μας έκανε να νιώσουμε χαλαρά με το «καλημέρα». Ιδιαίτερα το δεύτερο. Αποδεικνύοντας ότι οι Βερολινέζοι αντιστέκονται ακόμη στην πουριτανική αντικαπνιστική υστερία που έχει καταλάβει ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη.
Γκολ με το willkommen!
Είναι Παρασκευή, λίγο πριν από το μεσημέρι. Με κουτσά γερμανικά, στραβά αγγλικά και πολλά χαμόγελα έχουμε καταφέρει να συνεννοηθούμε με τον ταξιτζή για το πού θέλουμε να μας πάει και ήδη προσπερνάμε τη Ζίγκεσοϊλε, τη Θριαμβική Στήλη με το επίχρυσο άγαλμα της «Γκολντέζε» και πλησιάζουμε στο κέντρο της πόλης. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, τσεκάρω τη λίστα με όλα τα «πρέπει να πάτε, πρέπει να δείτε» που είχα συντάξει με τη βοήθεια φίλων και γνωστών, προσπαθώ να προσανατολιστώ με τη βοήθεια ενός χάρτη, τσεκάρω αν δουλεύει το ρόμινγκ στο κινητό μου και χαζεύω τα περιοδικά και τις εφημερίδες που υπάρχουν στις θήκες πίσω από το κάθισμα του συνοδηγού.
Διασχίσαμε διαγωνίως ολόκληρο το Βερολίνο, περνώντας την πιο κεντρική λεωφόρο της πόλης, την Ούντερ Ντεν Λίντεν (σαν να λέμε την αντίστοιχη Εγνατία ή μάλλον την Νίκης ή, γιατί όχι, τη Λεωφόρο Στρατού ή μήπως τη Μεγάλου Αλεξάνδρου του Βερολίνου;), δηλαδή μια απόσταση 16 περίπου χιλιομέτρων, μέσα σε 10 -12 λεπτά. Πριν κατεβούμε από το ταξί, υπολογίζω πόσο χρόνο θα κάναμε πηγαίνοντας από το αεροδρόμιο «Μακεδονία» μέχρι τον Αγιο Παύλο, μεσημέρι Παρασκευής, στη Θεσσαλονίκη. Μία ώρα, δύο; Το κρας τεστ έχει, ασυναίσθητα και αναπόφευκτα σχεδόν, ξεκινήσει με τη Θεσσαλονίκη να τρώει το πρώτο γκολάκι για το κυκλοφοριακό από τα αποδυτήρια, επί της Αλτόναερ Στράσε.
Κυκλοφορώντας στο Βερολίνο
Το γκολ της ισοφάρισης έρχεται το αμέσως επόμενο λεπτό, πληρώνοντας τον ταξιτζή γύρω στα 15 ευρώ. Τα ταξί στο Βερολίνο μπορεί μεν να τα βρεις παντού και όλες τις ώρες, μπορεί να μην παίζουν καψουροτράγουδα, να μην παίρνουν διπλές κούρσες, να είναι πεντακάθαρα και να σε πηγαίνουν ακριβώς στον προορισμό σου - για να μην πω ότι φέρνουν τις βαλίτσες μέχρι και το ασανσέρ -, αλλά δεν παύουν να είναι πανάκριβα. Ανόητο γκολ. Παίρνοντας το μετρό ή ένα λεωφορείο θα είχαμε πληρώσει μόλις 4 ευρώ και 20 σεντς (2,10 έχει το απλό εισιτήριο σε όλα τα μέσα μεταφοράς) και θα ήμασταν στον προορισμό μας σε ένα τέταρτο το πολύ.
Το ξενοδοχείο βρίσκεται δίπλα σε ένα από τα λιμάνια του Βερολίνου, κοντά στο Νησί των Μουσείων. Ναι, λιμάνια. Και, μάλιστα, με τακτικές ενδοαστικές συνδέσεις με καραβάκια, αλλά και με τη δυνατότητα να φτάσεις μέχρι και την Πολωνία. Κι όλα αυτά, χάρη στον ποταμό Σπρέε και τους παραποτάμους του, που διατρέχουν το μεγαλύτερο κομμάτι της πόλης. Να τα βλέπουμε εμείς που έχουμε ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια της Μεσογείου και δεν μπορούμε να πάμε όχι μέχρι τη Σκιάθο και την Αλλόνησο, αλλά ούτε καν μέχρι το Καραμπουρνάκι. Εδώ τα γκολ δίνουν τη θέση τους σε απανωτά τρίποντα καλάθια σε βάρος της Θεσσαλονίκης. Οχι μόνο για την ποτάμια συγκοινωνία, αλλά και για το τραμ και για τα λεωφορεία και για την ου-μπαν και ες-μπαν (τον υπόγειο και τον υπέργειο, αντίστοιχα, σιδηρόδρομο) και για τα ποδήλατα ιδιωτικής και δημόσιας (!) χρήσης. Ολόκληρη η ζωή της πόλης στηρίζεται στα μέσα μεταφοράς, στην ελευθερία να πηγαίνεις οπουδήποτε από οπουδήποτε μέσα σε λίγα λεπτά. Να κινηθείς σε όλα τα επίπεδα, να γνωρίσεις τους ανθρώπους της, να ταξιδέψεις στο χώρο και το χρόνο.
Ελευθερία: η λέξη-κλειδί
Απέραντοι ελεύθεροι χώροι, δάση, πάρκα, πλατείες. Ελεύθερη μετακίνηση. Ελεύθερη πρόσβαση για όλους παντού. Ελεύθερη διακίνηση ιδεών και ελευθερία έκφρασης. Ελευθερία και δικαιώματα στις μειονότητες, αλλά και στους μειονεκτούντες πολίτες. Free-papers και free-zines (περιοδικά). Η πρωτεύουσα μιας χώρας που 70 χρόνια πριν θέλησε να υποδουλώσει ολόκληρο τον πλανήτη, η προτελευταία ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που υποδουλώθηκε στους πρώην εχθρούς της και «τιμωρήθηκε», μένοντας διχασμένη με το Τείχος, διψάει για ελευθερία. Κι αυτή που έχει, μοιάζει να μην της είναι αρκετή.
Κι αν για σένα, τον απλό επισκέπτη, αυτή η ελευθερία σήμερα σου προσφέρεται εξαρχής και δωρεάν, στους Βερολινέζους στοίχισε ακριβά. Πανάκριβα. Καταλαβαίνεις οτι οι πληγές της καταστροφής και του Τείχους πονούν ακόμη. Η αξιοπρέπεια δεν τους αφήνει να το δείξουν, όπως δε δείχνουν και τις ενοχές τους ή την αδυναμία τους να συμφιλιωθούν με το παρελθόν. Οι Βερολινέζοι επέλεξαν να προχωρήσουν μπροστά χωρίς να κοιτάζουν πλέον πίσω, αλλά και χωρίς να εξαφανίσουν οτιδήποτε τους θυμίζει τα πέτρινα χρόνια. Τα δεκάδες μουσεία της πρωτεύουσας της Γερμανίας αποδεικνύουν ότι δεν απεμπολούν τις μνήμες τους όσο ένδοξες ή επώδυνες κι αν είναι.
Μουσεία είπαμε;
Μη φανταστείτε τίποτε ορθογώνια, αποστειρωμένα κατασκευάσματα με προθήκες και βιτρίνες εκθεμάτων, που τα περιηγούνται καμιά κατοσταριά βαρεμένοι, άντε κι άλλοι πενήντα τουρίστες, δύο τρία δημοτικά σχολεία κι ένα «ΚΑΠΗ» από τη Βαυαρία. Τα μουσεία του Βερολίνου, από την Παλαιά Εθνική Πινακοθήκη, το Παλαιό Μουσείο, το παράρτημα του Γκούγκενχαϊμ μέχρι το Τσίγκχαους (Μουσείο Γερμανικής Ιστορίας) και το Μουσείο της Περγάμου ή το Χαμπούργκερ Μπάνχοφ είναι ζωντανοί οργανισμοί, πολυχώροι που σφύζουν καθημερινά από κίνηση, στους οποίους γίνεται χρήση της τελευταίας λέξης της τεχνολογίας και που είναι γεμάτοι με Γερμανούς και ξένους επισκέπτες από κάθε γωνιά του πλανήτη. Ουδεμία σχέση με το τι εννοούμε και το τι φανταζόμαστε εμείς όταν μιλάμε για μουσεία είτε της Αθήνας είτε της Θεσσαλονίκης. Και να σκεφτεί κανείς ότι η ιστορία του Βερολίνου ξεκινάει στα 1.237 μ.Χ. όταν σε κάποια κιτάπια γίνεται η πρώτη αναφορά για έναν ομώνυμο οικισμό δίπλα στο ψαροχώρι Κέελν, στις όχθες του ποταμού Σπρέε, που αποτελεί εμπορικό σταθμό της περιοχής. Οι κάτοικοι εμπορεύονται ψάρια, σίκαλη και ξυλεία την ίδια εποχή που η Θεσσαλονίκη δέσποζε στη χερσόνησο του Αίμου ως συμβασιλεύουσα…
Ολοι είναι εκεί…
Οχι, μη φανταστείτε ότι οι μνήμες και η ιστορία κατοικούν μονάχα στα μουσεία της πόλης. Τις συναντάς στους τοίχους, τις ταράτσες, τα χόφε (τις αυλές), τους υπόγειους σταθμούς του μετρό, μέσα σε πολυτελή ξενοδοχεία και εστιατόρια, αλλά και σε οικογενειακές μπιραρίες, σε δρόμους και πλατείες. Από το Φρειδερίκο φον Χόχεντσολερν μέχρι το Φρειδερίκο Γουλιέλμο τον Β’ και από τον Οτο φον Βίσμαρκ μέχρι τον Κάρολο Μαρξ και τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, όλοι όσοι σημάδεψαν την ιστορία αυτής της χώρας, αυτής της πόλης, είναι εκεί. Ολοι. Εκτός από το Χίτλερ και τους Ναζιστές. Οι μόνοι που έχουν εξοβελιστεί, τουλάχιστον από την πρόσοψη της πόλης. Κι αν κάτι τους θυμίζει είναι ορισμένα κτίρια που χτίστηκαν επί των ημερών τους, όπως το Ολυμπιακό στάδιο του Βερολίνου και τα μνημεία που είναι αφιερωμένα στα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας.
Δεν καταστρέφουν, δημιουργούν!
Τα μόνα πράγματα που έχουν γκρεμιστεί στο Βερολίνο είναι το μεγαλύτερο μέρος του Τείχους και μερικά, ελάχιστα κτίρια, όπως το Παλάστ ντερ Ρεπουμπλίκ, το οποίο φιλοξενούσε τη Βουλή της Λ.Δ. της Γερμανίας, όχι επειδή τους θύμιζε τη διχοτόμηση, αλλά επειδή το 1990 αποκαλύφθηκε ότι κατά την κατασκευή του είχε χρησιμοποιηθεί αμίαντος. Γι' αυτό και στο Βερολίνο μπορείς να δεις δείγματα και σχολές αρχιτεκτονικής απ' όλες τις εποχές, μπορείς στην ουσία να «διαβάσεις» ολόκληρη την ιστορία της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής από το γοτθικό 13ο αιώνα, την εποχή του μπαρόκ και του ροκοκό μέχρι και το μπαουχάουζ, αλλά και τις σοβιετικές επιρροές του 20ού και τα διαστημικά, χάι-τεκ κτίρια του 21ου αιώνα. Οικοδομές που ισοπεδώθηκαν από τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων, σήμερα ξαναστέκονται όρθιες, πιστές στα αρχικά τους σχέδια και με όλη την αίγλη και τη λειτουργικότητα που είχαν στην εποχή τους.
Ενα απέραντο εργοτάξιο
Το Βερολίνο ανοικοδομείται, ανακατασκευάζεται, συντηρείται απ’ άκρου εις άκρον κι, όμως, μέσα σ’ αυτόν τον οικοδομικό οργασμό δε διαταράσσεται ούτε στο ελάχιστο η ζωή της πόλης και των κατοίκων της. Καμιά σχέση με εδώ που ανοίγει ένας λάκκος, για να μπει φυσικό αέριο, και μπλοκάρει η κίνηση από του Χαριλάου μέχρι τη Σίνδο. Στη Γερμανία, μπορεί να ανασκαφτεί μια ολόκληρη πλατεία και να μην το πάρει χαμπάρι κανείς. Κι αυτό χάρη στα έργα υποδομής, τις προσωρινές ράμπες, τις πεζογέφυρες και τις κυκλοφοριακές ρυθμίσεις που ξεκινούν πριν αρχίσει το έργο και καταργούνται με την παράδοσή του. Τα εργοτάξια δουλεύουν νύχτα - μέρα και είναι πραγματικά εντυπωσιακό το πώς οι εργάτες πηγαίνουν και φεύγουν από τις δουλειές τους «στην τρίχα», χάρη στις υποδομές που υπάρχουν γι’ αυτούς στο χώρο εργασίας.
Μία φορά δεν είναι ποτέ αρκετή
Επί μια εβδομάδα σχεδόν περπάτησα ατέλειωτα χιλιόμετρα μέσα στην πόλη, άλλαξα άπειρα τρένα και λεωφορεία. Πρόλαβα να δω και να ζήσω ελάχιστα απ' όσα σχεδίαζα. Εκείνη τη λίστα με τα «πρέπει να πάτε, πρέπει να δείτε» την είχα ούτως ή άλλως ξεχάσει σε εκείνο το πρώτο ταξί που μας έφερε από το αεροδρόμιο στο ξενοδοχείο. Προσπάθησα να ανακαλύψω το ρυθμό του Βερολίνου και των Βερολινέζων στους δρόμους, στις πλατείες, στα υπαίθρια παζάρια, στα υπέροχα μπαρ, που είναι κρυμμένα πίσω από σιδερένιες πόρτες χωρίς ταμπέλες, στα εμπορικά κέντρα, στη Φρίντριχ Στράσε των μεγάλων καταστημάτων, αλλά και στην Οράνιεν Στράσε με τα τραβεστί και τους βαλκάνιους νταβατζήδες, στην μπιραρία της γειτονιάς, αλλά και στα πολυετελή restaurant στο «τουριστικό» Νικολάιφιρτελ. Ο χρόνος δεν ήταν αρκετός. Το Βερολίνο «μισεί» τους τουρίστες και λατρεύει τους περιηγητές και για όσους το ερωτευθούν γίνεται προορισμός ζωής. Δεν ξέρω αν θα ήθελα να ζήσω εκεί. Ισως για ένα, δύο χρόνια, όχι περισσότερο. Υποσχέθηκα, όμως, να πηγαίνω μία φορά το χρόνο, αν και εφόσον τα καταφέρνω. Εστω και για λίγες ημέρες κάθε φορά, για να «γεμίζω τις μπαταρίες μου». Την επόμενη θα είναι καλοκαίρι, νωρίς τον Ιούνιο, όπως μου σύστησαν οι άνθρωποι που ζουν εκεί.
Μύθοι και αλήθειες
1. «Στο Βερολίνο θα συναντήσεις τους πιο χαρακτηριστικούς Γερμανούς». Μύθος: Οσο και το ότι στη Νέα Υόρκη θα συναντήσεις χαρακτηριστικούς Aμερικανούς.
2. «Το Βερολίνο είναι μια κρύα και συννεφιασμένη πόλη της κεντρικής Ευρώπης». Μύθος: Στο Βερολίνο έχει σαφώς λιγότερο κρύο από περιοχές που βρίσκονται κοντά στις Αλπεις και περισσότερες ημέρες ηλιοφάνειας απ’ ό,τι στη δυτική Γερμανία.
3. «Οι Βερολινέζοι δεν μιλούν αγγλικά και γενικά καμιά άλλη γλώσσα εκτός από τη δική τους». Μύθος: Οι Βερολινέζοι μιλούν θαυμάσια αγγλικά και τρελαίνονται να μαθαίνουν ξένες γλώσσες, ιδιαίτερα τα ισπανικά. Γενικά, τρελαίνονται να μαθαίνουν από μαγειρική μέχρι τύμπανα και κρουστά κι από ανθοδετική μέχρι κουνγκφού.
4. «Στο Βερολίνο δε σερβίρουν νερό». Αλήθεια: Και όχι μόνο δε σερβίρουν -ούτε καν με τον καφέ-, αλλά είναι και πανάκριβο.
5. «Στο Βερολίνο κυκλοφορούν πολλοί gay». Αλήθεια: Δεν ξέρω αν υπάρχουν αναλογικά περισσότεροι gay απ’ ό,τι στη Θεσσαλονίκη, πάντως μπορείς πιο εύκολα να δεις gay ζευγάρια σε τρυφερές στιγμές, δημοσίως.
6. «Στο Βερολίνο δεν τρως καλά». Μύθος: Στο Βερολίνο τρως υπέροχα και φθηνά. Υπάρχουν όλες οι κουζίνες του κόσμου, αλλά και η γερμανική δεν υπολείπεται σε τίποτα, το δε φαγητό σε καντίνες και κιόσκια, στο δρόμο είναι απαράμιλλο. Κάνουν ουρές για «τάπας».
7. «Το Βερολίνο είναι πλημμυρισμένο με ισλαμικές μαντίλες». Μύθος: Στην πρωτεύουσα της Γερμανίας απλώς ζουν πάρα πολλοί μουσουλμάνοι.
8. «Αν είσαι ξένος ή μειονοτικός κινδυνεύεις από τους νεοναζιστές». Μύθος: Στο Βερολίνο δεν κινδυνεύεις ούτε αν είσαι γυναίκα και περπατάς μόνη στις 3 τα ξημερώματα.
9. «Το πρώην ανατολικό Βερολίνο μοιάζει με επαρχία μπροστά στο πρώην δυτικό τμήμα της πόλης και οι πρώην ανατολικογερμανοί με φτωχούς συγγενείς». Μύθος: Τίποτε ψευδέστερο. Το πρώην ανατολικό Βερολίνο δίνει τον τόνο, το ύφος και το στιλ σε ολόκληρη την πόλη και οι κάτοικοί του είναι αξιοπρεπέστατοι και πολύ πιο ανθρώπινοι, παρά τις δυσκολίες που πέρασαν επί 43 χρόνια (ή ίσως γι’ αυτό).
10. «Οι Βερολινέζοι έχουν ακόμη ενοχές και θέλουν να "θάψουν" το ναζιστικό παρελθόν της χώρας τους». Αλήθεια: Δεν ξέρω αν θέλουν να «θάψουν» κάτι, αλλά σίγουρα δεν αισθάνονται άνετα να μιλούν γι’ αυτό.
11. «Είναι ένας πολύ πειθαρχημένος και συντηρητικός λαός». Αλήθεια: Οσο κι αν φαίνεται αντιφατικό είναι και πειθαρχημένοι και απείθαρχοι (π.χ. στη διασκέδαση) και συντηρητικοί, αλλά και ακραία προοδευτικοί. Απλώς έχουν γνώση και σεβασμό των ορίων τους και των ορίων του άλλου.
12. «Το Βερολίνο είναι μια πόλη διανοούμενων και γιάπηδων». Μύθος: Το Βερολίνο είναι πρώτα απ' όλα μια πόλη που ανήκει στα παιδιά και τη νεολαία.
13. «Το Βερολίνο δεν έχει ζωή μετά τις 10 το βράδυ». Μύθος: Η πόλη είναι ζωντανή όλες τις ώρες του 24ώρου. Αρκεί να ξέρεις πού να πας.
14. «Το Βερολίνο είναι ακριβό». Μύθος: Είναι από τις πιο φθηνές και ταυτόχρονα από τις πιο χλιδάτες πόλεις της Ευρώπης, χωρίς να υστερεί σε ποιότητα προϊόντων και υπηρεσιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο καφές, τα ποτά και τα ενοίκια σπιτιών είναι στο 50% των αντίστοιχων τιμών της Θεσσαλονίκης.
Η πρώτη εικόνα της πόλης με έκανε να ξεπεράσω το φόβο της προσγείωσης. Είχαμε αφήσει πίσω τα σύννεφα και πετούσαμε πάνω από τα ανατολικά προάστια, κατευθυνόμενοι βορειοδυτικά, προς το αεροδρόμιο του Τέγκελ. Οι παλάμες μου ξαφνικά δεν ιδρώνουν, τα αφτιά μου δεν πονούν και χαζέυω από το παράθυρο τα φιδογυρίσματα του Σπρέε, τις - σαν ζαχαρωτά - αγροικίες, τις μονοκατοικίες ανάμεσα στα δέντρα, τις εργατικές πολυκατοικίες, τα σχολεία με τις τεράστιες αυλές, την αραιή κίνηση στους περιφερειακούς.
Ποτάμι, δάσος, σπίτια, δάσος, ποτάμι, αγρός, εργοστάσιο και ξανά δάσος, ποτάμι… Κι, όμως, βρισκόμαστε πάνω από μια από τις μεγαλύτερες και ραγδαία αναπτυσσόμενες πρωτεύουσες της Ευρώπης. Σε λίγα λεπτά, πατούσαμε στο Βερολίνο, που είχα ήδη ερωτευτεί από τα… πέντε χιλιάδες πόδια.
Κι όμως, επιτρέπεται το κάπνισμα
Τι θέλει ο Ελληνας μόλις προσγειωθεί κάπου; Τρία πράγματα: να πάρει γρήγορα τις βαλίτσες του, ένα τσιγάρο κι ένα ταξί. Το πρώτο, ως απωθημένο για την ταλαιπωρία που έχει υποστεί στα ελληνικά αεροδρόμια, το δεύτερο, για να πάει η ψυχή στον τόπο της και για να επιβεβαιώσει την ελευθερία του, το τρίτο, για να φτάσει μια ώρα πιο γρήγορα στο ξενοδοχείο και να βγάλει τα παπούτσια του, αλλά κι επειδή δεν έχει την κουλτούρα της μετακίνησης με τα μαζικά μέσα μεταφοράς. Τα είχαμε και τα τρία, πράγμα που μας έκανε να νιώσουμε χαλαρά με το «καλημέρα». Ιδιαίτερα το δεύτερο. Αποδεικνύοντας ότι οι Βερολινέζοι αντιστέκονται ακόμη στην πουριτανική αντικαπνιστική υστερία που έχει καταλάβει ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη.
Γκολ με το willkommen!
Είναι Παρασκευή, λίγο πριν από το μεσημέρι. Με κουτσά γερμανικά, στραβά αγγλικά και πολλά χαμόγελα έχουμε καταφέρει να συνεννοηθούμε με τον ταξιτζή για το πού θέλουμε να μας πάει και ήδη προσπερνάμε τη Ζίγκεσοϊλε, τη Θριαμβική Στήλη με το επίχρυσο άγαλμα της «Γκολντέζε» και πλησιάζουμε στο κέντρο της πόλης. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, τσεκάρω τη λίστα με όλα τα «πρέπει να πάτε, πρέπει να δείτε» που είχα συντάξει με τη βοήθεια φίλων και γνωστών, προσπαθώ να προσανατολιστώ με τη βοήθεια ενός χάρτη, τσεκάρω αν δουλεύει το ρόμινγκ στο κινητό μου και χαζεύω τα περιοδικά και τις εφημερίδες που υπάρχουν στις θήκες πίσω από το κάθισμα του συνοδηγού.
Διασχίσαμε διαγωνίως ολόκληρο το Βερολίνο, περνώντας την πιο κεντρική λεωφόρο της πόλης, την Ούντερ Ντεν Λίντεν (σαν να λέμε την αντίστοιχη Εγνατία ή μάλλον την Νίκης ή, γιατί όχι, τη Λεωφόρο Στρατού ή μήπως τη Μεγάλου Αλεξάνδρου του Βερολίνου;), δηλαδή μια απόσταση 16 περίπου χιλιομέτρων, μέσα σε 10 -12 λεπτά. Πριν κατεβούμε από το ταξί, υπολογίζω πόσο χρόνο θα κάναμε πηγαίνοντας από το αεροδρόμιο «Μακεδονία» μέχρι τον Αγιο Παύλο, μεσημέρι Παρασκευής, στη Θεσσαλονίκη. Μία ώρα, δύο; Το κρας τεστ έχει, ασυναίσθητα και αναπόφευκτα σχεδόν, ξεκινήσει με τη Θεσσαλονίκη να τρώει το πρώτο γκολάκι για το κυκλοφοριακό από τα αποδυτήρια, επί της Αλτόναερ Στράσε.
Κυκλοφορώντας στο Βερολίνο
Το γκολ της ισοφάρισης έρχεται το αμέσως επόμενο λεπτό, πληρώνοντας τον ταξιτζή γύρω στα 15 ευρώ. Τα ταξί στο Βερολίνο μπορεί μεν να τα βρεις παντού και όλες τις ώρες, μπορεί να μην παίζουν καψουροτράγουδα, να μην παίρνουν διπλές κούρσες, να είναι πεντακάθαρα και να σε πηγαίνουν ακριβώς στον προορισμό σου - για να μην πω ότι φέρνουν τις βαλίτσες μέχρι και το ασανσέρ -, αλλά δεν παύουν να είναι πανάκριβα. Ανόητο γκολ. Παίρνοντας το μετρό ή ένα λεωφορείο θα είχαμε πληρώσει μόλις 4 ευρώ και 20 σεντς (2,10 έχει το απλό εισιτήριο σε όλα τα μέσα μεταφοράς) και θα ήμασταν στον προορισμό μας σε ένα τέταρτο το πολύ.
Το ξενοδοχείο βρίσκεται δίπλα σε ένα από τα λιμάνια του Βερολίνου, κοντά στο Νησί των Μουσείων. Ναι, λιμάνια. Και, μάλιστα, με τακτικές ενδοαστικές συνδέσεις με καραβάκια, αλλά και με τη δυνατότητα να φτάσεις μέχρι και την Πολωνία. Κι όλα αυτά, χάρη στον ποταμό Σπρέε και τους παραποτάμους του, που διατρέχουν το μεγαλύτερο κομμάτι της πόλης. Να τα βλέπουμε εμείς που έχουμε ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια της Μεσογείου και δεν μπορούμε να πάμε όχι μέχρι τη Σκιάθο και την Αλλόνησο, αλλά ούτε καν μέχρι το Καραμπουρνάκι. Εδώ τα γκολ δίνουν τη θέση τους σε απανωτά τρίποντα καλάθια σε βάρος της Θεσσαλονίκης. Οχι μόνο για την ποτάμια συγκοινωνία, αλλά και για το τραμ και για τα λεωφορεία και για την ου-μπαν και ες-μπαν (τον υπόγειο και τον υπέργειο, αντίστοιχα, σιδηρόδρομο) και για τα ποδήλατα ιδιωτικής και δημόσιας (!) χρήσης. Ολόκληρη η ζωή της πόλης στηρίζεται στα μέσα μεταφοράς, στην ελευθερία να πηγαίνεις οπουδήποτε από οπουδήποτε μέσα σε λίγα λεπτά. Να κινηθείς σε όλα τα επίπεδα, να γνωρίσεις τους ανθρώπους της, να ταξιδέψεις στο χώρο και το χρόνο.
Ελευθερία: η λέξη-κλειδί
Απέραντοι ελεύθεροι χώροι, δάση, πάρκα, πλατείες. Ελεύθερη μετακίνηση. Ελεύθερη πρόσβαση για όλους παντού. Ελεύθερη διακίνηση ιδεών και ελευθερία έκφρασης. Ελευθερία και δικαιώματα στις μειονότητες, αλλά και στους μειονεκτούντες πολίτες. Free-papers και free-zines (περιοδικά). Η πρωτεύουσα μιας χώρας που 70 χρόνια πριν θέλησε να υποδουλώσει ολόκληρο τον πλανήτη, η προτελευταία ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που υποδουλώθηκε στους πρώην εχθρούς της και «τιμωρήθηκε», μένοντας διχασμένη με το Τείχος, διψάει για ελευθερία. Κι αυτή που έχει, μοιάζει να μην της είναι αρκετή.
Κι αν για σένα, τον απλό επισκέπτη, αυτή η ελευθερία σήμερα σου προσφέρεται εξαρχής και δωρεάν, στους Βερολινέζους στοίχισε ακριβά. Πανάκριβα. Καταλαβαίνεις οτι οι πληγές της καταστροφής και του Τείχους πονούν ακόμη. Η αξιοπρέπεια δεν τους αφήνει να το δείξουν, όπως δε δείχνουν και τις ενοχές τους ή την αδυναμία τους να συμφιλιωθούν με το παρελθόν. Οι Βερολινέζοι επέλεξαν να προχωρήσουν μπροστά χωρίς να κοιτάζουν πλέον πίσω, αλλά και χωρίς να εξαφανίσουν οτιδήποτε τους θυμίζει τα πέτρινα χρόνια. Τα δεκάδες μουσεία της πρωτεύουσας της Γερμανίας αποδεικνύουν ότι δεν απεμπολούν τις μνήμες τους όσο ένδοξες ή επώδυνες κι αν είναι.
Μουσεία είπαμε;
Μη φανταστείτε τίποτε ορθογώνια, αποστειρωμένα κατασκευάσματα με προθήκες και βιτρίνες εκθεμάτων, που τα περιηγούνται καμιά κατοσταριά βαρεμένοι, άντε κι άλλοι πενήντα τουρίστες, δύο τρία δημοτικά σχολεία κι ένα «ΚΑΠΗ» από τη Βαυαρία. Τα μουσεία του Βερολίνου, από την Παλαιά Εθνική Πινακοθήκη, το Παλαιό Μουσείο, το παράρτημα του Γκούγκενχαϊμ μέχρι το Τσίγκχαους (Μουσείο Γερμανικής Ιστορίας) και το Μουσείο της Περγάμου ή το Χαμπούργκερ Μπάνχοφ είναι ζωντανοί οργανισμοί, πολυχώροι που σφύζουν καθημερινά από κίνηση, στους οποίους γίνεται χρήση της τελευταίας λέξης της τεχνολογίας και που είναι γεμάτοι με Γερμανούς και ξένους επισκέπτες από κάθε γωνιά του πλανήτη. Ουδεμία σχέση με το τι εννοούμε και το τι φανταζόμαστε εμείς όταν μιλάμε για μουσεία είτε της Αθήνας είτε της Θεσσαλονίκης. Και να σκεφτεί κανείς ότι η ιστορία του Βερολίνου ξεκινάει στα 1.237 μ.Χ. όταν σε κάποια κιτάπια γίνεται η πρώτη αναφορά για έναν ομώνυμο οικισμό δίπλα στο ψαροχώρι Κέελν, στις όχθες του ποταμού Σπρέε, που αποτελεί εμπορικό σταθμό της περιοχής. Οι κάτοικοι εμπορεύονται ψάρια, σίκαλη και ξυλεία την ίδια εποχή που η Θεσσαλονίκη δέσποζε στη χερσόνησο του Αίμου ως συμβασιλεύουσα…
Ολοι είναι εκεί…
Οχι, μη φανταστείτε ότι οι μνήμες και η ιστορία κατοικούν μονάχα στα μουσεία της πόλης. Τις συναντάς στους τοίχους, τις ταράτσες, τα χόφε (τις αυλές), τους υπόγειους σταθμούς του μετρό, μέσα σε πολυτελή ξενοδοχεία και εστιατόρια, αλλά και σε οικογενειακές μπιραρίες, σε δρόμους και πλατείες. Από το Φρειδερίκο φον Χόχεντσολερν μέχρι το Φρειδερίκο Γουλιέλμο τον Β’ και από τον Οτο φον Βίσμαρκ μέχρι τον Κάρολο Μαρξ και τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, όλοι όσοι σημάδεψαν την ιστορία αυτής της χώρας, αυτής της πόλης, είναι εκεί. Ολοι. Εκτός από το Χίτλερ και τους Ναζιστές. Οι μόνοι που έχουν εξοβελιστεί, τουλάχιστον από την πρόσοψη της πόλης. Κι αν κάτι τους θυμίζει είναι ορισμένα κτίρια που χτίστηκαν επί των ημερών τους, όπως το Ολυμπιακό στάδιο του Βερολίνου και τα μνημεία που είναι αφιερωμένα στα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας.
Δεν καταστρέφουν, δημιουργούν!
Τα μόνα πράγματα που έχουν γκρεμιστεί στο Βερολίνο είναι το μεγαλύτερο μέρος του Τείχους και μερικά, ελάχιστα κτίρια, όπως το Παλάστ ντερ Ρεπουμπλίκ, το οποίο φιλοξενούσε τη Βουλή της Λ.Δ. της Γερμανίας, όχι επειδή τους θύμιζε τη διχοτόμηση, αλλά επειδή το 1990 αποκαλύφθηκε ότι κατά την κατασκευή του είχε χρησιμοποιηθεί αμίαντος. Γι' αυτό και στο Βερολίνο μπορείς να δεις δείγματα και σχολές αρχιτεκτονικής απ' όλες τις εποχές, μπορείς στην ουσία να «διαβάσεις» ολόκληρη την ιστορία της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής από το γοτθικό 13ο αιώνα, την εποχή του μπαρόκ και του ροκοκό μέχρι και το μπαουχάουζ, αλλά και τις σοβιετικές επιρροές του 20ού και τα διαστημικά, χάι-τεκ κτίρια του 21ου αιώνα. Οικοδομές που ισοπεδώθηκαν από τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων, σήμερα ξαναστέκονται όρθιες, πιστές στα αρχικά τους σχέδια και με όλη την αίγλη και τη λειτουργικότητα που είχαν στην εποχή τους.
Ενα απέραντο εργοτάξιο
Το Βερολίνο ανοικοδομείται, ανακατασκευάζεται, συντηρείται απ’ άκρου εις άκρον κι, όμως, μέσα σ’ αυτόν τον οικοδομικό οργασμό δε διαταράσσεται ούτε στο ελάχιστο η ζωή της πόλης και των κατοίκων της. Καμιά σχέση με εδώ που ανοίγει ένας λάκκος, για να μπει φυσικό αέριο, και μπλοκάρει η κίνηση από του Χαριλάου μέχρι τη Σίνδο. Στη Γερμανία, μπορεί να ανασκαφτεί μια ολόκληρη πλατεία και να μην το πάρει χαμπάρι κανείς. Κι αυτό χάρη στα έργα υποδομής, τις προσωρινές ράμπες, τις πεζογέφυρες και τις κυκλοφοριακές ρυθμίσεις που ξεκινούν πριν αρχίσει το έργο και καταργούνται με την παράδοσή του. Τα εργοτάξια δουλεύουν νύχτα - μέρα και είναι πραγματικά εντυπωσιακό το πώς οι εργάτες πηγαίνουν και φεύγουν από τις δουλειές τους «στην τρίχα», χάρη στις υποδομές που υπάρχουν γι’ αυτούς στο χώρο εργασίας.
Μία φορά δεν είναι ποτέ αρκετή
Επί μια εβδομάδα σχεδόν περπάτησα ατέλειωτα χιλιόμετρα μέσα στην πόλη, άλλαξα άπειρα τρένα και λεωφορεία. Πρόλαβα να δω και να ζήσω ελάχιστα απ' όσα σχεδίαζα. Εκείνη τη λίστα με τα «πρέπει να πάτε, πρέπει να δείτε» την είχα ούτως ή άλλως ξεχάσει σε εκείνο το πρώτο ταξί που μας έφερε από το αεροδρόμιο στο ξενοδοχείο. Προσπάθησα να ανακαλύψω το ρυθμό του Βερολίνου και των Βερολινέζων στους δρόμους, στις πλατείες, στα υπαίθρια παζάρια, στα υπέροχα μπαρ, που είναι κρυμμένα πίσω από σιδερένιες πόρτες χωρίς ταμπέλες, στα εμπορικά κέντρα, στη Φρίντριχ Στράσε των μεγάλων καταστημάτων, αλλά και στην Οράνιεν Στράσε με τα τραβεστί και τους βαλκάνιους νταβατζήδες, στην μπιραρία της γειτονιάς, αλλά και στα πολυετελή restaurant στο «τουριστικό» Νικολάιφιρτελ. Ο χρόνος δεν ήταν αρκετός. Το Βερολίνο «μισεί» τους τουρίστες και λατρεύει τους περιηγητές και για όσους το ερωτευθούν γίνεται προορισμός ζωής. Δεν ξέρω αν θα ήθελα να ζήσω εκεί. Ισως για ένα, δύο χρόνια, όχι περισσότερο. Υποσχέθηκα, όμως, να πηγαίνω μία φορά το χρόνο, αν και εφόσον τα καταφέρνω. Εστω και για λίγες ημέρες κάθε φορά, για να «γεμίζω τις μπαταρίες μου». Την επόμενη θα είναι καλοκαίρι, νωρίς τον Ιούνιο, όπως μου σύστησαν οι άνθρωποι που ζουν εκεί.
Μύθοι και αλήθειες
1. «Στο Βερολίνο θα συναντήσεις τους πιο χαρακτηριστικούς Γερμανούς». Μύθος: Οσο και το ότι στη Νέα Υόρκη θα συναντήσεις χαρακτηριστικούς Aμερικανούς.
2. «Το Βερολίνο είναι μια κρύα και συννεφιασμένη πόλη της κεντρικής Ευρώπης». Μύθος: Στο Βερολίνο έχει σαφώς λιγότερο κρύο από περιοχές που βρίσκονται κοντά στις Αλπεις και περισσότερες ημέρες ηλιοφάνειας απ’ ό,τι στη δυτική Γερμανία.
3. «Οι Βερολινέζοι δεν μιλούν αγγλικά και γενικά καμιά άλλη γλώσσα εκτός από τη δική τους». Μύθος: Οι Βερολινέζοι μιλούν θαυμάσια αγγλικά και τρελαίνονται να μαθαίνουν ξένες γλώσσες, ιδιαίτερα τα ισπανικά. Γενικά, τρελαίνονται να μαθαίνουν από μαγειρική μέχρι τύμπανα και κρουστά κι από ανθοδετική μέχρι κουνγκφού.
4. «Στο Βερολίνο δε σερβίρουν νερό». Αλήθεια: Και όχι μόνο δε σερβίρουν -ούτε καν με τον καφέ-, αλλά είναι και πανάκριβο.
5. «Στο Βερολίνο κυκλοφορούν πολλοί gay». Αλήθεια: Δεν ξέρω αν υπάρχουν αναλογικά περισσότεροι gay απ’ ό,τι στη Θεσσαλονίκη, πάντως μπορείς πιο εύκολα να δεις gay ζευγάρια σε τρυφερές στιγμές, δημοσίως.
6. «Στο Βερολίνο δεν τρως καλά». Μύθος: Στο Βερολίνο τρως υπέροχα και φθηνά. Υπάρχουν όλες οι κουζίνες του κόσμου, αλλά και η γερμανική δεν υπολείπεται σε τίποτα, το δε φαγητό σε καντίνες και κιόσκια, στο δρόμο είναι απαράμιλλο. Κάνουν ουρές για «τάπας».
7. «Το Βερολίνο είναι πλημμυρισμένο με ισλαμικές μαντίλες». Μύθος: Στην πρωτεύουσα της Γερμανίας απλώς ζουν πάρα πολλοί μουσουλμάνοι.
8. «Αν είσαι ξένος ή μειονοτικός κινδυνεύεις από τους νεοναζιστές». Μύθος: Στο Βερολίνο δεν κινδυνεύεις ούτε αν είσαι γυναίκα και περπατάς μόνη στις 3 τα ξημερώματα.
9. «Το πρώην ανατολικό Βερολίνο μοιάζει με επαρχία μπροστά στο πρώην δυτικό τμήμα της πόλης και οι πρώην ανατολικογερμανοί με φτωχούς συγγενείς». Μύθος: Τίποτε ψευδέστερο. Το πρώην ανατολικό Βερολίνο δίνει τον τόνο, το ύφος και το στιλ σε ολόκληρη την πόλη και οι κάτοικοί του είναι αξιοπρεπέστατοι και πολύ πιο ανθρώπινοι, παρά τις δυσκολίες που πέρασαν επί 43 χρόνια (ή ίσως γι’ αυτό).
10. «Οι Βερολινέζοι έχουν ακόμη ενοχές και θέλουν να "θάψουν" το ναζιστικό παρελθόν της χώρας τους». Αλήθεια: Δεν ξέρω αν θέλουν να «θάψουν» κάτι, αλλά σίγουρα δεν αισθάνονται άνετα να μιλούν γι’ αυτό.
11. «Είναι ένας πολύ πειθαρχημένος και συντηρητικός λαός». Αλήθεια: Οσο κι αν φαίνεται αντιφατικό είναι και πειθαρχημένοι και απείθαρχοι (π.χ. στη διασκέδαση) και συντηρητικοί, αλλά και ακραία προοδευτικοί. Απλώς έχουν γνώση και σεβασμό των ορίων τους και των ορίων του άλλου.
12. «Το Βερολίνο είναι μια πόλη διανοούμενων και γιάπηδων». Μύθος: Το Βερολίνο είναι πρώτα απ' όλα μια πόλη που ανήκει στα παιδιά και τη νεολαία.
13. «Το Βερολίνο δεν έχει ζωή μετά τις 10 το βράδυ». Μύθος: Η πόλη είναι ζωντανή όλες τις ώρες του 24ώρου. Αρκεί να ξέρεις πού να πας.
14. «Το Βερολίνο είναι ακριβό». Μύθος: Είναι από τις πιο φθηνές και ταυτόχρονα από τις πιο χλιδάτες πόλεις της Ευρώπης, χωρίς να υστερεί σε ποιότητα προϊόντων και υπηρεσιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο καφές, τα ποτά και τα ενοίκια σπιτιών είναι στο 50% των αντίστοιχων τιμών της Θεσσαλονίκης.
Wednesday, March 7, 2007
ΟΡΦΕΑΣ ΠΕΡΙΔΗΣ: «Τι δάσκαλος, μαθητής είμαι ακόμα»
του Ακη Σακισλόγλου
«Ανανεωμένος», είναι το πρώτο επίθετο που έρχεται στο μυαλό μας ολοκληρώνοντας τη συνέντευξη μαζί του. Με νέα ορχήστρα, διαφορετικές ενορχηστρώσεις και νέα, δροσερή παρτενέρ, ο Ορφέας Περίδης κάνει «ρεκτιφιέ» στο ρεπερτόριό του και το παρουσιάζει ήδη στην «Αίγλη». Θα το διαπιστώσετε και μόνοι σας αν βρεθείτε εκεί κάποια Παρασκευή ή Σάββατο μέχρι τις 17 Μαρτίου.
Με έξι προσωπικούς δίσκους και τόσες συναυλίες, μας δίνετε μια αίσθηση ότι υπάρχετε πολλά χρόνια στην ελληνική σκηνή. Αλήθεια, πότε ξεκίνησαν όλα αυτά;
Τα πρώτα μου τραγούδια τα έγραψα στα μέσα της δεκαετίας του '80. Ηταν η εποχή όπου άφηνα πια τα ωδειακά χρόνια και είχα αρχίσει να εκφράζομαι με δική μου μουσική. Στην αρχή, ήταν μόνο μελωδίες και συγκεκριμένα κομμάτια για κλασική κιθάρα γιατί ήμουν επηρεασμένος από τους συνθέτες - εκτελεστές που διδασκόμουν. Γρήγορα όμως κατάλαβα πως ό,τι και να έπαιζα, άφηνα έξω κάτι από τον εαυτό μου, σαν να ευχαριστιέται η ψυχή αλλά όχι το σώμα, και το αντίθετο.
Τότε δημιουργήθηκε η «πρώτη σπίθα»;
Ενα πρωί άρχισα να τραγουδάω ένα στίχο που έλεγε «Ρίχνω στη νύχτα μια σπρωξιά, παίρνω φωτιά και ξημερώνει». Είχα ήδη φτιάξει το πρώτο μου τραγούδι, το «Φεύγω». Οι φίλοι με ενθάρρυναν και συνέχισα. Τέσσερα χρόνια μετά, τα τραγούδια «Φεύγω», «Μάτια μου» και «Θάνατο θέλω τραγικό» μπήκαν στο δίσκο «Σύνεργα», του Νίκου Παπάζογλου. Ετσι έμαθα κι εγώ να ανοίγω την πόρτα στους νέους ανθρώπους. Ο Νίκος μου το δίδαξε αυτό μαζί με τόσα άλλα... Ο Νίκος Παπάζογλου διδάσκει μια ολόκληρη γενιά.
Πάντως εσείς, παρ' όλη την εμπειρία σας, παραμένετε συνεσταλμένος δημόσια...
Σίγουρα έχετε να με δείτε καιρό, γιατί στις παραστάσεις πλέον νιώθω πιο σίγουρος απ' ό,τι παλιά. Αν τώρα εννοείτε ότι είμαι «χαμηλών τόνων» στις εμφανίσεις μου στην τηλεόραση, τότε, ναι, έχετε δίκιο. Εκεί νιώθω μια συστολή. Εχω άλλη ψυχολογία.
Ούτε δίνετε πολλές συνεντεύξεις.
Αποφεύγω αυτές τις συνεντεύξεις όπου πρέπει να τα πεις όλα σε όλους. Ξέρετε, έχω φύγει από ραδιοφωνική συνέντευξη κι έγραψα τραγούδι. Δεν είχα απαντήσει σωστά σε μία ερώτηση και βασανιζόμουν μέχρι που τελικά πέρσι έδωσα την απάντηση στο συγκεκριμένο παραγωγό μέσα από τη μουσική.
Είστε ακόμη δάσκαλος κιθάρας;
Τι κιθάρα να διδάξω; Εγώ μαθαίνω ακόμα. Και τότε που δίδασκα κλασική κιθάρα, μαθητής ήμουν. Ως μαθητής δεν ήμουν άριστος αλλά ούτε και η μουσική εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι άριστη. Πάντως, όταν παίζεις ένα όργανο, μαθαίνεις συνεχώς. Δεν τελειώνει ποτέ αυτή η σπουδή.
Πρόκληση το τραγούδι
Υπάρχει διαφορά μεταξύ συνθέτη και τραγουδοποιού και, τελικά, εσείς τι από τα δύο είστε;
Εγω συνθέτης ήθελα να γίνω, όταν ήμουν μικρός. Και τα τραγούδια, βέβαια, μικρές συνθέσεις είναι. Προτίμησα, λοιπόν, τις μικρές συνθέσεις αλλά δεν ξέρω αν τελικά θα μπορέσω ποτέ να γράψω ένα ολοκληρωμένο μουσικό έργο. Εχει πάντως ενδιαφέρον να συμπυκνώνεις τις ιδέες και τα νοήματα, να τις αποδίδεις με λόγια απλά και τις περισσότερες φορές να χρησιμοποιείς ομοιοκαταληξίες, να τις μελοποιείς, να δοκιμάζεις τις επιρροές σου και μέσα σε τρία λεπτά να τα έχεις πει όλα. Είναι μεγάλη πρόκληση αυτή η διαδικασία.
Ο δημιουργός έχει ημερομηνία λήξης;
Οπως αισθάνεται κανείς. Υπάρχουν καλλιτέχνες που αποσύρθηκαν νωρίς και άλλοι που γράφουν μέχρι τα βαθιά τους γεράματα. Κανονικά δεν έχει ημερομηνία λήξης ο δημιουργός, αλλά αν πάψεις να νιώθεις πια αυτήν την ανάγκη...
Στη Θεσσαλονίκη έρχεστε συχνά. Θα μπορούσατε να ζήσετε εδώ;
Ολοι μας νομίζουμε ή και ονειρευόμαστε ότι μπορούμε να ζήσουμε και μακριά απ' το σπίτι μας. Δεν τα καταφέρνουμε όλοι όμως, καθώς φαίνεται. Είναι αλήθεια ότι ο καθένας έχει τον τόπο του αλλά εξίσου αλήθεια είναι ότι μπορείς να ζήσεις οπουδήποτε. Αλλωστε ο άνθρωπος προσαρμόζεται εύκολα. Στο λίγο που έχω ζήσει στη Θεσσαλονίκη, θα έλεγα ότι την αγαπώ πολύ. Εχω περπατήσει στην πόλη κάνοντας ωραίες και βαθιές σκέψεις. Εχω γράψει τραγούδι εδώ, το «Ο μικρός μου αδελφός» (στίχοι Θ. Γκόνης, ερμηνεία Μανώλης Λιδάκης) και έχω καλούς φίλους στη συμπρωτεύουσα.
«Αλλος αέρας»
Τι περιλαμβάνει αυτό το πρόγραμμά σας στη Θεσσαλονίκη;
Στην «Αίγλη» θα παίξουμε τα τραγούδια μου με «άλλον αέρα». Πρόκειται για καινούργιο μουσικό σχήμα με νέους συνεργάτες και νέες ενορχηστρώσεις. Γι' αυτόν το νέο αέρα υπεύθυνος είναι ο «συνήθης ύποπτος» Ακης Κατσουπάκης, πιανίστας και ενορχηστρωτής.
Εχετε και μία «θηλυκή» παρουσία στο σχήμα.
Ναι, πρόκειται για τη Γεωργία Νταγάκη που τραγουδά με μια μια γλυκιά κοντράλτο φωνή και παίζει πολύ ωραία κρητική λύρα. Η Γεωργία ερμηνεύει τραγούδια δικά της, κρητικά, αλλά και τραγούδια που αγαπάει από Χατζιδάκι, Μικρούτσικο, Ιωαννίδη. Λέω κι εγώ κάποια των αγαπημένων μου Σωκράτη Μάλαμα και Θανάση Παπακωνσταντίνου, ενώ στο τέλος μπορεί να πούμε και ό,τι άλλο μας κατέβει...
Να περιμένουμε κάτι δικό σας δισκογραφικά στο προσεχές διάστημα;
Ετοιμάζω έναν καινούργιο δίσκο με επτά τραγούδια εξ ολοκλήρου δικά μου και τρία που οι στίχοι τους είναι από δικές μου αναγνώσεις ποιημάτων των Τίτου Πατρίκιου και Κωστή Παλαμά. Τις ενορχηστρώσεις έχει αναλάβει ο Σταύρος Λάντσιας και ο δίσκος θα κυκλοφορήσει την άνοιξη από τη «Legend».
Διαβάστε μας, ας πούμε, ένα από τα τρία ποιήματα.
Ωραία, θα διαλέξω ένα του Τίτου Πατρίκιου που έχει τίτλο «Οταν κοπάζει ο θόρυβος», το οποίο λέει: «Για το ψωμί, το δίκιο, την αλήθεια, ίσως και να μην φτάνει μια ζωή. Μα τη ζωή μου την ένιωσα ζωή μες τον αγώνα αδέλφια. Και για να μάθω να μιλώ όταν ο τρόμος τα στόματα βουβαίνει, να μάθω να ανορθώνομαι όταν θεριεύει ο θάνατος, για να μπορώ να μπορώ τα ίδια τα λάθη μας να αντέχω, πόσες αδυναμίες έπρεπε να κατανικήσω, με πόσες πρέπει κάθε στιγμή να αντιπαλεύω... Ομως μονάχα τούτη συγχωρέστε μου: Οταν κοπάζει ο θόρυβος και μένω μοναχός μ' ένα μου αγαπημένο πρόσωπο, για την αγάπη του που ολόκληρος διψάω δεν μπορώ να αγωνιστώ. Αν την επιδιώξω την χάνω, αν την διεκδικήσω την σκοτώνω. Αδέλφια μου συγχωρέστε με μα η αγάπη που πιο βαθιά γυρεύω, πρέπει να μου δοθεί μονάχη».
bio ( ή «ο Ορφέας αυτοσυστήνεται»)
Γεννήθηκα στην Αθήνα. Εχω σπουδάσει κλασική κιθάρα και αρμονία. Συμμετείχα στους Αγώνες Τραγουδιού της Καλαμάτας το 1991 με το τραγούδι «Ο Ρομπέν των καμένων δασών», όπου πήρα το τέταρτο βραβείο. Το 1993 έκανα τον πρώτο μου δίσκο με τίτλο «Αχ ψυχή μου φαντασμένη», το 1996 παρουσίασα το «Καλή σου μέρα αν ξυπνάς», το 1999 το «Για πού το 'βαλες καρδιά μου», το 2000 «Το πρώτο πρώτο πέταγμα», έναν παιδικό δίσκο, το 2003 το «Τι θα πει ζωή» και το 2004 το «Απ' το παράθυρο κοιτώ». Εχω κάνει συνεργασίες με συναδέλφους, όπως ο Μανώλης Λιδάκης, η Μελίνα Κανά, ο Φοίβος Δεληβοριάς, ο Σωκράτης Μάλαμας, η Μελίνα Ασλανίδου, τα «Κίτρινα Ποδήλατα» και άλλοι...».
«Ανανεωμένος», είναι το πρώτο επίθετο που έρχεται στο μυαλό μας ολοκληρώνοντας τη συνέντευξη μαζί του. Με νέα ορχήστρα, διαφορετικές ενορχηστρώσεις και νέα, δροσερή παρτενέρ, ο Ορφέας Περίδης κάνει «ρεκτιφιέ» στο ρεπερτόριό του και το παρουσιάζει ήδη στην «Αίγλη». Θα το διαπιστώσετε και μόνοι σας αν βρεθείτε εκεί κάποια Παρασκευή ή Σάββατο μέχρι τις 17 Μαρτίου.
Με έξι προσωπικούς δίσκους και τόσες συναυλίες, μας δίνετε μια αίσθηση ότι υπάρχετε πολλά χρόνια στην ελληνική σκηνή. Αλήθεια, πότε ξεκίνησαν όλα αυτά;
Τα πρώτα μου τραγούδια τα έγραψα στα μέσα της δεκαετίας του '80. Ηταν η εποχή όπου άφηνα πια τα ωδειακά χρόνια και είχα αρχίσει να εκφράζομαι με δική μου μουσική. Στην αρχή, ήταν μόνο μελωδίες και συγκεκριμένα κομμάτια για κλασική κιθάρα γιατί ήμουν επηρεασμένος από τους συνθέτες - εκτελεστές που διδασκόμουν. Γρήγορα όμως κατάλαβα πως ό,τι και να έπαιζα, άφηνα έξω κάτι από τον εαυτό μου, σαν να ευχαριστιέται η ψυχή αλλά όχι το σώμα, και το αντίθετο.
Τότε δημιουργήθηκε η «πρώτη σπίθα»;
Ενα πρωί άρχισα να τραγουδάω ένα στίχο που έλεγε «Ρίχνω στη νύχτα μια σπρωξιά, παίρνω φωτιά και ξημερώνει». Είχα ήδη φτιάξει το πρώτο μου τραγούδι, το «Φεύγω». Οι φίλοι με ενθάρρυναν και συνέχισα. Τέσσερα χρόνια μετά, τα τραγούδια «Φεύγω», «Μάτια μου» και «Θάνατο θέλω τραγικό» μπήκαν στο δίσκο «Σύνεργα», του Νίκου Παπάζογλου. Ετσι έμαθα κι εγώ να ανοίγω την πόρτα στους νέους ανθρώπους. Ο Νίκος μου το δίδαξε αυτό μαζί με τόσα άλλα... Ο Νίκος Παπάζογλου διδάσκει μια ολόκληρη γενιά.
Πάντως εσείς, παρ' όλη την εμπειρία σας, παραμένετε συνεσταλμένος δημόσια...
Σίγουρα έχετε να με δείτε καιρό, γιατί στις παραστάσεις πλέον νιώθω πιο σίγουρος απ' ό,τι παλιά. Αν τώρα εννοείτε ότι είμαι «χαμηλών τόνων» στις εμφανίσεις μου στην τηλεόραση, τότε, ναι, έχετε δίκιο. Εκεί νιώθω μια συστολή. Εχω άλλη ψυχολογία.
Ούτε δίνετε πολλές συνεντεύξεις.
Αποφεύγω αυτές τις συνεντεύξεις όπου πρέπει να τα πεις όλα σε όλους. Ξέρετε, έχω φύγει από ραδιοφωνική συνέντευξη κι έγραψα τραγούδι. Δεν είχα απαντήσει σωστά σε μία ερώτηση και βασανιζόμουν μέχρι που τελικά πέρσι έδωσα την απάντηση στο συγκεκριμένο παραγωγό μέσα από τη μουσική.
Είστε ακόμη δάσκαλος κιθάρας;
Τι κιθάρα να διδάξω; Εγώ μαθαίνω ακόμα. Και τότε που δίδασκα κλασική κιθάρα, μαθητής ήμουν. Ως μαθητής δεν ήμουν άριστος αλλά ούτε και η μουσική εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι άριστη. Πάντως, όταν παίζεις ένα όργανο, μαθαίνεις συνεχώς. Δεν τελειώνει ποτέ αυτή η σπουδή.
Πρόκληση το τραγούδι
Υπάρχει διαφορά μεταξύ συνθέτη και τραγουδοποιού και, τελικά, εσείς τι από τα δύο είστε;
Εγω συνθέτης ήθελα να γίνω, όταν ήμουν μικρός. Και τα τραγούδια, βέβαια, μικρές συνθέσεις είναι. Προτίμησα, λοιπόν, τις μικρές συνθέσεις αλλά δεν ξέρω αν τελικά θα μπορέσω ποτέ να γράψω ένα ολοκληρωμένο μουσικό έργο. Εχει πάντως ενδιαφέρον να συμπυκνώνεις τις ιδέες και τα νοήματα, να τις αποδίδεις με λόγια απλά και τις περισσότερες φορές να χρησιμοποιείς ομοιοκαταληξίες, να τις μελοποιείς, να δοκιμάζεις τις επιρροές σου και μέσα σε τρία λεπτά να τα έχεις πει όλα. Είναι μεγάλη πρόκληση αυτή η διαδικασία.
Ο δημιουργός έχει ημερομηνία λήξης;
Οπως αισθάνεται κανείς. Υπάρχουν καλλιτέχνες που αποσύρθηκαν νωρίς και άλλοι που γράφουν μέχρι τα βαθιά τους γεράματα. Κανονικά δεν έχει ημερομηνία λήξης ο δημιουργός, αλλά αν πάψεις να νιώθεις πια αυτήν την ανάγκη...
Στη Θεσσαλονίκη έρχεστε συχνά. Θα μπορούσατε να ζήσετε εδώ;
Ολοι μας νομίζουμε ή και ονειρευόμαστε ότι μπορούμε να ζήσουμε και μακριά απ' το σπίτι μας. Δεν τα καταφέρνουμε όλοι όμως, καθώς φαίνεται. Είναι αλήθεια ότι ο καθένας έχει τον τόπο του αλλά εξίσου αλήθεια είναι ότι μπορείς να ζήσεις οπουδήποτε. Αλλωστε ο άνθρωπος προσαρμόζεται εύκολα. Στο λίγο που έχω ζήσει στη Θεσσαλονίκη, θα έλεγα ότι την αγαπώ πολύ. Εχω περπατήσει στην πόλη κάνοντας ωραίες και βαθιές σκέψεις. Εχω γράψει τραγούδι εδώ, το «Ο μικρός μου αδελφός» (στίχοι Θ. Γκόνης, ερμηνεία Μανώλης Λιδάκης) και έχω καλούς φίλους στη συμπρωτεύουσα.
«Αλλος αέρας»
Τι περιλαμβάνει αυτό το πρόγραμμά σας στη Θεσσαλονίκη;
Στην «Αίγλη» θα παίξουμε τα τραγούδια μου με «άλλον αέρα». Πρόκειται για καινούργιο μουσικό σχήμα με νέους συνεργάτες και νέες ενορχηστρώσεις. Γι' αυτόν το νέο αέρα υπεύθυνος είναι ο «συνήθης ύποπτος» Ακης Κατσουπάκης, πιανίστας και ενορχηστρωτής.
Εχετε και μία «θηλυκή» παρουσία στο σχήμα.
Ναι, πρόκειται για τη Γεωργία Νταγάκη που τραγουδά με μια μια γλυκιά κοντράλτο φωνή και παίζει πολύ ωραία κρητική λύρα. Η Γεωργία ερμηνεύει τραγούδια δικά της, κρητικά, αλλά και τραγούδια που αγαπάει από Χατζιδάκι, Μικρούτσικο, Ιωαννίδη. Λέω κι εγώ κάποια των αγαπημένων μου Σωκράτη Μάλαμα και Θανάση Παπακωνσταντίνου, ενώ στο τέλος μπορεί να πούμε και ό,τι άλλο μας κατέβει...
Να περιμένουμε κάτι δικό σας δισκογραφικά στο προσεχές διάστημα;
Ετοιμάζω έναν καινούργιο δίσκο με επτά τραγούδια εξ ολοκλήρου δικά μου και τρία που οι στίχοι τους είναι από δικές μου αναγνώσεις ποιημάτων των Τίτου Πατρίκιου και Κωστή Παλαμά. Τις ενορχηστρώσεις έχει αναλάβει ο Σταύρος Λάντσιας και ο δίσκος θα κυκλοφορήσει την άνοιξη από τη «Legend».
Διαβάστε μας, ας πούμε, ένα από τα τρία ποιήματα.
Ωραία, θα διαλέξω ένα του Τίτου Πατρίκιου που έχει τίτλο «Οταν κοπάζει ο θόρυβος», το οποίο λέει: «Για το ψωμί, το δίκιο, την αλήθεια, ίσως και να μην φτάνει μια ζωή. Μα τη ζωή μου την ένιωσα ζωή μες τον αγώνα αδέλφια. Και για να μάθω να μιλώ όταν ο τρόμος τα στόματα βουβαίνει, να μάθω να ανορθώνομαι όταν θεριεύει ο θάνατος, για να μπορώ να μπορώ τα ίδια τα λάθη μας να αντέχω, πόσες αδυναμίες έπρεπε να κατανικήσω, με πόσες πρέπει κάθε στιγμή να αντιπαλεύω... Ομως μονάχα τούτη συγχωρέστε μου: Οταν κοπάζει ο θόρυβος και μένω μοναχός μ' ένα μου αγαπημένο πρόσωπο, για την αγάπη του που ολόκληρος διψάω δεν μπορώ να αγωνιστώ. Αν την επιδιώξω την χάνω, αν την διεκδικήσω την σκοτώνω. Αδέλφια μου συγχωρέστε με μα η αγάπη που πιο βαθιά γυρεύω, πρέπει να μου δοθεί μονάχη».
bio ( ή «ο Ορφέας αυτοσυστήνεται»)
Γεννήθηκα στην Αθήνα. Εχω σπουδάσει κλασική κιθάρα και αρμονία. Συμμετείχα στους Αγώνες Τραγουδιού της Καλαμάτας το 1991 με το τραγούδι «Ο Ρομπέν των καμένων δασών», όπου πήρα το τέταρτο βραβείο. Το 1993 έκανα τον πρώτο μου δίσκο με τίτλο «Αχ ψυχή μου φαντασμένη», το 1996 παρουσίασα το «Καλή σου μέρα αν ξυπνάς», το 1999 το «Για πού το 'βαλες καρδιά μου», το 2000 «Το πρώτο πρώτο πέταγμα», έναν παιδικό δίσκο, το 2003 το «Τι θα πει ζωή» και το 2004 το «Απ' το παράθυρο κοιτώ». Εχω κάνει συνεργασίες με συναδέλφους, όπως ο Μανώλης Λιδάκης, η Μελίνα Κανά, ο Φοίβος Δεληβοριάς, ο Σωκράτης Μάλαμας, η Μελίνα Ασλανίδου, τα «Κίτρινα Ποδήλατα» και άλλοι...».
συνάντηση με τον Θάνο Μικρούτσικο
Στον Αντρέα Παναγόπουλο (apanagopoulos@ekdotiki.gr)
Καλώς ήλθατε και πάλι στη Θεσσαλονίκη.
Καλώς σας βρήκα
Μέσα στα χρόνια αισθάνεστε ότι έχετε αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση με την πόλη;
Κατ' αρχήν θα ήθελα να αποφύγω πλήρως τα περί ερωτικής πόλης και όποιας άλλης ανοησίας ακούγεται. Υπάρχει πράγματι μια ειδική σχέση, που ξεκινάει από τα τέλη του ’70, η οποία ήταν κατά τη γνώμη μου και μια καλή περίοδος για την πόλη. Ηταν τότε που ανέβασα στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, υπό τη διεύθυνση του Μίνου Βολωνάκη, το «Φουέντε Οβεχούνα». Και λέω μια ειδική σχέση, διότι εκείνη περίπου την εποχή συνέβη κάτι που θα κουβαλάω για πάντα στη ζωή μου. Λίγα χρόνια αργότερα, από το '82 μέχρι και
το '86, κατά κάποιο τρόπο μετέφερα την καλλιτεχνική μου δράση στο εξωτερικό και κυρίως σε γαλλόφωνες πόλεις. Ηταν μια περίοδος που έκανα ελάχιστη δισκογραφία και μόνο κλασική. Συναυλίες σχεδόν καμία. Ημουν σχεδόν απών από τα ελληνικά πράγματα.
Μιλάμε για την περίοδο μετά το «Eμπάργκο».
Ακριβώς μετά. Τότε λοιπόν ο σύλλογος «Μουσηγέτης» έκανε μια πανελλαδική επιστημονική έρευνα -την πρώτη και μοναδική από τότε- για τη μουσική, η οποία βγήκε και σ' ένα βιβλίο 1.200 σελίδων. Η έρευνα αφορούσε τις μουσικές προτιμήσεις των Νεοελλήνων σε επίπεδο αστικό, περιφέρειας, αγροτικών περιοχών, ανά διαμέρισμα, νομό, περιφέρεια. Και επειδή λοιπόν έλειπα, δεν ήμουν στις πρώτες θέσεις των πιο δημοφιλών συνθετών. Εκτός από μια πόλη: στη Θεσσαλονίκη ήμουν πρώτος. Αυτό το πράγμα το χρωστάω σε αυτή την πόλη. Κι ας βάρυνε λίγο αργότερα αυτή η σχέση…
Πότε αισθανθήκατε ότι βάρυνε;
Νομίζω τότε που έγινα υπουργός και λίγο μετά την Πολιτιστική Πρωτεύουσα. Τότε έδειξε μια εσωστρέφεια η Θεσσαλονίκη. Πιστεύω, πάντως, ότι υπάρχει μια εξαιρετική σχέση, τουλάχιστον με τη γενιά στην οποία ανήκω, αλλά και με τους νεότερους. Και είναι κάτι που το εισέπραξα και πριν ενάμιση χρόνο στο Θέατρο Γης, παρουσιάζοντας ολοκληρωμένη τη δουλειά του Καββαδία. Ενα θέατρο που είχε ξεχειλίσει, όταν με 6.000 εισιτήρια είχαν έλθει 7.000 άνθρωποι. Θεωρώ ότι είναι μια ιδιαίτερη πόλη για μένα. Από την άλλη πλευρά όμως, θεωρώ ότι κι αυτή η πόλη, όπως και η Αθήνα και η Πάτρα, όπως και πολλές άλλες της Ευρώπης, με πάνω από 2-3 εκατομμύρια κατοίκους, έχει υποστεί τη φθορά του συνεκτικού, κοινωνικού της δεσμού. Η σχέση μου όμως με τη Θεσσαλονίκη κρατάει πάνω από 30 χρόνια.
Γιατί «Υπέροχα μονάχοι»;
Κατ’ αρχήν επέλεξα αυτό το στίχο από το πρώτο τραγούδι, το «Αργώ» του Αλκαίου, όχι επειδή ήθελα να παραξενίσει ή να είναι απλώς ένας έξυπνος τίτλος, αλλά γιατί αισθάνομαι αυτό το «Υπέροχα μονάχοι» τα τελευταία χρόνια με πολύ έντονο τρόπο.
Υπέροχα μονάχοι μέσα σε τι;
Θεωρώ ότι υπάρχει μια βαρβαρότητα στην καθημερινότητά μας, που -ειδικά τα τελευταία 10-12 χρόνια- έχει έναν εκφραστή, χωρίς να σημαίνει ότι μόνο αυτός την παράγει. Είναι η εικόνα. Είναι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, το σύνολο των τηλεοράσεων κι αυτό που εκπέμπουν. Αυτές δημιουργούν συνήθειες στον κόσμο, με αποτέλεσμα το γούστο να γίνεται όλο και ευτελέστερο. Και θα έλεγα ότι, αν δεν υπήρχε ακόμη ένα λαϊκό ήθος στον κόσμο, έστω και βαριά τραυματισμένο, θα είχαμε χαθεί. Εμείς λοιπόν, που ξεκινήσαμε σε μια άλλη εποχή και είχαμε σαν κύριο χαρακτηριστικό το «εμείς», βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή απέναντι στη βάρβαρη αντιμετώπιση του «εγώ». Οι τηλεοράσεις σπρώχνουν τα πράγματα, ενισχύοντας το «εγώ». Σου λένε «εσύ μπορείς», «εσύ θα κερδίσεις», «εσύ έλα στο Super Deal να πάρεις 500 χιλιάδες ευρώ». Εσύ, ο ένας ανάμεσα στις 600 χιλιάδες αιτήσεις αυτών που θέλουν να μπουν στο παιχνίδι. Εχει φύγει πια το «εμείς μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα» κι έχει έλθει αυτό το «τουλάχιστον εσύ μπορείς να σωθείς».
Αυτό τι συνέπειες έχει στο χώρο της τέχνης, της μουσικής;
Τεράστιες. Μια από αυτές είναι ο βομβαρδισμός μ' ένα συγκεκριμένο ευτελές είδος. Από το πρωί μέχρι το βράδυ. Και δεν είναι ότι χάσατε όλοι οι δημοσιογράφοι το γούστο σας. Ούτε φυσικά ότι όλος ο κόσμος το έχει χάσει. Διότι μετά θα πούμε ότι οι 7.000 άνθρωποι που μαζεύτηκαν στο Θέατρο Γης είναι μια αβαντ-γκαρντ ελίτ. Εγώ πιστεύω ότι είμαστε πολύ περισσότεροι όσοι αντιπολιτευόμαστε την ευτέλεια.
Αισιόδοξο ακούγεται αυτό…
Το εννοώ. Είμαστε «αντιπολίτευση» και μάλιστα «κοινοβουλευτικό κόμμα». Εντούτοις οι τηλεοράσεις επιμένουν να μας δείχνουν ως… «εξωκοινοβουλευτικούς». Εμείς λοιπόν εμφανιζόμαστε ως μονάχοι, απλώς έχουμε χάσει τις διευθύνσεις ο ένας του άλλου. Δεν είμαστε λίγοι, απλώς είμαστε μονάχοι.
Και το «υπέροχα» που κολλάει;
Στο οτι επειδή εγώ το ξέρω ότι υπάρχουν οι διευθύνσεις, ότι υπάρχει πολύς κόσμος που αντιστέκεται, αισθάνομαι υπέροχα. Εξού και ο τίτλος. Αλλωστε το «Αργώ» δεν είναι τίποτα άλλο από την πορεία της γενιάς μου που έχει απομακρυνθεί από το παλιό όραμα, όμως συνεχίζει να προχωρά. Να προχωρά υπέροχα. Δε γίναμε απαισιόδοξοι. Είμαστε εδώ και αισθανόμαστε πάρα πολύ ωραία που κάθε Παρασκευή και Σάββατο, μέχρι τις 31 Μαρτίου, θα υποδεχόμαστε κόσμο να ακούσει τα τραγούδια μας και να παίζουμε όλοι μαζί, αποδεικνύοντας ότι όλα αυτά δεν είναι θεωρία. Είναι πράξη. Από εμάς και από τον κόσμο.
Μήπως όμως ένα μέρος αυτού του κόσμου που θα έλθει εδώ να σας ακούσει την Παρασκευή το βράδυ, το Σάββατο θα πάει να ακούσει «σκυλάδικο» ή «λαϊκό-ποπ»;
Ακούστε. Επειδή έρχομαι στη Θεσσαλονίκη μετά από την εμπειρία στο «Σταυρό του Νότου», που κράτησε τρεις ολόκληρους μήνες και κάθε Δευτέρα και Τρίτη δεν έπεφτε καρφίτσα, είδα ότι δεν τέμνονται αυτά τα δύο πράγματα. Εκεί που μερικές φορές τέμνονται είναι όταν παρουσιάζω κάποια τραγούδια, που έσπασε ο διάολος το ποδάρι του κι έγιναν πανελλαδικά σουξέ. Δηλαδή από τον Καββαδία, που μέχρι σήμερα έχει πουλήσει ένα εκατομμύριο δίσκους κι έχει περάσει σε τρεις γενιές, οφείλω να πω ότι αυτό το ένα εκατομμύριο είναι μαζί μας.
Δηλαδή όσοι τραγουδούν τη «Ρόζα» ή την «Πιρόγα» θεωρείται ότι ανήκουν στην «αντιπολίτευση» που λέγαμε πριν;
Οχι. Αυτά είναι τα σουξέ που έλεγα ότι έχω κάνει και που καταφέρνουν να αποκαλύψουν αυτό το τραυματισμένο, αλλά όχι εξαφανισμένο λαϊκό ήθος, που εξακολουθεί να υπάρχει και στην «άλλη πλευρά».
Και πώς μπορεί να λειτουργήσει αυτό το λαϊκό ήθος, όταν μέσα σ' ένα μπουζουξίδικο πήχτρα στο γαρύφαλλο ακούγεται το «πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία, πώς η ιστορία γίνεται σιωπή»;
Το είδα να λειτουργεί με τα μάτια μου όταν κάποια στιγμή πήγα να δω το Δημήτρη Μητροπάνο και τον Πασχάλη Τερζή. Οταν ξεκίνησε αυτό το τραγούδι και λίγο πριν σηκωθούν όλοι να το χορέψουν πάνω στα τραπέζια, παρατήρησα τρία δευτερόλεπτα παγωμάρας. Ηταν αυτά τα δευτερόλεπτα του λαϊκού ήθους. Ηταν αυτά τα δευτερόλεπτα που δείχνουν ότι ναι μεν υπάρχει φθορά στο γούστο του κόσμου, κάτω από τη φθορά όμως εξακολουθεί και πάλλεται η ψυχή του. Το ίδιο συνέβη και με την «Πιρόγα».
Αυτή η βαρβαρότητα που μας τριγυρίζει είναι καινούργια ή σήμερα έχει μεγεθυνθεί από τις τηλεοράσεις; Γιατί νομίζω ότι πάντοτε υπήρχαν στον έναν ή τον άλλο βαθμό βαρβαρότητα και σκουπίδια.
Ετσι είναι. Πάντα δίπλα στον Τσιτσάνη, στο Χατζιδάκι, στο Θεοδωράκη, στη δική μου γενιά, που ήταν ο Ξαρχάκος, ο Σαββόπουλος, ο Μαρκόπουλος, ο Μάνος ο Λοΐζος, από εδώ ο Σταύρος ο Κουγιουμτζής, ο Δήμος Μούτσης, εγώ χρονολογικά νεότερος, αλλά σ’ αυτή τη γενιά, πάντοτε δεξιά μας υπήρχε μια γραμμή, στην αρχή ελαφρού τραγουδιού, από χειροτέχνες βέβαια, όπως ο Καπνίσης, αλλά ελαφρό τραγούδι και αργότερα τα «ινδικά»…
…με τις μεγάλες κεραίες στις ταράτσες που «έπιαναν» Νέο Δελχί…
…και αργότερα το τραγικό τότε Φεστιβάλ Τραγουδιού, που ήταν το επι δικτατορίας μικροαστικό τραγούδι. Αυτή η γραμμή υπήρχε πάντοτε. «Ο Γιώργος είναι πονηρός», «Ξανθιά αγαπημένη Παναγιά» του πρίγκιπα και όλες οι γλίτσες που ακολούθησαν μέχρι τις ημέρες μας. Ολα αυτά υπήρχαν κι είχαν ονοματεπώνυμο. Εκείνο που δεν υπήρχε ήταν το τηλεοπτικό μέσο για να εκπέμπει μόνο εκείνη την πλευρά, όπως σήμερα. Γι' αυτό και ήσαν πολύ πιο ισορροπημένα τα πράγματα.
Πότε χάθηκε η ισορροπία;
Από το '90 και μετά, αυτό που ενοποιεί τον ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους δεν είναι πια το σχολείο και η εκκλησία, αλλά η τηλεόραση, η οποία εκπέμπει ένα συγκεκριμένο μοτίβο. Θα σας πω ένα παράδειγμα: δε σας κάνει εντύπωση που ο Σάκης Ρουβάς είναι ίδιος με τον Περουβιανό «Ρουβά» που είναι ίδιος με τον Ρώσο «Ρουβά» που είναι ίδιος με τον Ισπανό «Ρουβά» και είναι ένα πολύ ωραίο παιδί;
Συμπαθέστατο κιόλας.
Οντως. Κι από πίσω έξι κοπέλες χορεύουν με τον ίδιο τρόπο, οι δέσμες φωτισμού με τον ίδιο τρόπο, το ντάπα-ντούπα να βαράει με τον ίδιο τρόπο κι έχει αλλάξει μόνο η γλώσσα. Που κι αυτή, στη Γιουροβίζιον, γίνεται ΜΙΑ: η αγγλική. Αυτή είναι η παγκοσμιοποιημένη τυποποίηση του ευτελούς. Δε συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα. Συμβαίνει σε όλο τον κόσμο. Ενας συνεχής, 24ωρος βομβαρδισμός ευτέλειας και κακού γούστου σε παγκόσμια κλίμακα.
Μιας και το έφερε η κουβέντα, αυτές τις ημέρες γίνεται (έχει γίνει) η επιλογή του τραγουδιού που θα μας εκπροσωπήσει στη Γιουροβίζιον. Το ίδιο γίνεται σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, εκεί όμως δε γίνεται ιδιαίτερο θέμα περί του επιπέδου της διοργάνωσης και των συμμετοχών. Εδώ γιατί το κάνουμε τόσο θέμα, μιλώντας για υποβάθμιση, ανοησία; Και η ανοησία δε δικαιούται ένα χώρο;
Συμφωνώ ότι δε χρειάζεται τόσος ντόρος είτε από τη μια είτε από την άλλη πλευρά. Κι αυτή είναι η κριτική που έκανα και στον πρόεδρο της ΕΡΤ, λέγοντάς ότι «έτσι υπονομεύετε το υπόλοιπο κομμάτι της δουλειάς που προσπαθείτε να βγάλετε«. Μου λέει «μα είμαστε υποχρεωμένοι να συμμετάσχουμε από τη συμφωνία των κρατικών τηλεοράσεων όλης της Ευρώπης». Καμία αντίρρηση. Δε χρειάζεται τόσος θόρυβος. Οι άλλοι δεν κάνουν τόσο νταβαντούρι. Επιλέγουν σιωπηρά ένα τραγούδι, το στέλνουν, διαγωνίζεται κι αυτό είναι όλο. Δε χρειάζεται να κυκλοφορούμε με το σήμα της νίκης σαν τον Ουίστον Τσόρτσιλ. Υπονομεύεται μια πολύ καλή προσπάθεια της ΕΡΤ από ένα ασήμαντο, έστω και υποχρεωτικό πανηγυράκι. Και είναι κρίμα!
Και πού τελειώνει ο κατήφορος της ευτέλειας, πώς μπορεί να πάψει να επικρατεί η βαρβαρότητα; Θα περιμένουμε να «καεί» από μόνη της;
Δύσκολο. Θα αντικατασταθεί από νέα ευτέλεια, η οποία προέρχεται από την ίδια πηγή. Θεωρώ ότι η λύση είναι η επιμονή μας και κυρίως της νεότερης από μένα γενιάς. Εγώ και να ήθελα να αλλάξω, να αλλοτριωθώ, δεν μπορώ. Ο Σαββόπουλος και να ήθελε να αλλάξει δεν μπορεί. Το έργο του είναι εκεί και μιλάει. Και σαχλαμάρες να έκανε, όπως αυτά με την Καλομοίρα και την τούρτα, που λέει ο λόγος, πάλι μεγάλος παραμένει. Τα ζήτημα είναι η επόμενη από εμάς γενιά να μπορέσει να αρθρώσει λόγο κι αυτός ο λόγος να βρει τους αποδέκτες. Βοηθήστε όσοι έχετε τις ίδιες αντιλήψεις να ξαναανταλλάξουμε διευθύνσεις και τηλέφωνα. Να ξαναγνωριστούμε καλλιτέχνες και κοινό.
Κύριε Μικρούτσικε, στην «άλλη πλευρά» της νύχτας, αυτήν του «ευτελούς», όπως την ονομάσατε, έχετε διακρίνει κάποιες καλές στιγμές, ένα καλό τραγούδι ή τη διαγράφετε από πάνω μέχρι κάτω;
Καταρχήν να ξεκαθαρίσω τη θέση μου. Υπάρχουν δύο χώροι πολύ διαφορετικοί. Ο χώρος ο δικός μας, που ακουμπάει στη νεοελληνική κουλτούρα και ο χώρος ο άλλος, που χαρακτηρίζεται από ένα ευτελές, τυποποιημένο, εμπορευματοποιημένο είδος τραγουδιού. Παρατήρηση πρώτη: στο δικό μας χώρο υπάρχουν και ατάλαντοι, υπάρχουν και κακά τραγούδια. Παρατήρηση δεύτερη: σπανίως μεν, μπορείς να βρεις κάποια καλά τραγούδια από εκεί. Λιγότερο σπανίως κάποιους λαμπερούς καλλιτέχνες. Οταν όμως τους βρίσκεις, λες «τι κρίμα να είναι μέσα στο ευτελές».
Ενα παράδειγμα;
Φοβάμαι ότι θα στεναχωρήσω κάποιους, αλλά ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν ο Στέλιος Καζαντζίδης. Είναι έτερον εκάτερον η φωνή του και άλλο πράγμα το ρεπερτόριό του. Αν μιλάμε για μεγάλο ρεπερτόριο λαϊκού τραγουδιστή, ψάχτε το στον Μπιθικώτση. Στον Καζαντζίδη θέλει πολύ πέταμα ένα μεγάλο κομμάτι του ρεπερτορίου, κι ας ήταν το «αχ και βαχ» της ξενιτιάς.
Το ότι ο «Σταυρός του Νότου», μια δουλειά του 1979, θεωρείται ακόμη σταθμός στο σύγχρονο τραγούδι -με συνέχεια τις «Γραμμές των Οριζόντων» το '91- και η επιτυχία της επανέκδοσή τους, πέρα από τη χαρά που δικαίως σας δίνει, δεν είναι κάτι που προκαλεί και κάποια θλίψη για τη γενικότερη κατάσταση της ελληνικής μουσικής τα τελευταία 25 χρόνια; Δε θα έπρεπε να έχουν υπάρξει περισσότερες σημαντικές στιγμές;
Καταρχήν να μη χαρώ για ένα σταθμό που έκανα κι εγώ; Οντως η δουλειά με τον Καββαδία πέρασε ήδη στην τρίτη γενιά. Και το ότι εξακολουθεί να περνάει στον κόσμο δε φαίνεται μόνο από τις πωλήσεις του δίσκου και τις συναυλίες. Το βλέπω στις αντιδράσεις του κόσμου με τον εξής τρόπο: υπάρχει τραγούδι μου στον Καββαδία που σιωπά το σύμπαν. Δεν ακούς κιχ. Υπάρχει τραγούδι που το ψιθυρίζουν όλοι. Υπάρχει τραγούδι που παθιάζονται όλοι. Είναι οι τρεις αντιδράσεις που μπορεί να ευχηθεί ένας συνθέτης.
Αυτό πώς το εξηγείτε, ποιος είναι ο μηχανισμός που το κάνει να συμβεί;
Για δύο λόγους. Ο ένας αφορά εμένα, ο άλλος τον Καββαδία. Θα ξεκινήσω από τον ποιητή. Ο Καββαδίας θεωρήθηκε ανοήτως από την κριτική, από το 1933 που πρωτοέβγαλε το «Μαραμπού» και το «Πούσι», μέχρι το 1975 που πέθανε ως ποιητής των ναυτικών, ελάσσων ποιητής, μέχρι και «στιχοπλόκο ημερολογίων» τον είπαν. Θεωρώ ότι ο Καββαδίας είναι από τους σημαντικότερους ποιητές, γιατί δεν είναι τίποτα απ' όλα αυτά. Με προσχηματικό τρόπο παίζει με τη θάλασσα, για να λειτουργήσει εξπρεσιονιστικά και να εκφράσει πράγματα που αφορούν απογείωση και ελευθερία. Και εξηγούμαι: ποιο ζώο στον πλανήτη είναι το πιο άγριο και το πιο ανθεκτικό; Ο καρχαρίας! Υπάρχει εδώ και 400 εκατομμύρια χρόνια και θα υπάρχει για άλλα τόσα. Και τι λέει ο Καββαδίας στο νέο, στο 16άρη της κάθε εποχής; «Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία». Και γι' αυτό ο πιτσιρικάς των 16 μόλις το ακούσει μου ανάβει τον αναπτήρα του στις συναυλίες. Που όταν εγώ έβγαλα το «Σταυρό του Νότου» ήταν αγέννητη ακόμη και η μάνα του.
Και ο συνθέτης;
Είναι η μοναδική δουλειά μου από τις 200-300 που έχω κάνει που είναι εν εξελίξει. Αν την ακούσετε το '79, αν την ακούσετε το '90, την ακούσετε και σήμερα δεν είναι μια άλλη ενορχήστρωση, είναι μια άλλη εξέλιξη αυτής της μουσικής, με κοινό ίσως μοτίβο, αλλά με άλλες μελωδίες, άλλες αρμονίες, άλλο ρυθμό. Κι αυτό πιστεύω είναι που έκανε αυτή τη δουλειά μοναδική και την καθιέρωσε ως μια από τις αιχμές του νεοελληνικού τραγουδιού.
Η πρώτη γενιά που άκουσε το τραγούδι, πιστεύετε ότι χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία; Και τι απέγινε; Αντιστάθηκε καθόλου, ταξίδεψε ή παραδόθηκε αμαχητί κι έπεσε αταξίδευτη;
Κοιτάχτε! Βρίζουμε άδικα την καημένη αυτή γενιά στην οποία κι εγώ ανήκω. Μπορεί να φαίνεται ότι παραδόθηκε, αλλά όχι αμαχητί. Δε θα απαντήσω για όλους. Κάποιοι παραδόθηκαν, κάποιοι δεν παραδόθηκαν, κάποιοι από αυτούς μας κυβέρνησαν καλά, κάποιοι όχι. Κάποιοι αλλοτριώθηκαν. Κάποιοι πήγαν σπίτι. Κάποιοι επιμένουν. Εκείνο που πρέπει να δεχτούμε είναι ότι τα οράματα αυτής της γενιάς δεν πραγματοποιήθηκαν. Κάποιοι όμως κατάφεραν και ταξίδεψαν.
Μήπως τελικά έχουμε αλλεπάλληλες γενιές της ήττας; Μήπως το καλύτερο σκορ το οποίο μπορεί κάποιος να προσδοκά είναι μια ισοπαλία ή μήπως ακόμη και μ' ένα γκολ της τιμής θα πρέπει να είμαστε χαρούμενοι;
Για μένα δεν υπάρχει ήττα όταν αγωνίζεσαι, ακόμη κι αν σε νικούν. Ηττα είναι όταν παραδίνεσαι χωρίς να παίξεις. Δεν αγωνίστηκε η γενιά της Κατοχής και του Εμφύλιου; Δεν αγωνίστηκε η γενιά του Πολυτεχνείου; Από ποιους έγινε το Πολυτεχνείο; Από σαράντα ανθρώπους; Από ολόκληρη αυτή τη γενιά έγινε. Και στο κάτω κάτω και τι έγινε αν δεν φτάσαμε στην Ιθάκη; Υπο μίαν έννοια δε φτάνεις ποτέ ή όταν φτάσεις μπορεί να μην είναι πια εκεί η Ιθάκη και να χρειαστεί να βάλεις άλλο προορισμό.
Και η σημερινή, η τρίτη γενιά μετά τη μεταπολίτευση;
Θα σας πω αυτό που λέει ο Σαββόπουλος στους «Αχαρνής»: «εδώ ο μουσικός σηκώνει τα χέρια ψηλά». Φαίνεται να διαμορφώνεται μια γενιά, η οποία η μισή μοιάζει να κυνηγάει την τύχη της μεμονωμένα και η άλλη μισή να αγωνίζεται στο δρόμο. Και να σας πω και κάτι; Δεν με ενδιαφέρει κι αν αγωνίζεται και σωστά.
Τι εννοείτε;
Δεν με ενδιαφέρει αν όλα τα αιτήματα των παιδιών σήμερα είναι σωστά ή όχι. Βλέπω, για παράδειγμα, στην τηλεόραση να ρωτούν νέους φοιτητές «κι εσείς τι θέσεις έχετε;». Γιατί θα έπρεπε, κύριε δημοσιογράφε, να έχει θέσεις το παιδί των 20 - 21 ετών για την Παιδεία; Του δώσαμε ένα πολύ καλό πανεπιστήμιο και το χάλασε; Ενα άθλιο πανεπιστήμιο του παραδώσαμε. Εχουμε την απαίτηση τώρα απ' αυτό το παιδί να μας πει πώς θα το φτιάξουμε;
Και ποιος θα το φτιάξει;
Τα ίδια τα παιδιά. Με τη δική μας βοήθεια όμως, και όχι κουνώντας τους το δάχτυλο ή το ρόπαλο. Σαν τις γεροντοκόρες που λένε «εμάς στην εποχή μας ήταν όλα καλά». Ε, δεν ήταν λοιπόν. Ούτε της νέας γενιάς είναι όλα σκάρτα. Μην το κάνουμε σαν ένα συνάδελφό μου που είπε ότι από την καινούργια γενιά καλλιτεχνών δεν αξίζει κανένας. Τι λες, βρε ανόητε; Δεν αξίζουν ο Χάρης και ο Πάνος Κατσιμίχας, δεν αξίζαν οι Τερμίτες με το Μαχαιρίτσα, οι Φατμέ με τον Πορτοκάλογλου, ο Σωκράτης Μάλαμας, ο Νίκος Ζούδιαρης, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, ο Θηβαίος, ο Περίδης, ο Δεληβοριάς, ο Ζερβουδάκης;
Ο Χρήστος Θηβαίος σας χαρακτήρισε προπονητή δεκαθλητών. Ποιες είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις που θα πρέπει να καλύπτει κάποιος για να τον δεχτείτε στο «προπονητικό σας team»;
Αν πρόκειται για νέους τραγουδιστές, χρειάζεται να λειτουργεί το ένστικτο και δύο ακόμη πράγματα: η πειθαρχία και η διάθεση να αυξήσουν τις γνώσεις τους. Η Πατουλίδου δε θα έφτανε ποτέ εκεί που έφτασε αν δεν είχε τρομερή πειθαρχία, ο Διαμαντίδης, ο καλαθοσφαιριστής το ίδιο. Και η γνώση όμως. Δεν αρκεί το ταλέντο αν δε διευρύνεις τις γνώσεις σου. Ενα ταλέντο πνίγεται μέσα σε περιορισμένη γνώση, όσο τη διευρύνεις μπορείς να δημιουργήσεις τριπλάσια, τετραπλάσια πράγματα.
Αρετές «Σαμουράι», δηλαδή…
«Σαμουράι» είναι ελάχιστοι. Είναι ο Μητσιάς. Στην Ελλάδα είμαστε τυχεροί γιατί τα τελευταία 30 χρόνια βρέθηκαν μεγάλες φωνές, πάνω από πενήντα τραγουδιστές και τραγουδίστριες τραγούδησαν εξαιρετικά. Λίγοι εξ’ αυτών, οι «Σαμουράι», διέγειραν τα συναισθήματά μας μια δεδομένη στιγμή. Λειτούργησαν ως η συνισταμένη της φωνής του Νεοέλληνα. Ο Μπιθικώτσης, ο Καζαντζίδης και στη νεότερη γενιά ο Μανώλης Μητσιάς. Σκεφθείτε ότι μέσα σε μία χρονιά είχε τραγουδήσει στην Αθανασία του Χατζιδάκι, στην Τετραλογία του Μούτση και στο Λόρκα του Λεοντή.
Τελικά, υπάρχει σήμερα πολιτικό τραγούδι ή επιμένετε σε εκείνο που είχατε πει πριν 1-2 χρόνια ότι το σημερινό πολιτικό τραγούδι είναι το «Ολα Καλά» του Σάκη;
Οχι, το είχα πει λίγο διαφορετικά. Κατ’ αρχήν πιστεύω ότι υπάρχει πολιτικό τραγούδι και στη δική μας πλευρά. Οι Κατσιμιχαίοι, για παράδειγμα, έχουν γράψει πολιτικά τραγούδια, ο Μάλαμας, ο Λαυρέντης γράφουν πολιτικό τραγούδι. Απλώς κάποιοι ψάχνουν να βρουν το πολιτικό τραγούδι έτσι όπως ήταν πριν και λίγο μετά τη μεταπολίτευση. Αυτό είναι λάθος. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει και αντιδραστικό πολιτικό τραγούδι και τέτοιο είναι το «Ολα καλά». Το οποίο τι λέει; Οτι σ’ αυτή την κοινωνία της κομπίνας, της διαπλοκής, του λάιφ στάιλ όλα είναι καλά. Αρκεί να έχεις ένα κάμπριο, να πηγαίνεις στη Μύκονο, μια ωραία μοντέλα και όλα καλά! Αυτό είναι μια βαθύτατα πολιτική θέση κι ένα βαθύτατα πολιτικό, αντιδραστικό τραγούδι.
Θα συνεργαζόσταν ποτέ με συγκροτήματα και τραγουδιστές όπως οι Active Member, o Ταραξίας, ο Βουρλιώτης; Είναι στις προθέσεις σας;
Θα έλεγα όχι. Κι αυτό γιατί, παρ’ όλο που είμαι ανοιχτός στα πιο καινούργια πράγματα, δεν τα ξέρω καλά. Φτάνω μέχρι το 2000. Μέχρι εκεί. Τα όριά μου τα ξέρω. Ισως να φταίει λίγο και η κλασική μου κουλτούρα. Οχι όμως ότι δεν τους παρακολουθώ ή ότι δε μου αρέσουν. Κάθε άλλο.
Εχετε ασχοληθεί καθόλου με τα Blogs, το YouTune, το MySpace;
Οχι. Παρ’ όλο που είμαι μαθηματικός, δεν έχω αγγίξει τους υπολογιστές και το Ιnternet, ούτε προγραμματισμό σε σχέση με τη μουσική. Τα ξέρω όλα αυτά, αλλά δεν τα έχω αγγίξει. Οχι δογματικά όμως, αλλά περισσότερο επειδή αν ασχοληθώ θα πρέπει να σπαταλήσω πολύ χρόνο που δεν τον έχω. Ειδικά για τη μουσική, θέλω το χέρι μου να κινητοποιεί την καρδιά και το μυαλό, έτσι όπως 700-800 χρόνια το σινάφι μου έχει μάθει.
Ούτε για να αντλήσετε πληροφορίες;
Είμαι κατά της άντλησης πληροφοριών και της οριζόντιας ανάγνωσης. Είμαι υπέρ της κάθετης βουτιάς. Κι αυτό θέλω να το μάθω και στα παιδιά μου, ειδικά τα δύο μικρότερα, το Στέργιο που είναι έξι και την Αλεξάνδρα που είναι έντεκα. Να αρχίσουν να κατεβάζουν βιβλία από τη βιβλιοθήκη και να μάθουν να κάνουν κάθετες βουτιές στη γνώση, γιατί διαφορετικά θα καταφέρουν να είναι ενημερωμένοι, αλλά δε θα ξέρουν πού τους παν' τα τέσσερα.
Ποια βιβλία θα μας προτείνατε να δοκιμάσουμε;
Το «Εις τον πάτο της Εικόνας» της Μάρως Δούκα, τα ποιήματα του Γουίλιαμ Μπλέικ που τα ξαναδιαβάζω αυτή την εποχή, και βέβαια το βιβλίο που έχω πάντα στο προσκέφαλό μου, το «Μια Εποχή στην Κόλαση» του Αρθούρου Ρεμπό.
boxaki
«Υπέροχα Μονάχοι»
Θάνος Μικρούτσικος - Μανώλης Μητσιάς
Γιάννης Κούτρας - Ρίτα Αντωνοπούλου
9, 10, 16, 17, 23, 24, 30, 31 Μαρτίου 2007
Χώρος: Αποθήκη, Μύλος
Ώρα έναρξης: 23.00
Τιμή εισιτ.: 30E
Τηλ. Κρατήσεων: 2310 551836, 2310 551838
Καλώς ήλθατε και πάλι στη Θεσσαλονίκη.
Καλώς σας βρήκα
Μέσα στα χρόνια αισθάνεστε ότι έχετε αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση με την πόλη;
Κατ' αρχήν θα ήθελα να αποφύγω πλήρως τα περί ερωτικής πόλης και όποιας άλλης ανοησίας ακούγεται. Υπάρχει πράγματι μια ειδική σχέση, που ξεκινάει από τα τέλη του ’70, η οποία ήταν κατά τη γνώμη μου και μια καλή περίοδος για την πόλη. Ηταν τότε που ανέβασα στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, υπό τη διεύθυνση του Μίνου Βολωνάκη, το «Φουέντε Οβεχούνα». Και λέω μια ειδική σχέση, διότι εκείνη περίπου την εποχή συνέβη κάτι που θα κουβαλάω για πάντα στη ζωή μου. Λίγα χρόνια αργότερα, από το '82 μέχρι και
το '86, κατά κάποιο τρόπο μετέφερα την καλλιτεχνική μου δράση στο εξωτερικό και κυρίως σε γαλλόφωνες πόλεις. Ηταν μια περίοδος που έκανα ελάχιστη δισκογραφία και μόνο κλασική. Συναυλίες σχεδόν καμία. Ημουν σχεδόν απών από τα ελληνικά πράγματα.
Μιλάμε για την περίοδο μετά το «Eμπάργκο».
Ακριβώς μετά. Τότε λοιπόν ο σύλλογος «Μουσηγέτης» έκανε μια πανελλαδική επιστημονική έρευνα -την πρώτη και μοναδική από τότε- για τη μουσική, η οποία βγήκε και σ' ένα βιβλίο 1.200 σελίδων. Η έρευνα αφορούσε τις μουσικές προτιμήσεις των Νεοελλήνων σε επίπεδο αστικό, περιφέρειας, αγροτικών περιοχών, ανά διαμέρισμα, νομό, περιφέρεια. Και επειδή λοιπόν έλειπα, δεν ήμουν στις πρώτες θέσεις των πιο δημοφιλών συνθετών. Εκτός από μια πόλη: στη Θεσσαλονίκη ήμουν πρώτος. Αυτό το πράγμα το χρωστάω σε αυτή την πόλη. Κι ας βάρυνε λίγο αργότερα αυτή η σχέση…
Πότε αισθανθήκατε ότι βάρυνε;
Νομίζω τότε που έγινα υπουργός και λίγο μετά την Πολιτιστική Πρωτεύουσα. Τότε έδειξε μια εσωστρέφεια η Θεσσαλονίκη. Πιστεύω, πάντως, ότι υπάρχει μια εξαιρετική σχέση, τουλάχιστον με τη γενιά στην οποία ανήκω, αλλά και με τους νεότερους. Και είναι κάτι που το εισέπραξα και πριν ενάμιση χρόνο στο Θέατρο Γης, παρουσιάζοντας ολοκληρωμένη τη δουλειά του Καββαδία. Ενα θέατρο που είχε ξεχειλίσει, όταν με 6.000 εισιτήρια είχαν έλθει 7.000 άνθρωποι. Θεωρώ ότι είναι μια ιδιαίτερη πόλη για μένα. Από την άλλη πλευρά όμως, θεωρώ ότι κι αυτή η πόλη, όπως και η Αθήνα και η Πάτρα, όπως και πολλές άλλες της Ευρώπης, με πάνω από 2-3 εκατομμύρια κατοίκους, έχει υποστεί τη φθορά του συνεκτικού, κοινωνικού της δεσμού. Η σχέση μου όμως με τη Θεσσαλονίκη κρατάει πάνω από 30 χρόνια.
Γιατί «Υπέροχα μονάχοι»;
Κατ’ αρχήν επέλεξα αυτό το στίχο από το πρώτο τραγούδι, το «Αργώ» του Αλκαίου, όχι επειδή ήθελα να παραξενίσει ή να είναι απλώς ένας έξυπνος τίτλος, αλλά γιατί αισθάνομαι αυτό το «Υπέροχα μονάχοι» τα τελευταία χρόνια με πολύ έντονο τρόπο.
Υπέροχα μονάχοι μέσα σε τι;
Θεωρώ ότι υπάρχει μια βαρβαρότητα στην καθημερινότητά μας, που -ειδικά τα τελευταία 10-12 χρόνια- έχει έναν εκφραστή, χωρίς να σημαίνει ότι μόνο αυτός την παράγει. Είναι η εικόνα. Είναι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, το σύνολο των τηλεοράσεων κι αυτό που εκπέμπουν. Αυτές δημιουργούν συνήθειες στον κόσμο, με αποτέλεσμα το γούστο να γίνεται όλο και ευτελέστερο. Και θα έλεγα ότι, αν δεν υπήρχε ακόμη ένα λαϊκό ήθος στον κόσμο, έστω και βαριά τραυματισμένο, θα είχαμε χαθεί. Εμείς λοιπόν, που ξεκινήσαμε σε μια άλλη εποχή και είχαμε σαν κύριο χαρακτηριστικό το «εμείς», βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή απέναντι στη βάρβαρη αντιμετώπιση του «εγώ». Οι τηλεοράσεις σπρώχνουν τα πράγματα, ενισχύοντας το «εγώ». Σου λένε «εσύ μπορείς», «εσύ θα κερδίσεις», «εσύ έλα στο Super Deal να πάρεις 500 χιλιάδες ευρώ». Εσύ, ο ένας ανάμεσα στις 600 χιλιάδες αιτήσεις αυτών που θέλουν να μπουν στο παιχνίδι. Εχει φύγει πια το «εμείς μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα» κι έχει έλθει αυτό το «τουλάχιστον εσύ μπορείς να σωθείς».
Αυτό τι συνέπειες έχει στο χώρο της τέχνης, της μουσικής;
Τεράστιες. Μια από αυτές είναι ο βομβαρδισμός μ' ένα συγκεκριμένο ευτελές είδος. Από το πρωί μέχρι το βράδυ. Και δεν είναι ότι χάσατε όλοι οι δημοσιογράφοι το γούστο σας. Ούτε φυσικά ότι όλος ο κόσμος το έχει χάσει. Διότι μετά θα πούμε ότι οι 7.000 άνθρωποι που μαζεύτηκαν στο Θέατρο Γης είναι μια αβαντ-γκαρντ ελίτ. Εγώ πιστεύω ότι είμαστε πολύ περισσότεροι όσοι αντιπολιτευόμαστε την ευτέλεια.
Αισιόδοξο ακούγεται αυτό…
Το εννοώ. Είμαστε «αντιπολίτευση» και μάλιστα «κοινοβουλευτικό κόμμα». Εντούτοις οι τηλεοράσεις επιμένουν να μας δείχνουν ως… «εξωκοινοβουλευτικούς». Εμείς λοιπόν εμφανιζόμαστε ως μονάχοι, απλώς έχουμε χάσει τις διευθύνσεις ο ένας του άλλου. Δεν είμαστε λίγοι, απλώς είμαστε μονάχοι.
Και το «υπέροχα» που κολλάει;
Στο οτι επειδή εγώ το ξέρω ότι υπάρχουν οι διευθύνσεις, ότι υπάρχει πολύς κόσμος που αντιστέκεται, αισθάνομαι υπέροχα. Εξού και ο τίτλος. Αλλωστε το «Αργώ» δεν είναι τίποτα άλλο από την πορεία της γενιάς μου που έχει απομακρυνθεί από το παλιό όραμα, όμως συνεχίζει να προχωρά. Να προχωρά υπέροχα. Δε γίναμε απαισιόδοξοι. Είμαστε εδώ και αισθανόμαστε πάρα πολύ ωραία που κάθε Παρασκευή και Σάββατο, μέχρι τις 31 Μαρτίου, θα υποδεχόμαστε κόσμο να ακούσει τα τραγούδια μας και να παίζουμε όλοι μαζί, αποδεικνύοντας ότι όλα αυτά δεν είναι θεωρία. Είναι πράξη. Από εμάς και από τον κόσμο.
Μήπως όμως ένα μέρος αυτού του κόσμου που θα έλθει εδώ να σας ακούσει την Παρασκευή το βράδυ, το Σάββατο θα πάει να ακούσει «σκυλάδικο» ή «λαϊκό-ποπ»;
Ακούστε. Επειδή έρχομαι στη Θεσσαλονίκη μετά από την εμπειρία στο «Σταυρό του Νότου», που κράτησε τρεις ολόκληρους μήνες και κάθε Δευτέρα και Τρίτη δεν έπεφτε καρφίτσα, είδα ότι δεν τέμνονται αυτά τα δύο πράγματα. Εκεί που μερικές φορές τέμνονται είναι όταν παρουσιάζω κάποια τραγούδια, που έσπασε ο διάολος το ποδάρι του κι έγιναν πανελλαδικά σουξέ. Δηλαδή από τον Καββαδία, που μέχρι σήμερα έχει πουλήσει ένα εκατομμύριο δίσκους κι έχει περάσει σε τρεις γενιές, οφείλω να πω ότι αυτό το ένα εκατομμύριο είναι μαζί μας.
Δηλαδή όσοι τραγουδούν τη «Ρόζα» ή την «Πιρόγα» θεωρείται ότι ανήκουν στην «αντιπολίτευση» που λέγαμε πριν;
Οχι. Αυτά είναι τα σουξέ που έλεγα ότι έχω κάνει και που καταφέρνουν να αποκαλύψουν αυτό το τραυματισμένο, αλλά όχι εξαφανισμένο λαϊκό ήθος, που εξακολουθεί να υπάρχει και στην «άλλη πλευρά».
Και πώς μπορεί να λειτουργήσει αυτό το λαϊκό ήθος, όταν μέσα σ' ένα μπουζουξίδικο πήχτρα στο γαρύφαλλο ακούγεται το «πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία, πώς η ιστορία γίνεται σιωπή»;
Το είδα να λειτουργεί με τα μάτια μου όταν κάποια στιγμή πήγα να δω το Δημήτρη Μητροπάνο και τον Πασχάλη Τερζή. Οταν ξεκίνησε αυτό το τραγούδι και λίγο πριν σηκωθούν όλοι να το χορέψουν πάνω στα τραπέζια, παρατήρησα τρία δευτερόλεπτα παγωμάρας. Ηταν αυτά τα δευτερόλεπτα του λαϊκού ήθους. Ηταν αυτά τα δευτερόλεπτα που δείχνουν ότι ναι μεν υπάρχει φθορά στο γούστο του κόσμου, κάτω από τη φθορά όμως εξακολουθεί και πάλλεται η ψυχή του. Το ίδιο συνέβη και με την «Πιρόγα».
Αυτή η βαρβαρότητα που μας τριγυρίζει είναι καινούργια ή σήμερα έχει μεγεθυνθεί από τις τηλεοράσεις; Γιατί νομίζω ότι πάντοτε υπήρχαν στον έναν ή τον άλλο βαθμό βαρβαρότητα και σκουπίδια.
Ετσι είναι. Πάντα δίπλα στον Τσιτσάνη, στο Χατζιδάκι, στο Θεοδωράκη, στη δική μου γενιά, που ήταν ο Ξαρχάκος, ο Σαββόπουλος, ο Μαρκόπουλος, ο Μάνος ο Λοΐζος, από εδώ ο Σταύρος ο Κουγιουμτζής, ο Δήμος Μούτσης, εγώ χρονολογικά νεότερος, αλλά σ’ αυτή τη γενιά, πάντοτε δεξιά μας υπήρχε μια γραμμή, στην αρχή ελαφρού τραγουδιού, από χειροτέχνες βέβαια, όπως ο Καπνίσης, αλλά ελαφρό τραγούδι και αργότερα τα «ινδικά»…
…με τις μεγάλες κεραίες στις ταράτσες που «έπιαναν» Νέο Δελχί…
…και αργότερα το τραγικό τότε Φεστιβάλ Τραγουδιού, που ήταν το επι δικτατορίας μικροαστικό τραγούδι. Αυτή η γραμμή υπήρχε πάντοτε. «Ο Γιώργος είναι πονηρός», «Ξανθιά αγαπημένη Παναγιά» του πρίγκιπα και όλες οι γλίτσες που ακολούθησαν μέχρι τις ημέρες μας. Ολα αυτά υπήρχαν κι είχαν ονοματεπώνυμο. Εκείνο που δεν υπήρχε ήταν το τηλεοπτικό μέσο για να εκπέμπει μόνο εκείνη την πλευρά, όπως σήμερα. Γι' αυτό και ήσαν πολύ πιο ισορροπημένα τα πράγματα.
Πότε χάθηκε η ισορροπία;
Από το '90 και μετά, αυτό που ενοποιεί τον ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους δεν είναι πια το σχολείο και η εκκλησία, αλλά η τηλεόραση, η οποία εκπέμπει ένα συγκεκριμένο μοτίβο. Θα σας πω ένα παράδειγμα: δε σας κάνει εντύπωση που ο Σάκης Ρουβάς είναι ίδιος με τον Περουβιανό «Ρουβά» που είναι ίδιος με τον Ρώσο «Ρουβά» που είναι ίδιος με τον Ισπανό «Ρουβά» και είναι ένα πολύ ωραίο παιδί;
Συμπαθέστατο κιόλας.
Οντως. Κι από πίσω έξι κοπέλες χορεύουν με τον ίδιο τρόπο, οι δέσμες φωτισμού με τον ίδιο τρόπο, το ντάπα-ντούπα να βαράει με τον ίδιο τρόπο κι έχει αλλάξει μόνο η γλώσσα. Που κι αυτή, στη Γιουροβίζιον, γίνεται ΜΙΑ: η αγγλική. Αυτή είναι η παγκοσμιοποιημένη τυποποίηση του ευτελούς. Δε συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα. Συμβαίνει σε όλο τον κόσμο. Ενας συνεχής, 24ωρος βομβαρδισμός ευτέλειας και κακού γούστου σε παγκόσμια κλίμακα.
Μιας και το έφερε η κουβέντα, αυτές τις ημέρες γίνεται (έχει γίνει) η επιλογή του τραγουδιού που θα μας εκπροσωπήσει στη Γιουροβίζιον. Το ίδιο γίνεται σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, εκεί όμως δε γίνεται ιδιαίτερο θέμα περί του επιπέδου της διοργάνωσης και των συμμετοχών. Εδώ γιατί το κάνουμε τόσο θέμα, μιλώντας για υποβάθμιση, ανοησία; Και η ανοησία δε δικαιούται ένα χώρο;
Συμφωνώ ότι δε χρειάζεται τόσος ντόρος είτε από τη μια είτε από την άλλη πλευρά. Κι αυτή είναι η κριτική που έκανα και στον πρόεδρο της ΕΡΤ, λέγοντάς ότι «έτσι υπονομεύετε το υπόλοιπο κομμάτι της δουλειάς που προσπαθείτε να βγάλετε«. Μου λέει «μα είμαστε υποχρεωμένοι να συμμετάσχουμε από τη συμφωνία των κρατικών τηλεοράσεων όλης της Ευρώπης». Καμία αντίρρηση. Δε χρειάζεται τόσος θόρυβος. Οι άλλοι δεν κάνουν τόσο νταβαντούρι. Επιλέγουν σιωπηρά ένα τραγούδι, το στέλνουν, διαγωνίζεται κι αυτό είναι όλο. Δε χρειάζεται να κυκλοφορούμε με το σήμα της νίκης σαν τον Ουίστον Τσόρτσιλ. Υπονομεύεται μια πολύ καλή προσπάθεια της ΕΡΤ από ένα ασήμαντο, έστω και υποχρεωτικό πανηγυράκι. Και είναι κρίμα!
Και πού τελειώνει ο κατήφορος της ευτέλειας, πώς μπορεί να πάψει να επικρατεί η βαρβαρότητα; Θα περιμένουμε να «καεί» από μόνη της;
Δύσκολο. Θα αντικατασταθεί από νέα ευτέλεια, η οποία προέρχεται από την ίδια πηγή. Θεωρώ ότι η λύση είναι η επιμονή μας και κυρίως της νεότερης από μένα γενιάς. Εγώ και να ήθελα να αλλάξω, να αλλοτριωθώ, δεν μπορώ. Ο Σαββόπουλος και να ήθελε να αλλάξει δεν μπορεί. Το έργο του είναι εκεί και μιλάει. Και σαχλαμάρες να έκανε, όπως αυτά με την Καλομοίρα και την τούρτα, που λέει ο λόγος, πάλι μεγάλος παραμένει. Τα ζήτημα είναι η επόμενη από εμάς γενιά να μπορέσει να αρθρώσει λόγο κι αυτός ο λόγος να βρει τους αποδέκτες. Βοηθήστε όσοι έχετε τις ίδιες αντιλήψεις να ξαναανταλλάξουμε διευθύνσεις και τηλέφωνα. Να ξαναγνωριστούμε καλλιτέχνες και κοινό.
Κύριε Μικρούτσικε, στην «άλλη πλευρά» της νύχτας, αυτήν του «ευτελούς», όπως την ονομάσατε, έχετε διακρίνει κάποιες καλές στιγμές, ένα καλό τραγούδι ή τη διαγράφετε από πάνω μέχρι κάτω;
Καταρχήν να ξεκαθαρίσω τη θέση μου. Υπάρχουν δύο χώροι πολύ διαφορετικοί. Ο χώρος ο δικός μας, που ακουμπάει στη νεοελληνική κουλτούρα και ο χώρος ο άλλος, που χαρακτηρίζεται από ένα ευτελές, τυποποιημένο, εμπορευματοποιημένο είδος τραγουδιού. Παρατήρηση πρώτη: στο δικό μας χώρο υπάρχουν και ατάλαντοι, υπάρχουν και κακά τραγούδια. Παρατήρηση δεύτερη: σπανίως μεν, μπορείς να βρεις κάποια καλά τραγούδια από εκεί. Λιγότερο σπανίως κάποιους λαμπερούς καλλιτέχνες. Οταν όμως τους βρίσκεις, λες «τι κρίμα να είναι μέσα στο ευτελές».
Ενα παράδειγμα;
Φοβάμαι ότι θα στεναχωρήσω κάποιους, αλλά ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν ο Στέλιος Καζαντζίδης. Είναι έτερον εκάτερον η φωνή του και άλλο πράγμα το ρεπερτόριό του. Αν μιλάμε για μεγάλο ρεπερτόριο λαϊκού τραγουδιστή, ψάχτε το στον Μπιθικώτση. Στον Καζαντζίδη θέλει πολύ πέταμα ένα μεγάλο κομμάτι του ρεπερτορίου, κι ας ήταν το «αχ και βαχ» της ξενιτιάς.
Το ότι ο «Σταυρός του Νότου», μια δουλειά του 1979, θεωρείται ακόμη σταθμός στο σύγχρονο τραγούδι -με συνέχεια τις «Γραμμές των Οριζόντων» το '91- και η επιτυχία της επανέκδοσή τους, πέρα από τη χαρά που δικαίως σας δίνει, δεν είναι κάτι που προκαλεί και κάποια θλίψη για τη γενικότερη κατάσταση της ελληνικής μουσικής τα τελευταία 25 χρόνια; Δε θα έπρεπε να έχουν υπάρξει περισσότερες σημαντικές στιγμές;
Καταρχήν να μη χαρώ για ένα σταθμό που έκανα κι εγώ; Οντως η δουλειά με τον Καββαδία πέρασε ήδη στην τρίτη γενιά. Και το ότι εξακολουθεί να περνάει στον κόσμο δε φαίνεται μόνο από τις πωλήσεις του δίσκου και τις συναυλίες. Το βλέπω στις αντιδράσεις του κόσμου με τον εξής τρόπο: υπάρχει τραγούδι μου στον Καββαδία που σιωπά το σύμπαν. Δεν ακούς κιχ. Υπάρχει τραγούδι που το ψιθυρίζουν όλοι. Υπάρχει τραγούδι που παθιάζονται όλοι. Είναι οι τρεις αντιδράσεις που μπορεί να ευχηθεί ένας συνθέτης.
Αυτό πώς το εξηγείτε, ποιος είναι ο μηχανισμός που το κάνει να συμβεί;
Για δύο λόγους. Ο ένας αφορά εμένα, ο άλλος τον Καββαδία. Θα ξεκινήσω από τον ποιητή. Ο Καββαδίας θεωρήθηκε ανοήτως από την κριτική, από το 1933 που πρωτοέβγαλε το «Μαραμπού» και το «Πούσι», μέχρι το 1975 που πέθανε ως ποιητής των ναυτικών, ελάσσων ποιητής, μέχρι και «στιχοπλόκο ημερολογίων» τον είπαν. Θεωρώ ότι ο Καββαδίας είναι από τους σημαντικότερους ποιητές, γιατί δεν είναι τίποτα απ' όλα αυτά. Με προσχηματικό τρόπο παίζει με τη θάλασσα, για να λειτουργήσει εξπρεσιονιστικά και να εκφράσει πράγματα που αφορούν απογείωση και ελευθερία. Και εξηγούμαι: ποιο ζώο στον πλανήτη είναι το πιο άγριο και το πιο ανθεκτικό; Ο καρχαρίας! Υπάρχει εδώ και 400 εκατομμύρια χρόνια και θα υπάρχει για άλλα τόσα. Και τι λέει ο Καββαδίας στο νέο, στο 16άρη της κάθε εποχής; «Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία». Και γι' αυτό ο πιτσιρικάς των 16 μόλις το ακούσει μου ανάβει τον αναπτήρα του στις συναυλίες. Που όταν εγώ έβγαλα το «Σταυρό του Νότου» ήταν αγέννητη ακόμη και η μάνα του.
Και ο συνθέτης;
Είναι η μοναδική δουλειά μου από τις 200-300 που έχω κάνει που είναι εν εξελίξει. Αν την ακούσετε το '79, αν την ακούσετε το '90, την ακούσετε και σήμερα δεν είναι μια άλλη ενορχήστρωση, είναι μια άλλη εξέλιξη αυτής της μουσικής, με κοινό ίσως μοτίβο, αλλά με άλλες μελωδίες, άλλες αρμονίες, άλλο ρυθμό. Κι αυτό πιστεύω είναι που έκανε αυτή τη δουλειά μοναδική και την καθιέρωσε ως μια από τις αιχμές του νεοελληνικού τραγουδιού.
Η πρώτη γενιά που άκουσε το τραγούδι, πιστεύετε ότι χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία; Και τι απέγινε; Αντιστάθηκε καθόλου, ταξίδεψε ή παραδόθηκε αμαχητί κι έπεσε αταξίδευτη;
Κοιτάχτε! Βρίζουμε άδικα την καημένη αυτή γενιά στην οποία κι εγώ ανήκω. Μπορεί να φαίνεται ότι παραδόθηκε, αλλά όχι αμαχητί. Δε θα απαντήσω για όλους. Κάποιοι παραδόθηκαν, κάποιοι δεν παραδόθηκαν, κάποιοι από αυτούς μας κυβέρνησαν καλά, κάποιοι όχι. Κάποιοι αλλοτριώθηκαν. Κάποιοι πήγαν σπίτι. Κάποιοι επιμένουν. Εκείνο που πρέπει να δεχτούμε είναι ότι τα οράματα αυτής της γενιάς δεν πραγματοποιήθηκαν. Κάποιοι όμως κατάφεραν και ταξίδεψαν.
Μήπως τελικά έχουμε αλλεπάλληλες γενιές της ήττας; Μήπως το καλύτερο σκορ το οποίο μπορεί κάποιος να προσδοκά είναι μια ισοπαλία ή μήπως ακόμη και μ' ένα γκολ της τιμής θα πρέπει να είμαστε χαρούμενοι;
Για μένα δεν υπάρχει ήττα όταν αγωνίζεσαι, ακόμη κι αν σε νικούν. Ηττα είναι όταν παραδίνεσαι χωρίς να παίξεις. Δεν αγωνίστηκε η γενιά της Κατοχής και του Εμφύλιου; Δεν αγωνίστηκε η γενιά του Πολυτεχνείου; Από ποιους έγινε το Πολυτεχνείο; Από σαράντα ανθρώπους; Από ολόκληρη αυτή τη γενιά έγινε. Και στο κάτω κάτω και τι έγινε αν δεν φτάσαμε στην Ιθάκη; Υπο μίαν έννοια δε φτάνεις ποτέ ή όταν φτάσεις μπορεί να μην είναι πια εκεί η Ιθάκη και να χρειαστεί να βάλεις άλλο προορισμό.
Και η σημερινή, η τρίτη γενιά μετά τη μεταπολίτευση;
Θα σας πω αυτό που λέει ο Σαββόπουλος στους «Αχαρνής»: «εδώ ο μουσικός σηκώνει τα χέρια ψηλά». Φαίνεται να διαμορφώνεται μια γενιά, η οποία η μισή μοιάζει να κυνηγάει την τύχη της μεμονωμένα και η άλλη μισή να αγωνίζεται στο δρόμο. Και να σας πω και κάτι; Δεν με ενδιαφέρει κι αν αγωνίζεται και σωστά.
Τι εννοείτε;
Δεν με ενδιαφέρει αν όλα τα αιτήματα των παιδιών σήμερα είναι σωστά ή όχι. Βλέπω, για παράδειγμα, στην τηλεόραση να ρωτούν νέους φοιτητές «κι εσείς τι θέσεις έχετε;». Γιατί θα έπρεπε, κύριε δημοσιογράφε, να έχει θέσεις το παιδί των 20 - 21 ετών για την Παιδεία; Του δώσαμε ένα πολύ καλό πανεπιστήμιο και το χάλασε; Ενα άθλιο πανεπιστήμιο του παραδώσαμε. Εχουμε την απαίτηση τώρα απ' αυτό το παιδί να μας πει πώς θα το φτιάξουμε;
Και ποιος θα το φτιάξει;
Τα ίδια τα παιδιά. Με τη δική μας βοήθεια όμως, και όχι κουνώντας τους το δάχτυλο ή το ρόπαλο. Σαν τις γεροντοκόρες που λένε «εμάς στην εποχή μας ήταν όλα καλά». Ε, δεν ήταν λοιπόν. Ούτε της νέας γενιάς είναι όλα σκάρτα. Μην το κάνουμε σαν ένα συνάδελφό μου που είπε ότι από την καινούργια γενιά καλλιτεχνών δεν αξίζει κανένας. Τι λες, βρε ανόητε; Δεν αξίζουν ο Χάρης και ο Πάνος Κατσιμίχας, δεν αξίζαν οι Τερμίτες με το Μαχαιρίτσα, οι Φατμέ με τον Πορτοκάλογλου, ο Σωκράτης Μάλαμας, ο Νίκος Ζούδιαρης, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, ο Θηβαίος, ο Περίδης, ο Δεληβοριάς, ο Ζερβουδάκης;
Ο Χρήστος Θηβαίος σας χαρακτήρισε προπονητή δεκαθλητών. Ποιες είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις που θα πρέπει να καλύπτει κάποιος για να τον δεχτείτε στο «προπονητικό σας team»;
Αν πρόκειται για νέους τραγουδιστές, χρειάζεται να λειτουργεί το ένστικτο και δύο ακόμη πράγματα: η πειθαρχία και η διάθεση να αυξήσουν τις γνώσεις τους. Η Πατουλίδου δε θα έφτανε ποτέ εκεί που έφτασε αν δεν είχε τρομερή πειθαρχία, ο Διαμαντίδης, ο καλαθοσφαιριστής το ίδιο. Και η γνώση όμως. Δεν αρκεί το ταλέντο αν δε διευρύνεις τις γνώσεις σου. Ενα ταλέντο πνίγεται μέσα σε περιορισμένη γνώση, όσο τη διευρύνεις μπορείς να δημιουργήσεις τριπλάσια, τετραπλάσια πράγματα.
Αρετές «Σαμουράι», δηλαδή…
«Σαμουράι» είναι ελάχιστοι. Είναι ο Μητσιάς. Στην Ελλάδα είμαστε τυχεροί γιατί τα τελευταία 30 χρόνια βρέθηκαν μεγάλες φωνές, πάνω από πενήντα τραγουδιστές και τραγουδίστριες τραγούδησαν εξαιρετικά. Λίγοι εξ’ αυτών, οι «Σαμουράι», διέγειραν τα συναισθήματά μας μια δεδομένη στιγμή. Λειτούργησαν ως η συνισταμένη της φωνής του Νεοέλληνα. Ο Μπιθικώτσης, ο Καζαντζίδης και στη νεότερη γενιά ο Μανώλης Μητσιάς. Σκεφθείτε ότι μέσα σε μία χρονιά είχε τραγουδήσει στην Αθανασία του Χατζιδάκι, στην Τετραλογία του Μούτση και στο Λόρκα του Λεοντή.
Τελικά, υπάρχει σήμερα πολιτικό τραγούδι ή επιμένετε σε εκείνο που είχατε πει πριν 1-2 χρόνια ότι το σημερινό πολιτικό τραγούδι είναι το «Ολα Καλά» του Σάκη;
Οχι, το είχα πει λίγο διαφορετικά. Κατ’ αρχήν πιστεύω ότι υπάρχει πολιτικό τραγούδι και στη δική μας πλευρά. Οι Κατσιμιχαίοι, για παράδειγμα, έχουν γράψει πολιτικά τραγούδια, ο Μάλαμας, ο Λαυρέντης γράφουν πολιτικό τραγούδι. Απλώς κάποιοι ψάχνουν να βρουν το πολιτικό τραγούδι έτσι όπως ήταν πριν και λίγο μετά τη μεταπολίτευση. Αυτό είναι λάθος. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει και αντιδραστικό πολιτικό τραγούδι και τέτοιο είναι το «Ολα καλά». Το οποίο τι λέει; Οτι σ’ αυτή την κοινωνία της κομπίνας, της διαπλοκής, του λάιφ στάιλ όλα είναι καλά. Αρκεί να έχεις ένα κάμπριο, να πηγαίνεις στη Μύκονο, μια ωραία μοντέλα και όλα καλά! Αυτό είναι μια βαθύτατα πολιτική θέση κι ένα βαθύτατα πολιτικό, αντιδραστικό τραγούδι.
Θα συνεργαζόσταν ποτέ με συγκροτήματα και τραγουδιστές όπως οι Active Member, o Ταραξίας, ο Βουρλιώτης; Είναι στις προθέσεις σας;
Θα έλεγα όχι. Κι αυτό γιατί, παρ’ όλο που είμαι ανοιχτός στα πιο καινούργια πράγματα, δεν τα ξέρω καλά. Φτάνω μέχρι το 2000. Μέχρι εκεί. Τα όριά μου τα ξέρω. Ισως να φταίει λίγο και η κλασική μου κουλτούρα. Οχι όμως ότι δεν τους παρακολουθώ ή ότι δε μου αρέσουν. Κάθε άλλο.
Εχετε ασχοληθεί καθόλου με τα Blogs, το YouTune, το MySpace;
Οχι. Παρ’ όλο που είμαι μαθηματικός, δεν έχω αγγίξει τους υπολογιστές και το Ιnternet, ούτε προγραμματισμό σε σχέση με τη μουσική. Τα ξέρω όλα αυτά, αλλά δεν τα έχω αγγίξει. Οχι δογματικά όμως, αλλά περισσότερο επειδή αν ασχοληθώ θα πρέπει να σπαταλήσω πολύ χρόνο που δεν τον έχω. Ειδικά για τη μουσική, θέλω το χέρι μου να κινητοποιεί την καρδιά και το μυαλό, έτσι όπως 700-800 χρόνια το σινάφι μου έχει μάθει.
Ούτε για να αντλήσετε πληροφορίες;
Είμαι κατά της άντλησης πληροφοριών και της οριζόντιας ανάγνωσης. Είμαι υπέρ της κάθετης βουτιάς. Κι αυτό θέλω να το μάθω και στα παιδιά μου, ειδικά τα δύο μικρότερα, το Στέργιο που είναι έξι και την Αλεξάνδρα που είναι έντεκα. Να αρχίσουν να κατεβάζουν βιβλία από τη βιβλιοθήκη και να μάθουν να κάνουν κάθετες βουτιές στη γνώση, γιατί διαφορετικά θα καταφέρουν να είναι ενημερωμένοι, αλλά δε θα ξέρουν πού τους παν' τα τέσσερα.
Ποια βιβλία θα μας προτείνατε να δοκιμάσουμε;
Το «Εις τον πάτο της Εικόνας» της Μάρως Δούκα, τα ποιήματα του Γουίλιαμ Μπλέικ που τα ξαναδιαβάζω αυτή την εποχή, και βέβαια το βιβλίο που έχω πάντα στο προσκέφαλό μου, το «Μια Εποχή στην Κόλαση» του Αρθούρου Ρεμπό.
boxaki
«Υπέροχα Μονάχοι»
Θάνος Μικρούτσικος - Μανώλης Μητσιάς
Γιάννης Κούτρας - Ρίτα Αντωνοπούλου
9, 10, 16, 17, 23, 24, 30, 31 Μαρτίου 2007
Χώρος: Αποθήκη, Μύλος
Ώρα έναρξης: 23.00
Τιμή εισιτ.: 30E
Τηλ. Κρατήσεων: 2310 551836, 2310 551838
Subscribe to:
Posts (Atom)