Tuesday, February 27, 2007
Μαχητικά απαισιόδοξος
Σε μια πόλη την οποία κάποιοι θέλουν να περάσουν ως τη μητρόπολη της «χαλλλαρής ζωής», είναι τουλάχιστον απαραίτητο να φωτίζουμε πού και πού ιδιόμορφες περιπτώσεις πεισματικής δουλειάς κόντρα στις δυσκολίες, με μόνη κινητήρια δύναμη την αγάπη και το μεράκι.
της Χάιδως Σκανδύλα
Περιπτώσεις όπως αυτή του Γιώργου Κορδομενίδη, που συμπληρώνει φέτος 20 χρόνια –ή αλλιώς 75 τεύχη– επίμονης δουλειάς ως δημοσιογράφος, εκδότης, διευθυντής και γενικότερα «άνθρωπος για όλες τις δουλειές» με το λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό περιοδικό «Εντευκτήριο». Περίπτωση την οποία και...«ανατέμνουμε».
Ολα ξεκίνησαν το 1986, όταν «από μια περίεργη σύμπτωση κόπηκαν όλες μου οι δημοσιογραφικές συνεργασίες και αποφάσισα να στήσω ένα περιοδικό με λίγα λογοτεχνικά κείμενα και πολλά σχόλια», θυμάται ο ίδιος. Είκοσι χρόνια μετά, το περιοδικό έχει σταθερούς αναγνώστες, το δικό του χώρο «Εντευκτήριο - Underground», στο κέντρο της πόλης (Δεσπεραί), με προσεγμένες λογοτεχνικές εκδηλώσεις και τις εκδόσεις του «Εντευκτηρίου» που προχωρούν με «αργά αλλά σταθερά βήματα». Το σπουδαιότερο είναι ότι αναγνωρίζεται από σημαντικούς ανθρώπους των γραμμάτων ως ένα από τα πλέον αξιόλογα στο είδος τους, ξεπερνώντας τα όρια της Θεσσαλονίκης.
Η μεγαλύτερη δυσκολία
«Δεν ήταν εύκολη η διαδρομή· ήταν και παραμένει δύσκολη. Ενα στοίχημα που πρέπει να κερδίζεται σε κάθε τεύχος. Ακόμη και για ένα περιοδικό που κυκλοφορεί σε ολόκληρη την Ελλάδα και αναγνωρίζεται ως σημαντικό. Το πιο κουραστικό και σχεδόν αποθαρρυντικό είναι ότι τίποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί κατοχυρωμένο.
» Βέβαια, αυτό έχει και το πλεονέκτημα να κρατά το περιοδικό σε εγρήγορση. Πιστεύω ότι το “Εντευκτήριο” σώζεται από το δημοσιογράφο μέσα μου. Προσπαθώ να φτιάξω ένα περιοδικό έτσι όπως θα ήθελα εγώ να το διαβάσω. Βλέπετε, είμαι περιοδικομανής. Διαβάζω με φανατισμό οτιδήποτε κυκλοφορεί από λογοτεχνικά περιοδικά ως free press».
Κριτήρια
«To “Εντευκτήριο” δεν ακολουθεί τυφλά τα γούστα της μόδας. Εχει το δικό του κόκκινο νήμα, έναν άξονα που διατρέχει ολόκληρη την πορεία του έως τώρα. Οπως έχει επισημάνει ο Δημήτρης Μαρωνίτης για το περιοδικό, ενδιαφέρεται περισσότερο για κείμενα παρά για πρόσωπα. Δεν περιφρονούμε το κοινό ή τα μεγάλα ονόματα, όμως το κριτήριο για εμάς είναι η αντοχή του κειμένου στο χρόνο.
»Στα 20 χρόνια ζωής του “Εντευκτηρίου” λύπησα πολλούς ανθρώπους αρνούμενος να δημοσιεύω κείμενά τους, ενδεχομένως να αδίκησα και κάποιους. Δεν είναι πάντοτε η επιλογή εύκολη. Προσπαθούμε να κρατούμε το κριτήριό μας αιχμηρό».
Περί στόχων...
«Δεν είχα ποτέ στη ζωή μου μακροπρόθεσμούς στόχους. Ο μόνος μου στόχος, όταν βγήκε το “Εντευκτήριο”, ήταν να είναι το προσωπικό μου δεκανίκι, η ψυχοθεραπεία και το αγχολυτικό μου. Δε με ενδιέφερε ποτέ ούτε ο πρωταθλητισμός ούτε να σώσω τη λογοτεχνία ή να κατεβάσω μία δική μου πρόταση γι' αυτήν. Με ενδιαφέρει να συγκεντρώνω τα κείμενα που εγώ θα ήθελα να ξαναδιαβάσω. Αν αυτό συνιστά στόχο, τότε σε γενικές γραμμές τον έχω πετύχει. Από κει και πέρα, το περιοδικό τιμήθηκε με τη συνεργασία αξιόλογων ανθρώπων, προσείλκυσε νέους συγγραφείς και είχε την οξυδέρκεια να ξεχωρίσει κάποιους από αυτούς που είχαν ταλέντο. Πέτυχα να βγάζω ένα περιοδικό στη Θεσσαλονίκη, με όλες τις αντικειμενικές δυσκολίες που κάτι τέτοιο συνεπάγεται, και να θεωρείται καλό περιοδικό –τελεία– και όχι καλό περιοδικό για θεσσαλονικιώτικο».
Αποστολή
«Οσοι διαβάζουν λογοτεχνία δε διαβάζουν υποχρεωτικά και λογοτεχνικά περιοδικά. Θα έλεγα ότι το κοινό των λογοτεχνικών περιοδικών είναι και το πιο περίεργο, ανήσυχο, φιλέρευνο και διεισδυτικό. Μια εφημερίδα ή ένα περιοδικό ποικίλης ύλης θα προβάλλει τους πιο αναγνωρισμένους συγγραφείς. Υπάρχει και μια πραγματικότητα, όμως, που λειτουργεί παράλληλα προς αυτήν τη βιβλιοπωλική αγορά –αυτή είναι που συνομιλεί με την Ιστορία. Μπορεί ένα σημερινό μπεστ σέλερ έπειτα από 10-20 χρόνια να μη σημαίνει τίποτε, να μην έχει προσθέσει ούτε μια πετρούλα. Επιδίωξή μας είναι να αγνοήσουμε το τι θέλουν να προβάλουν οι εκδότες, χωρίς να παραβλέψουμε εντελώς την αγορά. Να αφουγκραστούμε αυτό που συμβαίνει κάτω από την επιφάνεια, να πάμε κόντρα στο ρεύμα».
Μέλλον
«Ζοφερό για τα λογοτεχνικά, αν και όχι για τα ίδια τα βιβλία. Ζοφερό επειδή το κοινό δεν ανανεώνεται ηλικιακά. Οι νέοι φαίνεται να προσανατολίζονται στο Ιντερνετ, να γοητεύονται από τα free press, που, πέρα από το γεγονός ότι είναι δωρεάν, τα βρίσκεις εύκολα σε καφέ -μπαρ, χωρίς να είναι ανάγκη να πας σε ειδικά μέρη, όπως τα βιβλιοπωλεία, και να πληρώσεις γι' αυτά. Δε λέω ότι η τεχνολογία είναι κακή. Ούτε μου αρέσει η μεμψιμοιρία και η άστοχη σύγκριση του σήμερα με παλαιότερες εποχές. Αυτό δεν έχει νόημα –η ζωή κάνει το δικό της παιχνίδι. Ετσι, τόσο στο διαδίκτυο όσο και στα free press μπορείς να βρεις πολλές φορές μικρά λογοτεχνικα διαμάντια –δεν είμαι καθόλου αντίθετος σε αυτό. Ομως, τα free press χάνονται εύκολα και στο διαδίκτυο χάνεται ο αναγνώστης επίσης εύκολα.
»Είμαι μαχητικά απαισιόδοξος. Κατασκευάζω εγώ το περιβάλλον μέσα στο οποίο θέλω να ζήσω. Κι όσο πάει... ».
Info
Το λογοτεχνικό-καλλιτεχνικό περιοδικό διατίθεται σε βιβλιοπωλεία. Κομμάτια του μπορείτε να βρείτε και στο http: //entefktirio. blogspot. com
και
http: //translatio.gr
της Χάιδως Σκανδύλα
Περιπτώσεις όπως αυτή του Γιώργου Κορδομενίδη, που συμπληρώνει φέτος 20 χρόνια –ή αλλιώς 75 τεύχη– επίμονης δουλειάς ως δημοσιογράφος, εκδότης, διευθυντής και γενικότερα «άνθρωπος για όλες τις δουλειές» με το λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό περιοδικό «Εντευκτήριο». Περίπτωση την οποία και...«ανατέμνουμε».
Ολα ξεκίνησαν το 1986, όταν «από μια περίεργη σύμπτωση κόπηκαν όλες μου οι δημοσιογραφικές συνεργασίες και αποφάσισα να στήσω ένα περιοδικό με λίγα λογοτεχνικά κείμενα και πολλά σχόλια», θυμάται ο ίδιος. Είκοσι χρόνια μετά, το περιοδικό έχει σταθερούς αναγνώστες, το δικό του χώρο «Εντευκτήριο - Underground», στο κέντρο της πόλης (Δεσπεραί), με προσεγμένες λογοτεχνικές εκδηλώσεις και τις εκδόσεις του «Εντευκτηρίου» που προχωρούν με «αργά αλλά σταθερά βήματα». Το σπουδαιότερο είναι ότι αναγνωρίζεται από σημαντικούς ανθρώπους των γραμμάτων ως ένα από τα πλέον αξιόλογα στο είδος τους, ξεπερνώντας τα όρια της Θεσσαλονίκης.
Η μεγαλύτερη δυσκολία
«Δεν ήταν εύκολη η διαδρομή· ήταν και παραμένει δύσκολη. Ενα στοίχημα που πρέπει να κερδίζεται σε κάθε τεύχος. Ακόμη και για ένα περιοδικό που κυκλοφορεί σε ολόκληρη την Ελλάδα και αναγνωρίζεται ως σημαντικό. Το πιο κουραστικό και σχεδόν αποθαρρυντικό είναι ότι τίποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί κατοχυρωμένο.
» Βέβαια, αυτό έχει και το πλεονέκτημα να κρατά το περιοδικό σε εγρήγορση. Πιστεύω ότι το “Εντευκτήριο” σώζεται από το δημοσιογράφο μέσα μου. Προσπαθώ να φτιάξω ένα περιοδικό έτσι όπως θα ήθελα εγώ να το διαβάσω. Βλέπετε, είμαι περιοδικομανής. Διαβάζω με φανατισμό οτιδήποτε κυκλοφορεί από λογοτεχνικά περιοδικά ως free press».
Κριτήρια
«To “Εντευκτήριο” δεν ακολουθεί τυφλά τα γούστα της μόδας. Εχει το δικό του κόκκινο νήμα, έναν άξονα που διατρέχει ολόκληρη την πορεία του έως τώρα. Οπως έχει επισημάνει ο Δημήτρης Μαρωνίτης για το περιοδικό, ενδιαφέρεται περισσότερο για κείμενα παρά για πρόσωπα. Δεν περιφρονούμε το κοινό ή τα μεγάλα ονόματα, όμως το κριτήριο για εμάς είναι η αντοχή του κειμένου στο χρόνο.
»Στα 20 χρόνια ζωής του “Εντευκτηρίου” λύπησα πολλούς ανθρώπους αρνούμενος να δημοσιεύω κείμενά τους, ενδεχομένως να αδίκησα και κάποιους. Δεν είναι πάντοτε η επιλογή εύκολη. Προσπαθούμε να κρατούμε το κριτήριό μας αιχμηρό».
Περί στόχων...
«Δεν είχα ποτέ στη ζωή μου μακροπρόθεσμούς στόχους. Ο μόνος μου στόχος, όταν βγήκε το “Εντευκτήριο”, ήταν να είναι το προσωπικό μου δεκανίκι, η ψυχοθεραπεία και το αγχολυτικό μου. Δε με ενδιέφερε ποτέ ούτε ο πρωταθλητισμός ούτε να σώσω τη λογοτεχνία ή να κατεβάσω μία δική μου πρόταση γι' αυτήν. Με ενδιαφέρει να συγκεντρώνω τα κείμενα που εγώ θα ήθελα να ξαναδιαβάσω. Αν αυτό συνιστά στόχο, τότε σε γενικές γραμμές τον έχω πετύχει. Από κει και πέρα, το περιοδικό τιμήθηκε με τη συνεργασία αξιόλογων ανθρώπων, προσείλκυσε νέους συγγραφείς και είχε την οξυδέρκεια να ξεχωρίσει κάποιους από αυτούς που είχαν ταλέντο. Πέτυχα να βγάζω ένα περιοδικό στη Θεσσαλονίκη, με όλες τις αντικειμενικές δυσκολίες που κάτι τέτοιο συνεπάγεται, και να θεωρείται καλό περιοδικό –τελεία– και όχι καλό περιοδικό για θεσσαλονικιώτικο».
Αποστολή
«Οσοι διαβάζουν λογοτεχνία δε διαβάζουν υποχρεωτικά και λογοτεχνικά περιοδικά. Θα έλεγα ότι το κοινό των λογοτεχνικών περιοδικών είναι και το πιο περίεργο, ανήσυχο, φιλέρευνο και διεισδυτικό. Μια εφημερίδα ή ένα περιοδικό ποικίλης ύλης θα προβάλλει τους πιο αναγνωρισμένους συγγραφείς. Υπάρχει και μια πραγματικότητα, όμως, που λειτουργεί παράλληλα προς αυτήν τη βιβλιοπωλική αγορά –αυτή είναι που συνομιλεί με την Ιστορία. Μπορεί ένα σημερινό μπεστ σέλερ έπειτα από 10-20 χρόνια να μη σημαίνει τίποτε, να μην έχει προσθέσει ούτε μια πετρούλα. Επιδίωξή μας είναι να αγνοήσουμε το τι θέλουν να προβάλουν οι εκδότες, χωρίς να παραβλέψουμε εντελώς την αγορά. Να αφουγκραστούμε αυτό που συμβαίνει κάτω από την επιφάνεια, να πάμε κόντρα στο ρεύμα».
Μέλλον
«Ζοφερό για τα λογοτεχνικά, αν και όχι για τα ίδια τα βιβλία. Ζοφερό επειδή το κοινό δεν ανανεώνεται ηλικιακά. Οι νέοι φαίνεται να προσανατολίζονται στο Ιντερνετ, να γοητεύονται από τα free press, που, πέρα από το γεγονός ότι είναι δωρεάν, τα βρίσκεις εύκολα σε καφέ -μπαρ, χωρίς να είναι ανάγκη να πας σε ειδικά μέρη, όπως τα βιβλιοπωλεία, και να πληρώσεις γι' αυτά. Δε λέω ότι η τεχνολογία είναι κακή. Ούτε μου αρέσει η μεμψιμοιρία και η άστοχη σύγκριση του σήμερα με παλαιότερες εποχές. Αυτό δεν έχει νόημα –η ζωή κάνει το δικό της παιχνίδι. Ετσι, τόσο στο διαδίκτυο όσο και στα free press μπορείς να βρεις πολλές φορές μικρά λογοτεχνικα διαμάντια –δεν είμαι καθόλου αντίθετος σε αυτό. Ομως, τα free press χάνονται εύκολα και στο διαδίκτυο χάνεται ο αναγνώστης επίσης εύκολα.
»Είμαι μαχητικά απαισιόδοξος. Κατασκευάζω εγώ το περιβάλλον μέσα στο οποίο θέλω να ζήσω. Κι όσο πάει... ».
Info
Το λογοτεχνικό-καλλιτεχνικό περιοδικό διατίθεται σε βιβλιοπωλεία. Κομμάτια του μπορείτε να βρείτε και στο http: //entefktirio. blogspot. com
και
http: //translatio.gr
Γειτονιά μας, ο κόσμος
Στις 27 Ιανουαρίου, το ντοκιμαντέρ του «Εξάντα» που μεταδίδεται από τη ΝΕΤ, «Δέλτα, οι βρόμικες δουλειές του πετρελαίου», απέσπασε το βραβείο FIPA D'ARGENT (Αργυρό Βραβείο) στην κατηγορία Documentaries - Reportage And Current Affairs του Φεστιβάλ FIPA. Eνα από τα μεγαλύτερα, εγκυρότερα και μακροβιότερα φεστιβάλ οπτικοακουστικών μέσων του κόσμου.
της Αναστασίας Γρηγοριάδου
Mε αφορμή αυτήν τη βράβευση μιλάμε με το Γιώργο Αυγερόπουλο που εμπνεύστηκε, σκηνοθετεί, γράφει και παρουσιάζει στον «Εξάντα» πρόσωπα, εικόνες και ιστορίες του πλανήτη Γη.
Ταξιδεύουμε στον κόσμο για να γνωρίσουμε καλύτερα τον άνθρωπο. Αυτό είναι το μότο του «Εξάντα»;
Ναι. Νομίζουμε ότι το να γνωρίσεις και να κατανοήσεις κουλτούρες, διαφορετικούς πολιτισμούς και τρόπους σκέψης είναι πολιτισμός. Είναι κάτι πολύ αναγκαίο στην εποχή στην οποία ζούμε.
Βλέπουμε τους γύρω για να μάθουμε τον εαυτό μας;
Συνηθίζουμε να λέμε ότι για μας δεν υπάρχουν μακρινά. Ολα είναι γύρω μας. Και πιστεύουμε ότι, για να κατανοήσουμε τις ίδιες μας τις ζωές, θα πρέπει να έχουμε μια τουλάχιστον βασική γνώση για τα πράγματα που συμβαίνουν στη γειτονιά μας κι εμείς γειτονιά μας θεωρούμε τον κόσμο. Για πολλούς λόγους. Επειδή είμαστε και μικρή χώρα και ομφαλοσκοπούμε σαν τρελοί και μας αρέσει αυτό, πρέπει να καταλάβουμε ότι αποτελούμε μια κουκκίδα σε έναν πολύ μεγάλο χάρτη και οι σημαντικές αποφάσεις παίρνονται εκτός συνόρων. Και, κατά τη γνώμη μου, ένας ενεργός πολίτης είναι αυτός που ξέρει τι συμβαίνει γύρω του.
Μέχρι πρόσφατα στην Ελλάδα δεν είχαμε ιδιαίτερη παραγωγή ντοκιμαντέρ.
Είχαμε. Κάτι αργόσυρτα για το γιοφύρι της Αρτας… Πόσα ντοκιμαντέρ πια να δούμε για τα «Αναστενάρια»; Λες και δεν έχουμε άλλα προβλήματα ως κοινωνία, δεν έχουμε μετανάστες, άλλα σύγχρονα θέματα. Δεν είναι τυχαία η άποψη που είχε ο κόσμος γι' αυτό το είδος, ότι πρόκειται για κάτι με μια βαθιά φωνή κι ατέλειωτα χασμουρητά. Αυτό πίστευε για τα ντοκιμαντέρ, πράγμα που είναι λάθος βέβαια. Σταθμός για μένα στα ελληνικά οπτικοακουστικά χρονικά, ήταν η «Αγέλαστος Πέτρα» του Φίλιππου Κουτσαφτή, που ήταν ένα αριστούργημα κι άλλαξε την εντύπωση για το τι εννοούμε όταν λέμε ντοκιμαντέρ. Το έχω δει πέντε φορές και κάθε φορά με πιάνουν τα κλάματα. Κι έκανε ενάμισι εκατομμύριο εισιτήρια στους κινηματογράφους. Κάτι σημαίνει αυτό.
Υπάρχουν πολλά είδη ντοκιμαντέρ;
Πάρα πολλά. Στην Ελλάδα δεν τα γνωρίζουμε καλά. Υπάρχουν τα Drama Documentaries - Reportage And Current Affairs, τα Fiction και υπάρχει και το δικό μας είδος τα Documentaries Current Affairs –στα ελληνικά αποδίδεται ως ντοκιμαντέρ των σύγχρονων θεμάτων. Εκεί, έρχεται η δημοσιογραφία να συναντήσει το ντοκιμαντέρ.
Αποτελεί στόχο σας τα ντοκιμαντέρ του «Εξάντα» να ακολουθούν γραφή κινηματογραφική κι ας αντιβαίνει πολλές φορές στους τηλεοπτικούς κανόνες;
Ναι. Δεν είδαμε ποτέ τη δουλειά μας ως τηλεοπτική εκπομπή. Αν τη βλέπαμε έτσι, δε θα χρειαζόταν να κάνουμε …400 ώρες μοντάζ! Κάν' τες οχτάωρα και θα καταλάβεις πόσους μήνες κάνουμε μοντάζ για ένα ωριαίο ντοκιμαντέρ, μια ωριαία, ας την πω, τηλεοπτική εκπομπή.
Κάθε φορά που μιλάς για τα ντοκιμαντέρ του «Εξάντα», πάντα μιλάς στο πρώτο πληθυντικό.
Γιατί δεν είμαι μόνος. Είναι μια ομαδική δουλειά κι αυτό όποιος δεν το καταλάβει δεν μπορεί να μείνει στον «Εξάντα». Υπήρχαν κάποιοι που έφυγαν γι' αυτόν το λόγο. Ο καθένας εδώ έχει το ρόλο του. Η καθαρίστρια αν μπει και πει: «Αυτό, παιδιά, δεν το καταλαβαίνω» καθόμαστε από πάνω και το αλλάζουμε.
Η εμπειρία από το πολεμικό ρεπορτάζ σε βοήθησε στα ντοκιμαντέρ του «Εξάντα»;
Είναι άλλο το ένα κι άλλο το άλλο. Μπόρεσα, όμως, να χρησιμοποιήσω την τεχνογνωσία που έχω αποκτήσει από τις πολεμικές ανταποκρίσεις για να ελιχθώ πιο εύκολα σε ένα ζόρικο περιβάλλον όπου διαδραματίζεται μια δύσκολη ιστορία που μας ενδιαφέρει. Στην ουσία, η τεχνογνωσία αφορά το πώς να αποφύγεις τον κίνδυνο, πώς να κάνεις τον άλλον να σε εμπιστευτεί κλπ. Επίσης, χρησιμοποίησα την τεχνογνωσία του ίδιου του ρεπορτάζ που έκανα χρόνια. Οταν μου παρουσιάστηκε η ευκαιρία το 2002 να στήσω τον «Εξάντα», δεν μπορούσα να κάνω μια εκπομπή σε στούντιο, δεν ήξερα να το κάνω αυτό. Στην ουσία επέκτεινα αυτό το οποίο έκανα. Πολλές φορές, όταν είσαι στο ρεπορτάζ, βλέπεις ότι περνούν απ’ τα χέρια σου πράγματα που θα γίνονταν απίθανες ιστορίες, ενδεχομένως και ταινίες, τις οποίες απλά λες στις ειδήσεις. Ως φωτοβολίδα για δύο λεπτά το πολύ και μετά αυτό χάνεται, εξαφανίζεται. Λοιπόν, αυτό με πείραζε, έλεγα γιατί να μην έχω χρόνο να τους πω κι άλλα που ξέρω…
Πώς ένιωσες όταν ανακοινώθηκε η βράβευση του ντοκιμαντέρ στο φεστιβάλ FIPA;
Ημουν στην αίθουσα μαζί με την Αναστασία, τη διευθύντρια παραγωγής του «Εξάντα» και σύζυγό μου, με το Μισέλ Δημόπουλο που εκπροσωπούσε την ΕΡΤ και τον Αλέξη Γρίβα που είναι διευθυντής φωτογραφίας καταπληκτικός Ελληνας, πολίτης του κόσμου για την ακρίβεια, όπως και ο Δημόπουλος, και ο οποίος ήταν ο αντιπρόσωπος του FIPA για τα Βαλκάνια και ο οποίος από την πρώτη στιγμή, γνωρίζοντας τα κριτήρια του φεστιβάλ, πίστεψε σε μας. Οταν έγινε η αναγγελία, δεν μπορούσα να το πιστέψω. Μου ‘χαν κοπεί τα γόνατα, η Αναστασία είχε συγκινηθεί. Οι διοργανωτές μου ζήτησαν να μιλήσω στα ελληνικά, ο Μισέλ προσφέρθηκε να μεταφράσει και κάπως έτσι έγινε. Ηταν πραγματικά πολύ μεγάλη εμπειρία. Είναι άνθρωποι που δε σε ξέρουν, δε σε έχουν δει ποτέ τους, σε γνωρίζουν για πρώτη φορά μέσα από ένα δείγμα της δουλειάς σου, και γι' αυτό, αν θέλεις, είναι και τόσο σημαντική η βράβευση.
Εκτός από τους επίσημους και την κριτική επιτροπή, πώς σου φάνηκε ο κόσμος που είδε το ντοκιμαντέρ σας;
Αυτό ήταν καλύτερο κι από τη βράβευση! Επαιξε δυο φορές, μια με την κριτική επιτροπή μέσα, μια χωρίς. Η αίθουσα ήταν τίγκα. Αν αλλάξεις τη γλώσσα, που είναι το «κλειδί» της κατανόησης, τα μηνύματα ταξιδεύουν, έχουν αποδέκτες κι άλλους ανθρώπους που έχουν τις ίδιες αγωνίες με σένα. Οταν τελείωσε η προβολή, μας περικύκλωσαν και ρωτούσαν: «Τι πρέπει να κάνουμε για να αντιδράσουμε με τις πετρελαϊκές;». Αρχισε η ίδια κουβέντα με αυτήν που είχε γίνει και στην Αθήνα, όταν το ντοκιμαντέρ είχε παίξει στις νύχτες πρεμιέρας. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση αυτό.
Κάτω από ποιες συνθήκες βγήκε αυτό το ντοκιμαντέρ;
Δύσκολες. Για πολλούς λόγους. Θα σου πω έναν: μόνο να βρεις τους αντάρτες είναι δύσκολο, έξι μήνες το στήναμε, προσπαθούσαμε να ‘ρθούμε σε επαφή, ακόμα πιο δύσκολο ήταν να μας μιλήσουν. Τελικά, μας ανέκριναν τρεις μέρες –αν δουλεύουμε για τη Shell, αν πληρωνόμαστε από τη νιγηριανή κυβέρνηση– μετά πείστηκαν όσο μπορούσαν και μας μίλησαν.
Σε ποιον τόπο σκέφτηκες ότι θα μπορούσες να μείνεις για πάντα;
Στο Περού. Εχω κι ένα κόλλημα με τη Λατινική Αμερική. Περού, στην Αρικίπα, το όνομά της στα κέτσουα σημαίνει «εδώ μείνε». Και όντως πρέπει να μείνεις. Δε φεύγεις από αυτήν την πόλη, είναι μια κάτασπρη πόλη, με άσπρη ηφαιστειακή πέτρα.
Μπορεί κάποιος να δει τα ντοκιμαντέρ σας μέσα από την ιστοσελίδα σας. Γιατί θέλατε να συμβαίνει αυτό;
Γιατί έτσι πρέπει. Η πληροφορία πρέπει να διαδίδεται. Είναι ένα αγαθό που πρέπει να είναι ελεύθερο. Και γι’ αυτό το πράγμα πιστεύουμε πάρα πολύ στη δημόσια τηλεόραση, από επιλογή και συνειδητά. Δεν πρέπει να πληρώνουμε για την πληροφορία. Λατρεύω τις εφημερίδες τοίχου, τα εναλλακτικά μέσα πληροφόρησης, τα indymedia, ιδίως με τον τρόπο που λειτουργούν στο εξωτερικό.
Οταν βλέπεις για πολλοστή φορά ότι υπάρχουν άνθρωποι που ζουν με λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα, όπως στο Δέλτα του Νίγηρα, σκέφτεσαι καθόλου πώς ζούμε εμείς; Θέμα τύχης δεν είναι; Απλά εμείς έτυχε να γεννηθούμε εδώ κι εκείνοι εκεί.
Οπ, η φράση που μόλις είπες είναι αυτό που μου γυρίζει συνέχεια στο μυαλό: ότι θα μπορούσε να είχαμε γεννηθεί σε μια περιοχή όπου δεν έχει νερό, μαστίζεται από πολέμους κλπ.
Οχι ότι δεν έχουμε τα προβλήματά μας, έχουμε και παραέχουμε, λέω, όμως, ότι αλλού είναι πολύ χειρότερα. Κάθε που οι ρόδες του αεροπλάνου πατάνε στο διάδρομο του «Ελευθέριος Βενιζέλος», κάνω πάντα την ίδια σκέψη: «Μια χαρά είμαστε». Το πιστεύω αυτό που σου λέω. Μια φορά μάλιστα το συζητούσα με έναν ταξιτζή και μου λέει: «Τι μια χαρά είμαστε, που ‘χουμε το 'να, τ’ άλλο…» και μόλις είχα γυρίσει από μια κωλοκατάσταση και σκεφτόμουν από μέσα μου: «Οντως η καθημερινότητα είναι δύσκολη, δεν μπορείς να τον κατηγορήσεις, κι εδώ υπάρχουν άνθρωποι που ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας, αλλά σύγκριση με άλλα μέρη δεν μπορείς να κάνεις». Εμείς έχουμε προβλήματα άλλου είδους, δεν κινδυνεύει η ζωή σου όταν βγαίνεις έξω και περπατάς… υπάρχουν πράγματα που τα θεωρούμε αυτονόητα, όμως δεν είναι καθόλου αυτονόητα σε κάποια μέρη του κόσμου.
http: //exandas. ert.gr
αριθμοί
- Εξι χρόνια εκπομπής
- 55 ντοκιμαντέρ
- 4 βραβεία για το Καλύτερο Ντοκιμαντέρ της Ελληνικής Τηλεόρασης
- 1 διεθνές βραβείο στο φεστιβάλ FIPA
info
Επεισόδια του «Εξάντα» έχουν μεταδοθεί από δημόσια και ιδιωτικά δίκτυα της Ευρώπης (Σουηδία, Νορβηγία, Αυστρία, Αγγλία, Ιρλανδία, Ολλανδία, Εσθονία) και της Μέσης Ανατολής (Λίβανος), ενώ οπτικοακουστικό υλικό του χρησιμοποιείται από κινηματογραφιστές όπως ο Michael Moore σε ντοκιμαντέρ όπως το «Farenheit 9/11». Το γαλλογερμανικό ARTE, η κρατική βελγική τηλεόραση RTBF, το αγγλικό Αl Jazeera και αρκετές μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρίες διανομής έχουν προχωρήσει σε συνεννοήσεις για την αγορά και τη διανομή των ντοκιμαντέρ του «Εξάντα» σε όλο τον κόσμο.
Sunday, February 25, 2007
Πες «ναι» σε σένα
Της Σόνιας Ταλαντινού
Σήμερα το πρωί δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από μια φίλη. Τον τελευταίο καιρό πάσχει από κρίσεις άγχους, κρίσεις αυτοπεποίθησης και αυτογνωσίας θα τις χαρακτήριζα. Ξεκίνησε από μια μικρή πίεση που δέχτηκε στη δουλειά, μια μικρή πίεση που δέχτηκε από τον γκόμενο -συζούν εδώ και λίγους μήνες-, μια μικρή πίεση που δέχτηκε στα οικονομικά της, μια μικρή πίεση που δέχτηκε από τον εαυτό της. Ε, βέβαια, δε μας έφταναν όλα τριγύρω, έχεις και τον εαυτό σου να μιλάει ακατάπαυστα και να σε στρεσάρει για τα πάντα, σαν σμυρνιά κατίνα, που έλεγε η γιαγιά.
Με αντιμετωπίζει και λίγο σαν παλιοσειρά, αφού έχω ήδη περάσει από παρόμοια -και χειρότερη- φάση και την αντιμετώπισα με όλα τα -αποδεκτά για μένα- μέσα. Είναι φοβερή σπουδή να σου λένε οι άνθρωποι τα προβλήματά τους, γιατί αυτομάτως σε βοηθάνε να διαχειριστείς καλύτερα τα δικά σου. Το πρόβλημα, λοιπόν της φίλης, αν και δεν μπορώ να μιλήσω σαν ειδική, το εντόπισα σ' ένα πρώτο λεκτικό επίπεδο. Δεν μπορεί να πει «όχι». Και «όχι» στους άλλους σημαίνει «ναι», τις περισσότερες φορές, στα θέλω σου. Αυτό που την μπλοκάρει είναι να μη στενοχωρήσει τη μαμά, το διευθυντή, τον αδελφό, το φίλο της και συγκάτοικο, χωρίς να υπολογίζει πόσο στενοχωρεί την ίδια.
Οταν τη ρώτησα αν έχει εντοπίσει την πηγή του κακού, άρχισε να μου εξιστορεί καρέ καρέ τη σχέση της. «Ηταν ένα ζευγάρι μαζί μας. Αυτή δε βλεπόταν κι αυτός την κοίταζε μέσα στα μάτια. Κι εγώ ένιωθα τόση μοναξιά αυτό το διάστημα, που το μόνο που ήθελα ήταν μια αγκαλιά». Και ποιος δεν τη θέλει την αγκαλιά, γλυκιά μου; Αλλά αυτό ήταν όλο;
Κανόνας Νο1: Οι άντρες κοιτάνε συνήθως στα μάτια αυτές που δε βλέπονται, τις άλλες τις κερατώνουν. Ισως να μην μπορούν να τις κοιτάξουν κατάματα, γιατί εκεί αντικατροπτίζονται τα βλέμματα θαυμασμού των υπόλοιπων αντρών και δεν το αντέχουν. Κανόνας Νο2: Μην περιμένεις από κανένα να σου εξασφαλίσει την ευτυχία, παρά από τον ίδιο σου τον εαυτό. Δουλειά που αναθέτεις σε άλλον, δε γίνεται ποτέ. Κανόνας Νο3: Ο αυτοπροσδιορισμός οδηγεί στην ευτυχία. Η εξω-αναφορά (το να θεωρείς ότι είσαι κάτι επειδή π.χ. έχεις ένα ακριβό αυτοκίνητο, ένα σπίτι ή σου το λέει κάποιος άλλος), όπως την ονομάζει ο Ντίπακ Τσόπρα στους «Επτά πνευματικούς νόμους της Επιτυχίας», σε οδηγεί σε διαρκή άγχη και λάθος αντίληψη του ποιος είσαι. Κανόνας Νο4: Ξεκίνα από τώρα να λες «όχι» εκεί που πρέπει. Να ξέρεις ότι όταν θα αρχίσεις να τα εκστομίζεις θα γίνεις αντιπαθητικός, αγενής, μη κοινωνικός, απρεπής, εκτός ορίων. Δε θα σε νοιάζει, όμως, γιατί θα είσαι εσύ, για πρώτη φορά τόσο πολύ εσύ, που δε θα αγχωθείς ξανά για ψέματα που δε θα χρειαστεί να πεις, για βλέμματα και αγγίγματα που δε θα χρειαστεί να προσφέρεις, για κοινωνικούς τύπους που δε θα χρειαστεί να ακολουθήσεις, για άσκοπα χαμόγελα που δε θα χρειαστεί να σκορπίσεις, για μυστικά που δε θα χρειαστεί να μοιραστείς. Πες «ναι» σε σένα.
Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Οχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το
πέρα πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ' όχι -το σωστό- εις όλην την ζωή του
(Che fece... il gran rifiuto, Κ.Π. Καβάφης)
Σήμερα το πρωί δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από μια φίλη. Τον τελευταίο καιρό πάσχει από κρίσεις άγχους, κρίσεις αυτοπεποίθησης και αυτογνωσίας θα τις χαρακτήριζα. Ξεκίνησε από μια μικρή πίεση που δέχτηκε στη δουλειά, μια μικρή πίεση που δέχτηκε από τον γκόμενο -συζούν εδώ και λίγους μήνες-, μια μικρή πίεση που δέχτηκε στα οικονομικά της, μια μικρή πίεση που δέχτηκε από τον εαυτό της. Ε, βέβαια, δε μας έφταναν όλα τριγύρω, έχεις και τον εαυτό σου να μιλάει ακατάπαυστα και να σε στρεσάρει για τα πάντα, σαν σμυρνιά κατίνα, που έλεγε η γιαγιά.
Με αντιμετωπίζει και λίγο σαν παλιοσειρά, αφού έχω ήδη περάσει από παρόμοια -και χειρότερη- φάση και την αντιμετώπισα με όλα τα -αποδεκτά για μένα- μέσα. Είναι φοβερή σπουδή να σου λένε οι άνθρωποι τα προβλήματά τους, γιατί αυτομάτως σε βοηθάνε να διαχειριστείς καλύτερα τα δικά σου. Το πρόβλημα, λοιπόν της φίλης, αν και δεν μπορώ να μιλήσω σαν ειδική, το εντόπισα σ' ένα πρώτο λεκτικό επίπεδο. Δεν μπορεί να πει «όχι». Και «όχι» στους άλλους σημαίνει «ναι», τις περισσότερες φορές, στα θέλω σου. Αυτό που την μπλοκάρει είναι να μη στενοχωρήσει τη μαμά, το διευθυντή, τον αδελφό, το φίλο της και συγκάτοικο, χωρίς να υπολογίζει πόσο στενοχωρεί την ίδια.
Οταν τη ρώτησα αν έχει εντοπίσει την πηγή του κακού, άρχισε να μου εξιστορεί καρέ καρέ τη σχέση της. «Ηταν ένα ζευγάρι μαζί μας. Αυτή δε βλεπόταν κι αυτός την κοίταζε μέσα στα μάτια. Κι εγώ ένιωθα τόση μοναξιά αυτό το διάστημα, που το μόνο που ήθελα ήταν μια αγκαλιά». Και ποιος δεν τη θέλει την αγκαλιά, γλυκιά μου; Αλλά αυτό ήταν όλο;
Κανόνας Νο1: Οι άντρες κοιτάνε συνήθως στα μάτια αυτές που δε βλέπονται, τις άλλες τις κερατώνουν. Ισως να μην μπορούν να τις κοιτάξουν κατάματα, γιατί εκεί αντικατροπτίζονται τα βλέμματα θαυμασμού των υπόλοιπων αντρών και δεν το αντέχουν. Κανόνας Νο2: Μην περιμένεις από κανένα να σου εξασφαλίσει την ευτυχία, παρά από τον ίδιο σου τον εαυτό. Δουλειά που αναθέτεις σε άλλον, δε γίνεται ποτέ. Κανόνας Νο3: Ο αυτοπροσδιορισμός οδηγεί στην ευτυχία. Η εξω-αναφορά (το να θεωρείς ότι είσαι κάτι επειδή π.χ. έχεις ένα ακριβό αυτοκίνητο, ένα σπίτι ή σου το λέει κάποιος άλλος), όπως την ονομάζει ο Ντίπακ Τσόπρα στους «Επτά πνευματικούς νόμους της Επιτυχίας», σε οδηγεί σε διαρκή άγχη και λάθος αντίληψη του ποιος είσαι. Κανόνας Νο4: Ξεκίνα από τώρα να λες «όχι» εκεί που πρέπει. Να ξέρεις ότι όταν θα αρχίσεις να τα εκστομίζεις θα γίνεις αντιπαθητικός, αγενής, μη κοινωνικός, απρεπής, εκτός ορίων. Δε θα σε νοιάζει, όμως, γιατί θα είσαι εσύ, για πρώτη φορά τόσο πολύ εσύ, που δε θα αγχωθείς ξανά για ψέματα που δε θα χρειαστεί να πεις, για βλέμματα και αγγίγματα που δε θα χρειαστεί να προσφέρεις, για κοινωνικούς τύπους που δε θα χρειαστεί να ακολουθήσεις, για άσκοπα χαμόγελα που δε θα χρειαστεί να σκορπίσεις, για μυστικά που δε θα χρειαστεί να μοιραστείς. Πες «ναι» σε σένα.
Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Οχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το
πέρα πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ' όχι -το σωστό- εις όλην την ζωή του
(Che fece... il gran rifiuto, Κ.Π. Καβάφης)
Sunday, February 18, 2007
Χωρίς σκοπό
Της Σόνιας Ταλαντινού
Μαζεύτηκε η παρέα σπίτι. Μια από τις λίγες, απ' ότι διαπιστώνω, που κυλιέται από τα γέλια όταν συμπληρώνει απαρτία. Μια μέρα απ' αυτές που μας επιβάλλουν να γλεντάμε στους δρόμους. Εμείς, επιλέξαμε να το γιορτάσουμε εντός. Λευτεριά στην επιλογή!
«Πάμε σε κανένα hardcore σκυλάδικο για χαβαλέ;» έπεσε η πρόταση κάποια στιγμή. Οχι ότι υπήρξε ενθουσιώδης ανταπόκριση από το κοινό, αλλά σε σχέση με τα ίδια και βαρετά, η φράση έσκασε σαν δωράκι του Χαχανούλη. Ξεφυλλίζοντας ένα free paper για να συλλέξουμε τηλέφωνα, πέσαμε πάνω σε διαφημίσεις 090 και τηλεγνωριμίες. Κοιταχτήκαμε με νόημα. Ξαφνικά, η ιδέα του σκυλάδικου βρέθηκε στον κάδο ανακύκλωσης.
Τα κινητά στα χέρια και βουρ να λύσουμε απορίες. Θα είναι live; Ποιος θα απαντήσει τα μηνύματα; Με έκπληξη -οι αθώοι ή οι άσχετοι;- διαπιστώσαμε ότι πίσω από τα τηλέφωνα υπάρχουν άνθρωποι με πρόθεση -άλλο οι προθέσεις άλλο το αποτέλεσμα- να κάνουν σεξ over the phone, να ανταλλάξουν απόψεις, να γίνουν ερωτικοί, να σκοτώσουν την δολοφονική τους μοναξιά, αλλά κανένας, μα κανένας δε φάνηκε χαλαρός και διαθέσιμος να εκφραστεί ακομπλεξάριστα. Εστω και ανώνυμα, έστω και με τα προσωπικά δεδομένα υπό την προστασία του κ. Δαφέρμου.
Εμείς, πάλι, που νομίζαμε ότι μιλούσαμε με επαγγελματίες -κάπως διστακτικούς, βέβαια- της εταιρίας (πώς να την πω, δεν ξέρω) στην οποία καλέσαμε, ήρθε ο παρακάτω διάλογος να μας αφήσει κόκαλο. Μάκης: Τα χαρακτηριστικά σου; Βιόλα: Το θέμα είναι τα δικά σου χαρακτηριστικά, όχι τα δικά μου. Εγώ πληρώνω (λίγο dominatrix στιλ, δημιουργεί φαντασιώσεις). Μάκης: Κι εγώ πληρώνω, αν εννοείς τα μηνύματα. Τέλος πάντων. Εγώ είμαι Αθήνα, ψάχνω κάτι από εδώ. Χάρηκα, καλό βράδυ. Ερασιτέχνης, ερασιτέχνης, αλλά κοφτός, απόλυτος, ξέρει τι θέλει το παιδί.
Εγώ, από την άλλη, που δεν ψάχνω τίποτα μήπως είμαι εκτός θέματος; Θα κοπώ κ. καθηγητά; Ουπς! Κάποιος απόψε κάνει το ίδιο με εμάς και μου δίνει και χυλόπιτα. Και είναι από τηλεγνωριμία. Ετοιμη ήμουν να το πάρω προσωπικά, αλλά τελευταία στιγμή μ' έσωσαν οι Τολτέκοι. Αυτοί ήταν ένας αρχαίος μεξικανικός λαός που δίδασκε ότι δεν πρέπει να παίρνουμε τίποτα προσωπικά, ακόμα και την εσωτερική μας φωνή. Καλό το χαβαλέ, αλλά να μην ξεχνιόμαστε.
Η δεύτερη έκπληξη ήρθε μετά τη χυλόπιτα. Ακούγεται ντιν νταν (ήχος μηνύματος) και μου αριβάρει νέα τηλεγνωριμία. Σαν να μας παρακολουθούσαν και χτυπούσε νέο «Je t' aime» μόλις εμφανιζόταν κενό στην επικοινωνία. Οι υπόλοιποι αφιέρωναν κανονικά. Τον ένα φίλο, που έγραφε ως Σάλι, τον ρωτούσαν γιατί δε βγήκε να διασκεδάσει, ενώ ο συνομιλητής μιας άλλης φίλης, που δήλωσε 40άρα, ήθελε να μάθει τι δουλειά κάνει. Που πας ρε Καραμήτρο, με τέτοιες ερωτήσεις; Θέλεις να χτυπήσεις και γκόμενα; Να σε πάρουν στο FBI να θέτεις καίρια ερωτήματα.
Σύντομα, άρχισε να γίνεται βαρετό. Σαν αδιάφορο φλερτ σε μπαράκι. Η Λούσι, ο Μάκης, η Σάλι, ο Στέλιος, η Βιόλα, η Εβελίνα, ο Χάρης ήθελα να γνωριστούν, κι, όμως, δεν τα κατάφεραν. Κι όσο το γέλιο πολλαπλασιαζόταν, η μοναξιά παρέμενε σε ανεβασμένα για την εποχή επίπεδα.
Αποτέλεσμα; Χρεώθηκαν 5-6 κινητά με αρκετά ευρώ (1,19Ε το μήνυμα και 1,75Ε/1'). Στο σκυλάδικο με τα ίδια λεφτά θα μας είχαν στον αφρό. Ευτυχώς, για πρώτη φορά δεν αναλύσαμε τη μοναξιά, το που πάει ο κόσμος κλπ. Ευτυχώς, όμως, γελάσαμε, σαν παιδιά που δεν έχουν σκοπό, που δε σκέφτονται ότι έχουν να δώσουν εξηγήσεις, σαν παιδιά που έκλεψαν τη μαρμελάδα κι έχουν ακόμα στα δάχτυλα μυρωδιά από ροδάκινο. Γιατί καλό είναι στη ζωή να ξεχνάς και λίγο τους σκοπούς και να παρασύρεσαι από το τίποτα. Γιατί το γέλιο, εκτός από υγεία και ψυχοθεραπεία, είναι η καλύτερη διασκέδαση. Και οι παρέες δε γράφουν μόνο ιστορία, περνάνε καλά, πάνω απ' όλα.
Μαζεύτηκε η παρέα σπίτι. Μια από τις λίγες, απ' ότι διαπιστώνω, που κυλιέται από τα γέλια όταν συμπληρώνει απαρτία. Μια μέρα απ' αυτές που μας επιβάλλουν να γλεντάμε στους δρόμους. Εμείς, επιλέξαμε να το γιορτάσουμε εντός. Λευτεριά στην επιλογή!
«Πάμε σε κανένα hardcore σκυλάδικο για χαβαλέ;» έπεσε η πρόταση κάποια στιγμή. Οχι ότι υπήρξε ενθουσιώδης ανταπόκριση από το κοινό, αλλά σε σχέση με τα ίδια και βαρετά, η φράση έσκασε σαν δωράκι του Χαχανούλη. Ξεφυλλίζοντας ένα free paper για να συλλέξουμε τηλέφωνα, πέσαμε πάνω σε διαφημίσεις 090 και τηλεγνωριμίες. Κοιταχτήκαμε με νόημα. Ξαφνικά, η ιδέα του σκυλάδικου βρέθηκε στον κάδο ανακύκλωσης.
Τα κινητά στα χέρια και βουρ να λύσουμε απορίες. Θα είναι live; Ποιος θα απαντήσει τα μηνύματα; Με έκπληξη -οι αθώοι ή οι άσχετοι;- διαπιστώσαμε ότι πίσω από τα τηλέφωνα υπάρχουν άνθρωποι με πρόθεση -άλλο οι προθέσεις άλλο το αποτέλεσμα- να κάνουν σεξ over the phone, να ανταλλάξουν απόψεις, να γίνουν ερωτικοί, να σκοτώσουν την δολοφονική τους μοναξιά, αλλά κανένας, μα κανένας δε φάνηκε χαλαρός και διαθέσιμος να εκφραστεί ακομπλεξάριστα. Εστω και ανώνυμα, έστω και με τα προσωπικά δεδομένα υπό την προστασία του κ. Δαφέρμου.
Εμείς, πάλι, που νομίζαμε ότι μιλούσαμε με επαγγελματίες -κάπως διστακτικούς, βέβαια- της εταιρίας (πώς να την πω, δεν ξέρω) στην οποία καλέσαμε, ήρθε ο παρακάτω διάλογος να μας αφήσει κόκαλο. Μάκης: Τα χαρακτηριστικά σου; Βιόλα: Το θέμα είναι τα δικά σου χαρακτηριστικά, όχι τα δικά μου. Εγώ πληρώνω (λίγο dominatrix στιλ, δημιουργεί φαντασιώσεις). Μάκης: Κι εγώ πληρώνω, αν εννοείς τα μηνύματα. Τέλος πάντων. Εγώ είμαι Αθήνα, ψάχνω κάτι από εδώ. Χάρηκα, καλό βράδυ. Ερασιτέχνης, ερασιτέχνης, αλλά κοφτός, απόλυτος, ξέρει τι θέλει το παιδί.
Εγώ, από την άλλη, που δεν ψάχνω τίποτα μήπως είμαι εκτός θέματος; Θα κοπώ κ. καθηγητά; Ουπς! Κάποιος απόψε κάνει το ίδιο με εμάς και μου δίνει και χυλόπιτα. Και είναι από τηλεγνωριμία. Ετοιμη ήμουν να το πάρω προσωπικά, αλλά τελευταία στιγμή μ' έσωσαν οι Τολτέκοι. Αυτοί ήταν ένας αρχαίος μεξικανικός λαός που δίδασκε ότι δεν πρέπει να παίρνουμε τίποτα προσωπικά, ακόμα και την εσωτερική μας φωνή. Καλό το χαβαλέ, αλλά να μην ξεχνιόμαστε.
Η δεύτερη έκπληξη ήρθε μετά τη χυλόπιτα. Ακούγεται ντιν νταν (ήχος μηνύματος) και μου αριβάρει νέα τηλεγνωριμία. Σαν να μας παρακολουθούσαν και χτυπούσε νέο «Je t' aime» μόλις εμφανιζόταν κενό στην επικοινωνία. Οι υπόλοιποι αφιέρωναν κανονικά. Τον ένα φίλο, που έγραφε ως Σάλι, τον ρωτούσαν γιατί δε βγήκε να διασκεδάσει, ενώ ο συνομιλητής μιας άλλης φίλης, που δήλωσε 40άρα, ήθελε να μάθει τι δουλειά κάνει. Που πας ρε Καραμήτρο, με τέτοιες ερωτήσεις; Θέλεις να χτυπήσεις και γκόμενα; Να σε πάρουν στο FBI να θέτεις καίρια ερωτήματα.
Σύντομα, άρχισε να γίνεται βαρετό. Σαν αδιάφορο φλερτ σε μπαράκι. Η Λούσι, ο Μάκης, η Σάλι, ο Στέλιος, η Βιόλα, η Εβελίνα, ο Χάρης ήθελα να γνωριστούν, κι, όμως, δεν τα κατάφεραν. Κι όσο το γέλιο πολλαπλασιαζόταν, η μοναξιά παρέμενε σε ανεβασμένα για την εποχή επίπεδα.
Αποτέλεσμα; Χρεώθηκαν 5-6 κινητά με αρκετά ευρώ (1,19Ε το μήνυμα και 1,75Ε/1'). Στο σκυλάδικο με τα ίδια λεφτά θα μας είχαν στον αφρό. Ευτυχώς, για πρώτη φορά δεν αναλύσαμε τη μοναξιά, το που πάει ο κόσμος κλπ. Ευτυχώς, όμως, γελάσαμε, σαν παιδιά που δεν έχουν σκοπό, που δε σκέφτονται ότι έχουν να δώσουν εξηγήσεις, σαν παιδιά που έκλεψαν τη μαρμελάδα κι έχουν ακόμα στα δάχτυλα μυρωδιά από ροδάκινο. Γιατί καλό είναι στη ζωή να ξεχνάς και λίγο τους σκοπούς και να παρασύρεσαι από το τίποτα. Γιατί το γέλιο, εκτός από υγεία και ψυχοθεραπεία, είναι η καλύτερη διασκέδαση. Και οι παρέες δε γράφουν μόνο ιστορία, περνάνε καλά, πάνω απ' όλα.
Sunday, February 11, 2007
Οι ζωές των άλλων
Της Σόνιας Ταλαντινού
Ποτέ μου δε συμπάθησα τις κλειστές, μικροαστικές κοινωνίες, για ένα και μοναδικό λόγο: γιατί δεν μπορούν να κρατήσουν μυστικά. Οχι τα δικά τους φυσικά, των άλλων. Αγαπημένο σπορ το παντζούρι, η κλειδαρότρυπα, το ποτήρι στον τοίχο. Θλιβερό να παρακολουθείς τις ξένες ζωές, να τις κατακρίνεις και να ζεις μέσα απ' αυτές.
Ο τίτλος της ταινίας του Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνερσμαρκ, «Οι ζωές των άλλων», είναι αντιπροσωπευτικός για να περιγράψει καθημερινές περιπτώσεις, τις δικές μας περιπτώσεις. Η συγκλονιστική αυτή ιστορία, που προβάλλεται για 9 εβδομάδες στο «Μακεδονικό», εκτός από πολιτική και ιστορική -κάποιοι εκτιμούν ότι παραποιεί ιστορικά γεγονότα (βλ. κριτική στο Ριζοσπάστη)- είναι βαθιά ανθρώπινη. Ο πράκτορας της Στάζι, ένας άνθρωπος χωρίς ζωή και με μια επίφαση αντίδρασης και επιθυμίας καλά κρυμμένης μέσα του, παρακολουθεί ένα ζευγάρι επιφανών πολιτών στο ανατολικό Βερολίνο. Μέσα απ' αυτή την «κλειδαρότρυπα» ανακαλύπτει ξανά τον εαυτό του, τις ευαισθησίες του, τη ζωή. Αυτά μόνο στις ταινίες αποκαλύπτονται και μας κάνουν να κλαίμε. Πολύ θα 'θελα να πιστεύω ότι συμβαίνουν πραγματικά.
Τι σημαίνει, όμως, ανακάλυψε τη ζωή; Εγινε καλύτερος άνθρωπος και απέκτησε σκοπό. Ανακάλυψε, δηλαδή, τους βασικότερους λόγους της ύπαρξής του. Σ' αυτήν τη ζωή δεν ήρθαμε μόνο για να τρώμε και να πίνουμε, αλλά για να εξελισσόμαστε, να κάνουμε καλά πράγματα και να μαθαίνουμε, δηλαδή, να ζούμε και όχι απλώς να επιβιώνουμε. Κι αυτό το πετυχαίνουμε μόνο όταν κοιτάμε τη δική μας ζωή και όχι των άλλων.
Ο ήρωάς, βέβαια, δεν ήταν ευτυχής γιατί δεν παρήγαγε ο ίδιος ευτυχία. Γιατί μόνο τότε τη δικαιούμαστε, όταν τη δημιουργούμε εμείς. Μετά ήρθε η μουσική, η αγάπη, το σεξ, το μοίρασμα, τα διλήμματα, η προδοσία. Ολα ήταν των άλλων, αλλά αυτός τα ζούσε σαν δικά του. Ενας ξένος εν αγνοία του του χάρισε λίγη ευτυχία.
Εμείς, πάλι, τρυπώνουμε στις ζωές των άλλων με τις πιο λάθος προθέσεις και καταλήγουμε στο πιο λάθος αποτέλεσμα -λέγε με και άχρηστο. Το μόνο που καταφέρνουμε είναι να ικανοποιούμε τα κατώτερα ένστικτά μας, να φορτωνόμαστε τα κόμπλεξ, τις φοβίες και τα πρέπει των άλλων. Τα αφτιά μας είναι πάντα ανοιχτά να κρυφακούσουμε πίσω από κλειστές πόρτες «άκου κι αυτό», να επικρίνουμε «Απαπαπαπαπα!» και να νιώσουμε την ικανοποίηση ότι σε εμάς δε συμβαίνουν τέτοια «Δώξα τω Θεώ». Σε εμάς, που τα κάνουμε όλα τόσο τέλεια, που το «είδαμε το έργο» και το ερμηνεύσαμε σωστά.
Φοβερή αχαριστία! Να σου χαρίζεται η ζωή κι εσύ να της γυρίζεις πλευρό, σαν βαρεμένος σύζυγος, χωρίς να έχεις κάνει ούτε καν σεξ, μετά από 25 χρόνια γάμου. Ανοιξε το στόρι, τσιμέντωσε την κλειδαρότρυπα, πέταξε το ποτήρι, σταμάτα να υποδύεσαι το ζωντανό και να σχεδιάζεις τη ζωή. Δε σε περιμένει. Ευτυχώς, ο διπλανός σου θα είναι πάντα εκεί, σε περίπτωση που δε θα αντέξεις τόση ελευθερία και θα θελήσεις να την ανακαλύψεις μέσα από τη ζωή του.
Μήπως τελικά οι ζωές των άλλων είναι οι δικές μας ζωές, που κατά βάθος δεν αντέχουμε; Η μήπως είναι οι ζωές που θα θέλαμε να είχαμε; Δε με νοιάζει τι κάνεις -να' σαι καλά όπου κι αν είσαι-, αλλά εγώ σε αφήνω κάπου εδώ. Γιατί, όπως λέει και ο Καζαντζάκης στο Ζορμπά «Αλλοι ζουν τη ζωή και άλλοι γράφουν».
Ποτέ μου δε συμπάθησα τις κλειστές, μικροαστικές κοινωνίες, για ένα και μοναδικό λόγο: γιατί δεν μπορούν να κρατήσουν μυστικά. Οχι τα δικά τους φυσικά, των άλλων. Αγαπημένο σπορ το παντζούρι, η κλειδαρότρυπα, το ποτήρι στον τοίχο. Θλιβερό να παρακολουθείς τις ξένες ζωές, να τις κατακρίνεις και να ζεις μέσα απ' αυτές.
Ο τίτλος της ταινίας του Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνερσμαρκ, «Οι ζωές των άλλων», είναι αντιπροσωπευτικός για να περιγράψει καθημερινές περιπτώσεις, τις δικές μας περιπτώσεις. Η συγκλονιστική αυτή ιστορία, που προβάλλεται για 9 εβδομάδες στο «Μακεδονικό», εκτός από πολιτική και ιστορική -κάποιοι εκτιμούν ότι παραποιεί ιστορικά γεγονότα (βλ. κριτική στο Ριζοσπάστη)- είναι βαθιά ανθρώπινη. Ο πράκτορας της Στάζι, ένας άνθρωπος χωρίς ζωή και με μια επίφαση αντίδρασης και επιθυμίας καλά κρυμμένης μέσα του, παρακολουθεί ένα ζευγάρι επιφανών πολιτών στο ανατολικό Βερολίνο. Μέσα απ' αυτή την «κλειδαρότρυπα» ανακαλύπτει ξανά τον εαυτό του, τις ευαισθησίες του, τη ζωή. Αυτά μόνο στις ταινίες αποκαλύπτονται και μας κάνουν να κλαίμε. Πολύ θα 'θελα να πιστεύω ότι συμβαίνουν πραγματικά.
Τι σημαίνει, όμως, ανακάλυψε τη ζωή; Εγινε καλύτερος άνθρωπος και απέκτησε σκοπό. Ανακάλυψε, δηλαδή, τους βασικότερους λόγους της ύπαρξής του. Σ' αυτήν τη ζωή δεν ήρθαμε μόνο για να τρώμε και να πίνουμε, αλλά για να εξελισσόμαστε, να κάνουμε καλά πράγματα και να μαθαίνουμε, δηλαδή, να ζούμε και όχι απλώς να επιβιώνουμε. Κι αυτό το πετυχαίνουμε μόνο όταν κοιτάμε τη δική μας ζωή και όχι των άλλων.
Ο ήρωάς, βέβαια, δεν ήταν ευτυχής γιατί δεν παρήγαγε ο ίδιος ευτυχία. Γιατί μόνο τότε τη δικαιούμαστε, όταν τη δημιουργούμε εμείς. Μετά ήρθε η μουσική, η αγάπη, το σεξ, το μοίρασμα, τα διλήμματα, η προδοσία. Ολα ήταν των άλλων, αλλά αυτός τα ζούσε σαν δικά του. Ενας ξένος εν αγνοία του του χάρισε λίγη ευτυχία.
Εμείς, πάλι, τρυπώνουμε στις ζωές των άλλων με τις πιο λάθος προθέσεις και καταλήγουμε στο πιο λάθος αποτέλεσμα -λέγε με και άχρηστο. Το μόνο που καταφέρνουμε είναι να ικανοποιούμε τα κατώτερα ένστικτά μας, να φορτωνόμαστε τα κόμπλεξ, τις φοβίες και τα πρέπει των άλλων. Τα αφτιά μας είναι πάντα ανοιχτά να κρυφακούσουμε πίσω από κλειστές πόρτες «άκου κι αυτό», να επικρίνουμε «Απαπαπαπαπα!» και να νιώσουμε την ικανοποίηση ότι σε εμάς δε συμβαίνουν τέτοια «Δώξα τω Θεώ». Σε εμάς, που τα κάνουμε όλα τόσο τέλεια, που το «είδαμε το έργο» και το ερμηνεύσαμε σωστά.
Φοβερή αχαριστία! Να σου χαρίζεται η ζωή κι εσύ να της γυρίζεις πλευρό, σαν βαρεμένος σύζυγος, χωρίς να έχεις κάνει ούτε καν σεξ, μετά από 25 χρόνια γάμου. Ανοιξε το στόρι, τσιμέντωσε την κλειδαρότρυπα, πέταξε το ποτήρι, σταμάτα να υποδύεσαι το ζωντανό και να σχεδιάζεις τη ζωή. Δε σε περιμένει. Ευτυχώς, ο διπλανός σου θα είναι πάντα εκεί, σε περίπτωση που δε θα αντέξεις τόση ελευθερία και θα θελήσεις να την ανακαλύψεις μέσα από τη ζωή του.
Μήπως τελικά οι ζωές των άλλων είναι οι δικές μας ζωές, που κατά βάθος δεν αντέχουμε; Η μήπως είναι οι ζωές που θα θέλαμε να είχαμε; Δε με νοιάζει τι κάνεις -να' σαι καλά όπου κι αν είσαι-, αλλά εγώ σε αφήνω κάπου εδώ. Γιατί, όπως λέει και ο Καζαντζάκης στο Ζορμπά «Αλλοι ζουν τη ζωή και άλλοι γράφουν».
Sunday, February 4, 2007
Πέτα τη μάσκα
Της Σόνιας Ταλαντινού
Αν και λίγη σχέση έχω με το Μαρξισμό, απόλαυσα και με το παραπάνω το θεατρικό ο «Μαρξ στο Σόχο» με τον Αγγελο Αντωνόπουλο. Αξέχαστο το σημείο όπου ο Μαρξ υποστηρίζει πώς δεν είναι ο ίδιος μαρξιστής, καταγγέλλοντας έτσι τους φανατικούς οπαδούς του, οι οποίοι στο όνομα των -διαστρεβλωμένων από τους ίδιους- θεωριών του, κάνουν εγκλήματα. Στο φινάλε, και πάνω στο ανκόρ του κοινού αναρωτηθήκαμε αν όντως ο πρωταγωνιστής είχε μείνει έκπληκτος από την ανταπόκριση μας ή φορούσε τη μάσκα του έκπληκτου. Πώς μπορείς να ξέρεις, όμως; Επέλεξα να θεωρήσω αληθινή την πρώτη εκδοχή. Ετσι, γιατί με συγκίνησε περισσότερο. Αλλωστε, ο καθένας δε ζει τη δική του πραγματικότητα;
Ανοιξε και το Τριώδιο. Tο κατάλαβα από τoυς πολλούς κώ..ς, που είδα ντυμένους με στρινκ και πούλιες στο δελτίο του Star. Πολλοί θα έχουν την τιμητική τους και φέτος. Κάθε μέρα γιορτή... «Μερικές φορές, οι άνθρωποι κουβαλάνε με τόση τελειότητα τη μάσκα που φοράνε, ώστε καταλήγουν να γίνονται οι άνθρωποι που φαίνονται», δια στόματος Σόμερσετ Μομ. Υποκλίνομαι. Μια χαρά έχουμε βολευτεί όλοι πίσω από προσωπεία, όχι ότι χρειαζόμασταν τις Αποκριές. Η μεταμφίεση, αν δεν τρέχει στο DNA μας, πάω στοίχημα ότι πρέπει είτε να μας τη διδάσκουν με υπνοπαιδεία είτε -αν κυκλοφορεί σε μορφή σπρέι- να μας ψεκάζουν. Μέχρι και η φύση ντύθηκε. Ο χειμώνας άνοιξη, ο παγετός ζέστη, η τρύπα του όζοντος φόρεσε τη μάσκα του εκδικητή και οι αρκούδες από την αϋπνία στο τέλος, θα ντυθούν Βραζιλιάνες και θα τρβήξουν Πάτρα ή Μοσχάτο μεριά.
Οι τράπεζες φορούν τη μάσκα του οικονομικού σωτήρα και σου ρουφάνε το αίμα σαν κουνούπια που τα είχες σε δίαιτα μια διετία.
Οι σταρ του Χόλιγουντ θα φορέσουν σε λίγο τη μάσκα του ευτυχισμένου, του αποτοξινωμένου, του ακτιβιστή, του μελιστάλαχτου συναδέλφου για να διασχίσουν το κόκκινο χαλί.
Τις προάλλες, σε κλαμπ της πόλης, που άνοιξε με πολύ καλούς οιωνούς, αλλά το βλέπω να παίρνει την κάτω βόλτα, που κάτω βόλτα σημαίνει μετατρέπομαι σε φοιτητικό στέκι και με πεσμένο κέφι (σκέφτεστε τίποτα χειρότερο;), οι μάσκες έδιναν κι έπαιρναν. Προφανώς, οι μισοί με το προσωπείο του απόμακρου σνόμπαραν τους άλλους μισούς, με το προσωπείο του κεφιού. Οι 5-6 πιωμένοι που κυκλοφορούσαν στο χώρο δε στρέχουν.
Οι 12θεϊστές, από την άλλη, φόρεσαν τη μάσκα του αρχαίου Ελληνα και δέονται στους Θεούς μας. Το σύνολο; Αγνωστο. Ακόμα μετράνε θεότητες.
Οι Μπέκαμ φόρεσαν τη μάσκα του marketing και ετοιμάζονται για ΤΟ μεγάλο φαγοπότι, αμερικανικών προδιαγραφών.
Οι Μπάρακ Ομπάμα και Χίλαρι Κλίντον φόρεσαν τη μάσκα του Δημοκράτη, για να διεκδικήσουν την προεδρία και μετά να τους παίζει μαριονέτα το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, αλλά δημοκρατικά.
Οι αντιεξουσιαστές φορούν μάσκα για να ρίξουν τη μολότοφ. Προφανώς, ξεχνάνε ότι για να επιβιώσουν υφίστανται την εξουσία των γονιών, του διευθυντή, του καθηγητή ή του φίλου τους.
Η Πάτρα και το Μοσχάτο ετοιμάζονται να βάλουν τις μάσκες του Ρίο.
Οι εκπτώσεις φόρεσαν τη μάσκα της ευκαιρίας.
Τα δελτία ειδήσεων φοράνε τη μάσκα της ενημέρωσης, εμείς φοράμε τη μάσκα του καλού και του κακού, του παιδιού που θέλει να του γίνονται όλα τα χατίρια, του ενοχλημένου, αλλά αδρανή, του ευγενικού που βράζει από μέσα του, του, του....
Κι επειδή η τύχη δεν αλλάζει τους ανθρώπους, απλώς τραβάει τις μάσκες τους, εύχομαι καλημέρα και καλή τύχη!
Αν και λίγη σχέση έχω με το Μαρξισμό, απόλαυσα και με το παραπάνω το θεατρικό ο «Μαρξ στο Σόχο» με τον Αγγελο Αντωνόπουλο. Αξέχαστο το σημείο όπου ο Μαρξ υποστηρίζει πώς δεν είναι ο ίδιος μαρξιστής, καταγγέλλοντας έτσι τους φανατικούς οπαδούς του, οι οποίοι στο όνομα των -διαστρεβλωμένων από τους ίδιους- θεωριών του, κάνουν εγκλήματα. Στο φινάλε, και πάνω στο ανκόρ του κοινού αναρωτηθήκαμε αν όντως ο πρωταγωνιστής είχε μείνει έκπληκτος από την ανταπόκριση μας ή φορούσε τη μάσκα του έκπληκτου. Πώς μπορείς να ξέρεις, όμως; Επέλεξα να θεωρήσω αληθινή την πρώτη εκδοχή. Ετσι, γιατί με συγκίνησε περισσότερο. Αλλωστε, ο καθένας δε ζει τη δική του πραγματικότητα;
Ανοιξε και το Τριώδιο. Tο κατάλαβα από τoυς πολλούς κώ..ς, που είδα ντυμένους με στρινκ και πούλιες στο δελτίο του Star. Πολλοί θα έχουν την τιμητική τους και φέτος. Κάθε μέρα γιορτή... «Μερικές φορές, οι άνθρωποι κουβαλάνε με τόση τελειότητα τη μάσκα που φοράνε, ώστε καταλήγουν να γίνονται οι άνθρωποι που φαίνονται», δια στόματος Σόμερσετ Μομ. Υποκλίνομαι. Μια χαρά έχουμε βολευτεί όλοι πίσω από προσωπεία, όχι ότι χρειαζόμασταν τις Αποκριές. Η μεταμφίεση, αν δεν τρέχει στο DNA μας, πάω στοίχημα ότι πρέπει είτε να μας τη διδάσκουν με υπνοπαιδεία είτε -αν κυκλοφορεί σε μορφή σπρέι- να μας ψεκάζουν. Μέχρι και η φύση ντύθηκε. Ο χειμώνας άνοιξη, ο παγετός ζέστη, η τρύπα του όζοντος φόρεσε τη μάσκα του εκδικητή και οι αρκούδες από την αϋπνία στο τέλος, θα ντυθούν Βραζιλιάνες και θα τρβήξουν Πάτρα ή Μοσχάτο μεριά.
Οι τράπεζες φορούν τη μάσκα του οικονομικού σωτήρα και σου ρουφάνε το αίμα σαν κουνούπια που τα είχες σε δίαιτα μια διετία.
Οι σταρ του Χόλιγουντ θα φορέσουν σε λίγο τη μάσκα του ευτυχισμένου, του αποτοξινωμένου, του ακτιβιστή, του μελιστάλαχτου συναδέλφου για να διασχίσουν το κόκκινο χαλί.
Τις προάλλες, σε κλαμπ της πόλης, που άνοιξε με πολύ καλούς οιωνούς, αλλά το βλέπω να παίρνει την κάτω βόλτα, που κάτω βόλτα σημαίνει μετατρέπομαι σε φοιτητικό στέκι και με πεσμένο κέφι (σκέφτεστε τίποτα χειρότερο;), οι μάσκες έδιναν κι έπαιρναν. Προφανώς, οι μισοί με το προσωπείο του απόμακρου σνόμπαραν τους άλλους μισούς, με το προσωπείο του κεφιού. Οι 5-6 πιωμένοι που κυκλοφορούσαν στο χώρο δε στρέχουν.
Οι 12θεϊστές, από την άλλη, φόρεσαν τη μάσκα του αρχαίου Ελληνα και δέονται στους Θεούς μας. Το σύνολο; Αγνωστο. Ακόμα μετράνε θεότητες.
Οι Μπέκαμ φόρεσαν τη μάσκα του marketing και ετοιμάζονται για ΤΟ μεγάλο φαγοπότι, αμερικανικών προδιαγραφών.
Οι Μπάρακ Ομπάμα και Χίλαρι Κλίντον φόρεσαν τη μάσκα του Δημοκράτη, για να διεκδικήσουν την προεδρία και μετά να τους παίζει μαριονέτα το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, αλλά δημοκρατικά.
Οι αντιεξουσιαστές φορούν μάσκα για να ρίξουν τη μολότοφ. Προφανώς, ξεχνάνε ότι για να επιβιώσουν υφίστανται την εξουσία των γονιών, του διευθυντή, του καθηγητή ή του φίλου τους.
Η Πάτρα και το Μοσχάτο ετοιμάζονται να βάλουν τις μάσκες του Ρίο.
Οι εκπτώσεις φόρεσαν τη μάσκα της ευκαιρίας.
Τα δελτία ειδήσεων φοράνε τη μάσκα της ενημέρωσης, εμείς φοράμε τη μάσκα του καλού και του κακού, του παιδιού που θέλει να του γίνονται όλα τα χατίρια, του ενοχλημένου, αλλά αδρανή, του ευγενικού που βράζει από μέσα του, του, του....
Κι επειδή η τύχη δεν αλλάζει τους ανθρώπους, απλώς τραβάει τις μάσκες τους, εύχομαι καλημέρα και καλή τύχη!
Subscribe to:
Posts (Atom)