Μικροκαμωμένη, κομψή, αεικίνητη, με μάτια γεμάτα πάθος, η Αλιέντε φαίνεται να ’ναι πλασμένη από το ίδιο μαγικό υλικό με τους ήρωές της.
Συνέντευξη στην Πόπη Μουσουράκη
Γεννημένη στο Περού το 1942, το διάστημα που ο πατέρας της ήταν διαπιστευμένος εκεί ως διπλωμάτης, αναγκάστηκε μετά το χαμό του να επιστρέψει στη Χιλή μαζί με τη μητέρα της. «Τη θυμάμαι να φαίνεται πάντα άρρωστη», λέει για τη μητέρα της, σήμερα 86 χρόνων, «κι αυτό σαν παιδί μ’ έκανε να νιώθω ανήμπορη και ένοχη, γιατί αισθανόμουν ότι δεν μπορούσα να τη βοηθήσω με κανέναν τρόπο».
Από τότε φαίνεται να στέριωσε μέσα της η απόφαση να μη γίνει η ίδια ποτέ μια αδύναμη γυναίκα. Σ’ όλη της τη ζωή θα υψώνει θαρραλέα τη φωνή της και δε θα πάψει ποτέ να υποστηρίζει ανοιχτά και με κάθε κόστος τις απόψεις της. Και το κόστος ήταν πραγματικά βαρύ, όταν μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1973 στη Χιλή και τη δολοφονία του θείου της, Σαλβαντόρ Αλιέντε, θα αναγκαστεί να καταφύγει στη Βενεζουέλα, προκειμένου να γλιτώσει από τις απειλές κατά της ζωής της. Το ίδιο διάστημα, η μητέρα της και ο πατριός της θα γλιτώσουν παρά τρίχα τη δολοφονία, ενώ ο αδελφός της θα αποκλειστεί αβοήθητος στη Μόσχα.
Στη Βενεζουέλα θα μείνει τελικά 13 ολόκληρα χρόνια, απολαμβάνοντας την ασφάλεια της ανωνυμίας που τόσο είχε στερηθεί.
Η Αλιέντε θα ασχοληθεί αρχικά με τη δημοσιογραφία και θα είναι πια κοντά στα 40, όταν θα γράψει το πρώτο της βιβλίο, «Το σπίτι των πνευμάτων», που θα την εκτινάξει μονομιάς στις κορυφαίες θέσεις της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας. «Σκέφτομαι πως ίσως να χρειαζόταν να χάσω τη χώρα μου, για ν’ αρχίσω να γράφω», λέει η ίδια, καθώς «“Το σπίτι των πνευμάτων” ήταν μια προσπάθεια να δημιουργήσω ξανά τη χώρα που είχα χάσει, την οικογένεια που είχα χάσει». Σήμερα, για να μην ξεχνά το πρώτο μεγάλο χαμόγελο της ζωής της, έχει δώσει το ίδιο όνομα στο σπίτι που ζει, στην Καλιφόρνια.
Αν και η ζωή τής έδωσε το ίδιο απλόχερα και την πίκρα. Η «Πάουλα», το βιβλίο που η ίδια θεωρεί το αριστούργημά της, είναι το χρονικό μιας τρομερής προσωπικής εμπειρίας, του θανάτου της κόρης της. Το βιβλίο, γραμμένο κυριολεκτικά στο προσκεφάλι της κόρης της, όταν εκείνη έπεσε σε κώμα, είναι το πιο σπαρακτικό ξόρκι για την τελεσίδικη κραυγή που πλησιάζει.
Η γραφή της Αλιέντε, παρόλο που η ίδια δηλώνει πως έχει κουραστεί να την κατατάσσουν στη σχολή του μαγικού ρεαλισμού, κουβαλάει όλα τα χαρακτηριστικά της συνολικής λατινοαμερικάνικης συνείδησης. Θέτει στο κέντρο της λογοτεχνικής της δημιουργίας τη φαντασία, μια φαντασία όμως που δεν είναι ανεξάρτητη από την εμπειρία, αλλά αντίθετα τροφοδοτείται απ’ αυτήν μετουσιώνοντάς τη σε μια αρχετυπική λειτουργία. Τα δύο τελευταία της μυθιστορήματα, «Ζορρό, η αρχή του θρύλου» και «Ινές, ψυχή μου» είναι, όπως και όλα τα βιβλία της Αλιέντε, έργα πληθωρικά, ορμητικά, με σπάνια δύναμη και εικονοποιητική ικανότητα.
Ας δούμε τι μας είπε η ίδια για τα δύο τελευταία της βιβλία.
Για ν’ αρχίσουμε με τον «Zορρό», ποιες ήταν οι βασικές δυσκολίες που είχατε ν’ αντιμετωπίσετε στην προσπάθειά σας να μετατρέψετε ένα «χάρτινο» ήρωα σε χειροπιαστή φιγούρα; Επίσης, όλο αυτό δεν κουβαλούσε το ρίσκο του να καταστρέψετε ένα μύθο; Η πιο μεγάλη δυσκολία όταν έγραφα τον «Ζορρό» ήταν να περιγράψω τις μάχες με τα σπαθιά κι άλλες παρόμοιες σκηνές έντονης δράσης μέσα στην πλοκή. Οι αναγνώστες είναι συνηθισμένοι να βλέπουν τον Ζορρό στην οθόνη. Πώς θα μπορούσα, λοιπόν, να επιτύχω το ρυθμό, το σασπένς και την ταχύτητα της δράσης που έχουμε συνδέσει μ’ αυτού του είδους τον ήρωα; Πήρα μερικά μαθήματα ξιφομαχίας, αλλά δε βοήθησαν και πολύ. Μετά διάβασα ένα βιβλίο για τον τρόπο που στήνεται η χορογραφία των μονομάχων στις ταινίες κι αυτό αποδείχτηκε πραγματικά πιο χρήσιμο. Δε είχα κανένα πρόβλημα με το μύθο του Ζορρό. Ο Ζορρό είναι ένα κανονικό ανθρώπινο πλάσμα, δεν είναι ένας ήρωας με ειδικές δυνάμεις (όπως ο Σούπερμαν ή ο Μπάτμαν). Μπορούσα πολύ εύκολα να τον φανταστώ σαν αγόρι ή σαν νέο άντρα.
Πώς νιώσατε την ανάγκη να ασχοληθείτε και να γράψετε για τον Ζορρό; Η ιδέα γι' αυτό το βιβλίο δεν ήταν δική μου. Μια μέρα, τον Αύγουστο του 2003, ήρθαν στο σπίτι μου κάποιοι άνθρωποι. Μου είπαν ότι εκπροσωπούσαν τη «Zorro Prod» κι ότι είχαν τα δικαιώματα για το χαρακτήρα. Μου εξήγησαν πως είχαν κάνει τα πάντα σχετικά με τον Ζορρό: τηλεοπτικές σειρές, ταινίες κ.λπ., αλλά δεν είχαν ένα λογοτεχνικό έργο για τον ήρωα και μου ζήτησαν να το γράψω εγώ. Μου είπαν πως ήμουν η ιδανική για κάτι τέτοιο, επειδή γράφω στα ισπανικά, γνωρίζω την ισπανική κουλτούρα, ζω στην Καλιφόρνια κι ακόμα γιατί έχω γράψει ιστορίες περιπέτειας και ιστορικά μυθιστορήματα.
Στο «Ινές, ψυχή μου» νιώσατε ότι η ηρωίδα εκφράζει σ’ ένα μεγάλο βαθμό και το δικό σας ψυχισμό; Ναι, πραγματικά τη νιώθω πολύ κοντά μου. Θα ’λεγα ότι έχουμε την ίδια αποφασιστικότητα να παλέψουμε για τη ζωή. Στα 5 μου ήμουν ήδη φεμινίστρια, παρόλο που η λέξη ήταν ακόμη άγνωστη στη Χιλή. Η Ινές Σουάρεθ ήταν μια γυναίκα που τόλμησε να πάρει τη μοίρα της στα χέρια της. Πολύ λίγα έχουν γραφτεί για τις γυναίκες που βοήθησαν εκείνη την εποχή με τον αγώνα τους να εδραιωθεί η ισπανική κυριαρχία.
Αλλά ειδικά η Σουάρεθ ήταν μια περίπτωση μοναδική: ήταν η μόνη γυναίκα ανάμεσα στους Ισπανούς κονκισταδόρους που έφτασαν στη Χιλή το 1540. Αγωνίστηκε και στη συνέχεια ήταν από τους θεμελιωτές της Χιλής.
Κατά πόσο τα ιστορικά γεγονότα και στα δύο βιβλία είναι πραγματικά και κατά πόσο ανήκουν στη σφαίρα της μυθοπλασίας; Τα ιστορικά γεγονότα και στα δύο βιβλία είναι ακριβή: στον «Ζορρό» η εισβολή των ναπολεόντειων στρατευμάτων στην Ισπανία, οι μυστικές οργανώσεις, ο κουρσάρος Ζαν Λαφίτ, το πολιτικό σκηνικό εκείνης της εποχής είναι απόλυτα ακριβή. Πήγα κι έκανα έρευνα σ’ όλα τα μέρη που διεξάγεται η ιστορία, στην Καλιφόρνια, στη Βαρκελώνη, στη Νέα Ορλεάνη. Το ίδιο και στην «Ινές». Η έρευνα για να γράψω το βιβλίο μού πήρε σχεδόν τέσσερα χρόνια.
Ποιο ήταν το πρώτο ερέθισμα, η αφορμή που σας έκανε να στραφείτε από τη δημοσιογραφία στη συγγραφή βιβλίων; Μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1973 στη Χιλή, που τερμάτισε μια μακρά και συμπαγή δημοκρατική περίοδο, έφυγα από τη χώρα με την οικογένειά μου κι έζησα εξόριστη στη Βενεζουέλα για 13 χρόνια. Εκεί δεν μπορούσα να βρω δουλειά ως δημοσιογράφος κι άρχισα να δουλεύω σε διάφορες δουλειές, για να βγάζω τα προς το ζην και να μεγαλώσω τα παιδιά μου. Στις 8 Ιανουαρίου του 1981 δέχτηκα ένα τηλεφώνημα στο Καράκας -ότι ο παππούς μου, που τον λάτρευα, πέθαινε στη Χιλή.
Ξεκίνησα τότε να του γράφω κάτι σαν «πνευματικό» γράμμα για να τον αποχαιρετήσω. Ο παππούς μου πέθανε κι εγώ συνέχισα να γράφω για ένα χρόνο. Στο τέλος είχα 500 σελίδες κι αυτό ήταν το πρώτο μου μυθιστόρημα, το «Σπίτι των Πνευμάτων».
Ποιο από τα βιβλία σας σάς έχει δώσει τη μεγαλύτερη ικανοποίηση μέχρι τώρα, ποιο νιώσατε να εκφράζει βαθύτερα την ψυχή σας; Η «Πάουλα». Η ιστορία του πρόωρου θανάτου της κόρης μου. Μέσα σ’ εκείνες τις σελίδες άνοιξα απόλυτα την ψυχή μου. Ηταν μια βαθιά θεραπευτική εμπειρία.
Ολο αυτό το σκληρό πολιτικό παρασκήνιο που αναγκαστήκατε να υποστείτε με ποιον τρόπο νιώθετε να επηρεάζει τα βιβλία σας; Η ζωή μου είναι σημαδεμένη από την πολιτική. Ως εκ τούτου η πολιτική παίζει σημαντικό ρόλο σ’ όλα μου τα βιβλία. Δεν μπορώ να φανταστώ μια ιστορία αποκομμένη από τον τόπο και το χρόνο της, έχω ανάγκη να περιγράψω καθετί που συνέβη στους χαρακτήρες μέσα στον κόσμο που το έζησαν. Πώς θα μπορούσα λοιπόν ν’ αγνοήσω την πολιτική; Συχνά είναι αυτό που καθορίζει το είδος της ζωής που θα ζήσουν.
Πιστεύετε ότι ένας συγγραφέας έχει την ηθική υποχρέωση να επισημαίνει τις πληγές μιας κοινωνίας και να υψώνει τη φωνή του; Δεν μπορώ να μιλήσω για τους άλλους συγγραφείς, αλλά σε ό,τι με αφορά γράφω για τα θέματα που μ' ενδιαφέρουν. Τα πολιτικά και κοινωνικά θέματα είναι ιδιαίτερα σημαντικά στη ζωή μου και δε γίνεται να μην είναι και στα βιβλία μου. Εντούτοις, δεν προσπαθώ να περάσω κάποιο μήνυμα ή να κάνω κήρυγμα. Οι ιδέες που βγαίνουν μέσα από το γράψιμό μου δεν έχουν να κάνουν μόνο με την πολιτική, αλλά και με την οικογένεια, τις γυναίκες, την αγάπη, τη βία, τις σχέσεις, τη φύση, την ιστορία...
Οι κριτικοί της λογοτεχνίας χρησιμοποιούν συχνά τον όρο «μαγικός ρεαλισμός», για να χαρακτηρίσουν τη γραφή σας. Εχω γράψει 16 βιβλία και υπάρχουν στοιχεία μαγικού ρεαλισμού μόνο σε τρία μυθιστορήματα για μεγάλους και σε τρεις νεανικές νουβέλες, άρα μάλλον ο όρος δε μου ταιριάζει ιδιαίτερα. Είμαι ανοιχτή στα μυστήρια της ζωής, είναι τόσα πολλά που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε ή να ελέγξουμε. Προσπαθώ να γράφω με το μυαλό μου ανοιχτό και με την ιδέα πως καθετί είναι πιθανό. Παρ’ όλα αυτά, ο μαγικός ρεαλισμός δεν είναι κάτι σαν αλάτι και πιπέρι που μπορείς να το βάλεις σε κάθε ιστορία. Μερικές φορές είναι απαραίτητο να πεις την ιστορία στα ίσια κι άλλες φορές δε δουλεύει καθόλου.
Ποιες θα λέγατε ότι ήταν οι μεγαλύτερες λογοτεχνικές σας επιρροές; Υπήρξα μια παμφάγος αναγνώστρια σ’ όλη μου τη ζωή και δεν είμαι σίγουρη για τις επιρροές που έχω δεχτεί. Οταν ήμουν νέα διάβαζα πολλή ρώσικη και αγγλική λογοτεχνία, επίσης βιβλία μυστηρίου, επιστημονικής φαντασίας κι όλα τα έργα των μεγάλων συγγραφέων της λεγόμενης Σχολής του Λος Αντζελες. Σήμερα διαβάζω πιο πολύ αγγλική λογοτεχνία. Αλλά κουβαλώ, επίσης, επιρροές από ταινίες, θεατρικά έργα και σίγουρα από την προφορική παράδοση της αφήγησης, που είναι τόσο σημαντική στην ισπανική γλώσσα.
Ποια άλλη ασχολία σάς γεμίζει χαρά εκτός από το γράψιμο; Δεν έχω πολλά χόμπι, εκτός από το να φτιάχνω κοσμήματα για τους φίλους μου. Λατρεύω να παίζω με τις χάντρες! Διαβάζω, πηγαίνω για περίπατο με το σκύλο μου, περνάω την ώρα μου με την οικογένειά μου... Στ’ αλήθεια είμαι ένα πολύ βαρετό πρόσωπο. Το γράψιμο είναι ό,τι αγαπώ. Δεν είναι δουλειά για μένα, είναι η απόλαυσή μου.
Monday, July 16, 2007
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment