Tuesday, June 12, 2007

Η θάλασσα μέσα τους



«Τα νιάτα του έφαγε ο Στρατής στα ναυπηγεία. Φτιάχνει τα πιο γερά σκαριά, να πάνε οι άλλοι μακριά, να ταξιδέψουνε τη γη οι τυχεροί...»



της Παυλίνας Εξαδακτύλου, pavlina6ktilou@yahoo.gr
φωτ.: Γρηγόρης Σιαμίδης

Είναι κάποιοι από τους λιγοστούς πια τεχνίτες παραδοσιακών ξύλινων σκαφών. Οι ίδιοι αυτοαποκαλούνται καραβομαραγκοί. Για περισσότερες από δεκατρείς ώρες την ημέρα «φτιάχνουν καράβια και κάνουν όλη τη μαραγκοσύνη». Τα τρεχαντήρια τους είναι τα παιδιά τους και τη στιγμή της καθέλκυσης καθενός από αυτά η ψυχή τους ξεκινά κι ένα καινούργιο ταξίδι.


«Ο γάντζος»
Οι στίχοι με το Στρατή είναι γραμμένοι σ’ έναν τοίχο στο ναυπηγείο παραδοσιακών ξύλινων σκαφών του κυρίου Βασίλη Κεφαλά. Οι ψαράδες τον αποκαλούν «γάντζο», έτσι όπως ονομάζεται και το ναυπηγείο του στην περιοχή του Σταυρού. «Κάνω αυτήν τη δουλειά από δέκα ετών. Σαράντα χρόνια, δηλαδή. Στο χωριό υπήρχε ένα μικρό καρνάγιο, στο οποίο πήγαινα κάθε απόγευμα μετά το σχολείο. Οταν υπηρέτησα στο Ναυτικό, πήγαινα στο Πέραμα και οι παλιοί μάστορες μου έδειχναν τη δουλειά. Τελικά, πριν από 21 χρόνια έφτιαξα αυτό το μικρό ναυπηγείο που βλέπεις». Μιλά για καρνάγιο του και στο βλέμμα του είναι καθρεφτισμένη η θάλασσα, με όλα τα καράβια που ‘χει φτιάξει να την ταξιδεύουν. «Τα καράβια είναι η ανίατη αρρώστια μου. Ποτέ δε βαρέθηκα κι ούτε ποτέ κουράστηκα. Κι ας δουλεύω 13 -14 ώρες τη μέρα. Εγώ, κορίτσι μου, δε θα μπορούσα ούτε ένα λεπτό να δουλεύω σε γραφείο. Δε φαντάζεσαι πόσες συγκινήσεις μου έχει προσφέρει αυτή η δουλειά. Κάθε φορά που το σκαρί είναι έτοιμο για καθέλκυση, έχω την ίδια αγωνία. Τα χείλη μου είναι σφαλισμένα και η καρδιά μου κοντεύει να σπάσει».


Ο σταυρός του νότου
Ο μαστρο-Βασίλης μου μιλά χωρίς να σταματά ν' ασχολείται με το σκαρί που φτιάχνει αυτήν την περίοδο. Ενα «λίμπερτ» για έναν ψαρά από την Κατερίνη. «Το πρώτο πράγμα που θα φτιάξω είναι ο σταυρός. Πρώτα ο σταυρός και μετά όλα τ’ άλλα. Αχ, όλα τα μεράκια μου είναι μέσα σ’ αυτά τα σκαριά. Είναι το γραφτό μου, η μοίρα μου», λέει χαρακτηριστικά. Το μοναδικό του παράπονο είναι ότι οι νέοι δεν ασχολούνται με αυτό το επάγγελμα. «Οι νέοι δεν έρχονται σ’ αυτήν τη δουλειά. Δυστυχώς, προτιμούν τα εύκολα. Ετσι, αναγκάζομαι να διώχνω πελάτες, που λέει ο λόγος. Δεν υπάρχουν εργατικά χέρια». Παρ' όλα αυτά, ο Αγγελος, ο 22χρονος γιος του, ακολούθησε τη δουλειά του πατέρα του. «Δε μου την επέβαλε ο πατέρας μου αυτήν τη δουλειά. Την επέλεξα συνειδητά. Αν σου πω όμως ότι έχω την ίδια τρέλα για τα καράβια με τον πατέρα μου, θα σου πω ψέματα. Κάθε μέρα, όμως, νιώθω πως δένομαι με τη θάλασσα ολοένα και πιο πολύ».

Το καρνάγιο και ο ψαράς
Μια νωχελική παχουλή γάτα κι ένα λαμπραντόρ μας υποδέχονται στο ναυπηγείο του Παναγιώτη Ιωάννου στην Ιερισσό. «Η τρέλα για τα καράβια πάει πάππου προς πάππου, αφού το καρνάγιο μας λειτουργεί εδώ και δύο αιώνες», μου εξηγεί ο Παναγιώτης και συνεχίζει: «Φτιάχνω σκαριά για όλη την Ελλάδα. Τα τελευταία χρόνια έχω μαζί στη δουλειά και τους γιους μου. Δουλεύουμε μέρα νύχτα σαν τα σκυλιά, αλλά δεν παραπονιέται κανείς. Τα πονάμε τα σκάφη που φτιάχνουμε. Βάζουμε την ψυχή μας, το είναι μας». Λίγο πιο δίπλα, ένας ψαράς επισκευάζει το τρεχαντήρι του. « Κάποτε ζούσα στην Αθήνα και είχα μελίσσια. Μια μέρα τα παράτησα όλα και ήρθα στην Ιερισσό για να ασχοληθώ με το ψάρεμα. Μεγάλη πλανεύτρα η θάλασσα, με κράτησε κοντά της. Οι ψαράδες της περιοχής κάνουμε καλή παρέα με τους καραβομαραγκούς. Το βράδυ που λιμανιάζουμε, κάποιος αναλαμβάνει να μαγειρέψει ψαρόσουπα και μαζεμένοι σ’ ένα καΐκι, κουβεντιάζουμε με τις ώρες».

Το μεγάλο θηρίο
Ο μαστρο-Δημήτρης δε μου έχει πει το επίθετό του. Για όλους, εξάλλου, είναι ο Τζιμάκος. Αυτό γράφει και η ξύλινη ταμπέλα που μαρτυρά το καρνάγιο του, που βρίσκεται επίσης στην Ιερισσό. «Τρεις γενιές καραβομαραγκοί ήμαστε στην οικογένεια. Τρεις γενιές κουβαλάμε τη θάλασσα μέσα μας. Κάποτε ήμασταν διακόσιοι, τώρα πια δεν είμαστε ούτε πέντε σε όλη την Ελλάδα». Σκέφτομαι ότι τα κέρδη θα είναι αρκετά. «Πίστεψέ με, δε με ενδιαφέρουν τα χρήματα. Θα μπορούσα, φυσικά, να έχω βγει στη σύνταξη, αλλά αν το κάνω, θα με φάει το σαράκι. Ξέρεις γιατί; Επειδή κάθε φορά που ένα σκάφος μου συστήνεται με τη θάλασσα, κλαίω σαν παιδί και αισθάνομαι δέος. Αυτό το σκαρί θα παλέψει με το μεγάλο θηρίο». Ο μαστρο-Δημήτρης βιάζεται να επιστρέψει στις μαραγκοσύνες του. «Είναι μικρόβιο αυτή η δουλειά. Ο κόσμος με θεωρεί μαραγκό, εγώ, όμως, κοπέλα μου νιώθω καλλιτέχνης».

Τελειώνοντας το κομμάτι, συνειδητοποιώ ότι έχω ξεχάσει να γράψω για τους στίχους που ήταν, επίσης, χαραγμένοι στον τοίχο κάποιου από τα τρία ναυπηγεία. Δε θυμάμαι σε ποιο. Δεν έχει καμιά σημασία. «Οσοι με το χάρο γίναν φίλοι, με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη, στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι... Πάντα γελαστοί».

No comments: